Σε μια εποχή που το τι είναι και τι δεν είναι προσβλητικό αποτελεί αντικείμενο εξαντλητικής ανάλυσης, υπάρχει ένα τμήμα του ακαδημαϊκού κόσμου που επιλέγει να μελετήσει τη γλώσσα εκείνη για την οποία όλοι συμφωνούμε πως δεν ανήκει στη σφαίρα της ευγένειας.
Το ξέρατε ότι υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι οι βρισιές μας βοηθούν να διαχειριστούμε καλύτερα τον πόνο; Αλλά και να ξεδώσουμε και να εκφράσουμε περισσότερο αποτελεσματικά τα συναισθήματά μας; Υπάρχουν επίσης κοινωνικοί επιστήμονες που λένε ότι ο τρόπος που η βλασφημία και τα… μπινελίκια μάς επηρεάζουν αντικατοπτρίζει στοιχεία της φύσης μας ως εξελικτικά όντα. «Αν δεν μελετήσεις αυτού του είδους τη γλώσσα, χάνεις ένα μεγάλο κομμάτι της ύπαρξης του ανθρώπου», δηλώνει ο ψυχολόγος Timothy Jay στο περιοδικό Time.
Άλλωστε και στην αρχαιότητα, οι χυδαιότητες, οι προστυχιές και οι βωμολοχίες αποτελούσαν κομμάτι του λεξιλογίου του ανθρώπου. Τα πολυάριθμα «βρωμόλογα» των αρχαίων Ελλήνων υποδεικνύουν ότι οι πρόγονοί μας χυδαιολογούσαν συχνότατα και αισχρότατα, ακριβώς όπως κι εμείς, παρατηρεί ο Μάριος Βερέττας στο βιβλίο του «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων». Αλλά και οι Ρωμαίοι είχαν το δικό τους πλούσιο βρώμικο λεξιλόγιο.
Η ευαισθησία του κάθε ανθρώπου απέναντι στην αγενή και προσβλητική λέξη είναι αυτή που δίνει τη δύναμη σε μια βρισιά, υποστηρίζουν οι επιστήμονες. «Από νωρίς, μαθαίνουμε ότι αυτές είναι λέξεις που δεν μπορούμε να λέμε. Τιμωρούμε τους ανθρώπους που τις λένε», δηλώνει ο γνωστικός επιστήμονας Benjamin Bergen, ο οποίος μελετά το ζήτημα της βλασφημίας στο βιβλίο του «What the F». «Έτσι, εκπαιδεύουμε τα παιδιά, κοινωνικά, ότι οι λέξεις αυτές είναι πανίσχυρες».
Βρισιές και ταμπού
Στη διάρκεια της καριέρας του στο Massachusetts College of Liberal Arts, ο Jay έχει καταγράψει και αναλύσει χιλιάδες ανθρώπους που βρίζουν και έχει καταλήξει σε δύο βασικούς λόγους όσον αφορά το γιατί οι άνθρωποι το κάνουν. Αρχικά, οι βρισιές μας επιτρέπουν να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, να ξεδώσουμε. «Επίσης, επικοινωνούν πολύ αποτελεσματικά, σχεδόν άμεσα, τα συναισθήματά μας. Και άλλες λέξεις δεν μπορούν να το κάνουν αυτό».
Εξ ορισμού, οι βρισιές, ένα σχεδόν παγκόσμιο ανθρώπινο γλωσσικό φαινόμενο, είναι προσβλητικές. Αν μια λέξη με την πάροδο του χρόνου πάψει να είναι προσβλητική, τότε βγαίνει από τον κατάλογο των βρισιών. Η προσβολή από μόνη της, ωστόσο, δεν αρκεί, αφού μπορούμε να προσβάλλουμε με λέξεις χωρίς να βρίζουμε. Υπάρχουν και ορισμένοι υποτιμητικοί όροι που απευθύνονται σε ολόκληρες ομάδες και είναι ιδιαίτερα προσβλητικές αλλά δεν αποτελούν βρισιές.
Για τη φιλόσοφο Rebecca Roache, μαζί με το στοιχείο της προσβολής, οι αθυροστομίες έχουν μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά. Και εκείνη, όπως σημειώνει στο BBC, εξηγεί ότι τις χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε συναίσθημα. «Αν είσαι θυμωμένος ή χαρούμενος, το βρίσιμο και η βλασφημία έχουν έναν ρόλο κάθαρσης. Η βλασφημία στηρίζεται επίσης στα ταμπού. Σε όλο τον κόσμο, οι προσβλητικές λέξεις περιστρέφονται γύρω από κάποια συγκεκριμένα ζητήματα: υγειονομικά θέματα, σεξ, θρησκεία».
Και ο Bergen στέκεται στο ζήτημα των ταμπού: σεξ, σωματικές λειτουργίες, θρησκεία και λέξεις που περιγράφουν άλλες ομάδες ανθρώπων. «Οι λέξεις της τελευταίας κατηγορίας είναι φτιαγμένες για να προσβάλλουν, να προκαλέσουν κακό, να διαιρέσουν και να υποτιμήσουν». Οι λέξεις αυτές προσδιορίζονται στις ΗΠΑ από έρευνες που έχουν γίνει ως οι πιο προσβλητικές.
Η απρεπής γλώσσα εξελίσσεται μαζί με τους πολιτισμούς, αντικατοπτρίζοντας τα ταμπού της κάθε εποχής. Και ενώ όλες οι γλώσσες έχουν τις δικές τους υβριστικές λέξεις, αυτές διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
Οι λέξεις αναπτύσσουν τη δύναμή τους στον χρόνο. Πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία. Στο παρελθόν, πολλές προσβλητικές λέξεις συνδέονταν με τη θρησκεία. Καθώς όμως αρκετές χώρες γίνονται ολοένα και πιο κοσμικές, υπάρχουν λέξεις που έχουν χάσει τη δύναμή τους. Ο Oliver Kamm, συγγραφέας του «Accidence Will Happen: The Non-Pedantic Guide to English», υποστηρίζει ότι το προσβλητικό λεξιλόγιο αντλεί σήμερα λιγότερα στοιχεία από τη θρησκεία και περισσότερα γύρω από τα όλα εκείνα που αποβάλλει ο ανθρώπινος οργανισμός. «Και εκεί υπάρχει μια ιεράρχηση, ανάλογα με το πόσο αηδιαστικό βρίσκουμε κάτι».
Βρισιές και… οφέλη
Η συναισθηματική αποφόρτιση μέσω των βρισιών έχει μετρηθεί με μια σειρά από τρόπους. Όπως έχει προκύψει, το βρίσιμο βοηθά στη διαχείριση του πόνου. Είναι πιο εύκολο να κρατήσεις το χέρι σου σε ένα μπολ με παγωμένο νερό περισσότερη ώρα, αν ταυτόχρονα ρίχνεις και τα μπινελίκια σου. Και όσοι μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες, αναφέρουν πως το να βρίζουν στην πρώτη τους γλώσσα είναι πολύ πιο ικανοποιητικό.
Πέρα από το στοιχείο της «κάθαρσης», που επισημαίνουν οι επιστήμονες, υπάρχουν και άλλα οφέλη. Ένα από αυτά είναι ότι οι βρισιές ευνοούν το δέσιμο, καθώς ορισμένες -προσβλητικές μεν αλλά που λέγονται με καλή διάθεση- λέξεις ενισχύουν την οικειότητα. Μια πρόσφατη έρευνα υποστηρίζει ακόμη ότι όσοι βρίζουν θεωρούνται περισσότερο αξιόπιστοι από αυτούς που θα ξανασκεφτούν τον τρόπο που θα εκφραστούν.
Η έκφραση μιας βρισιάς μπορεί να αποκαλύψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομα: θυμό, εκνευρισμό, ενθουσιασμό, έκπληξη και την ένταση της συναισθηματικής αυτής κατάστασης. Οι έρευνες έχουν δείξει επίσης ότι το να διαβάσεις ή να γράψεις μια προσβλητική λέξη επιδρά συναισθηματικά στους ανθρώπους αλλά όχι στον βαθμό που επιδρά το άκουσμά της ή το να την ξεστομίσει ο ίδιος.
Βρισιές, ειλικρίνεια και IQ
Ειδικοί όπως ο Jay υποστηρίζουν ότι πολλοί από τους λόγους που οι άνθρωποι αντιστέκονται και αντιτίθενται στη βλασφημία και τις βρισιές είναι βασισμένοι σε «μύθους» και ακαδημαϊκοί έχουν επιχειρήσει να τους απομυθοποιήσουν. Ο Bergen αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του για την πεποίθηση που υπάρχει ότι οι βρισιές είναι βλαπτικές για τα παιδιά. Ο Jay, πάλι, αποφάσισε να ασχοληθεί με την ιδέα ότι οι άνθρωποι βρίζουν μόνο και μόνο γιατί δεν είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να εκφραστούν με άλλον τρόπο. Αυτό που διαπίστωσε είναι ότι άνθρωποι με πιο πλούσιο λεξιλόγιο μπορούν στην πραγματικότητα να «παράγουν» περισσότερες βρισιές.
Ο Jay υποστηρίζει ακόμη ότι το «πιπέρι στο στόμα» δεν λειτουργεί. Όπως σημειώνει, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι όσο περισσότερο προστατεύονται τα παιδιά από αυτές τις λέξεις, τόσο πιο εντυπωσιακές γίνονται για εκείνα. Μια έρευνα που έγινε σε συνέχεια εκείνης με το παγωμένο νερό έδειξε ότι η ελάφρυνση του πόνου ήταν πιο αποτελεσματική σε ανθρώπους που έβριζαν λιγότερο στη ζωή τους. Με τη συχνή χρήση, γίνεται μια συνήθεια και οι λέξεις χάνουν αυτή την αρχική τους δύναμη.
Μία πρόσφατη έρευνα εξέτασε επίσης την άποψη ότι όσοι «βρωμίζουν» το λεξιλόγιό τους το κάνουν διότι αυτό δεν είναι ιδιαίτερα πλούσιο. Και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απλώς οι άνθρωποι αυτοί είναι περισσότερο ειλικρινείς. Ερευνητές των πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, του Μάαστριχτ, του Χονγκ Κονγκ και του Στάνφορντ διαπίστωσαν ότι όσοι βρίζουν περισσότερο είναι πιο πιθανό να είναι περισσότερο ειλικρινείς.
«Το βασικό πράγμα που βρήκαμε είναι ότι αν φιλτράρεις τη γλώσσα σου όταν μιλάς τότε πιθανότατα φιλτράρεις και τα όσα λες. Είναι λιγότερο πιθανό να λες αυτά που σκέφτεσαι και περισσότερο πιθανό να λες αυτά που θέλουν να ακούσουν οι άλλοι», δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο David Stilwell του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ στον βρετανικό Independent. «Κάποιος που δεν φιλτράρει τη γλώσσα του, οπότε βρίζει, είναι πιο πιθανό να λέει αυτό που πιστεύει ότι είναι αλήθεια και επομένως είναι περισσότερο ειλικρινείς και αυθεντικός από τη δική του οπτική».
Μια άλλη πρόσφατη έρευνα, που επιχείρησε επίσης να καταρρίψει τον μύθο του φτωχού λεξιλογίου, έδειξε ότι οι άνθρωποι που μπορούν να απαριθμήσουν περισσότερες βρισιές σε ένα λεπτό έχουν συνήθως υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης. Και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ότι ένα πλούσιο λεξιλόγιο στον τομέα των προσβλητικών λέξεων είναι δείγμα ρητορικής δύναμης και όχι μια προσπάθεια να κρύψει κάποιος τη λεξιλογική του ανεπάρκεια.