Στις 20 Μαρτίου 2003, συμμαχικές δυνάμεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εισβάλουν στο Ιράκ με το πρόσχημα της ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής, οδηγώντας στην ανατροπή της μπααθικής κυβέρνησης του Σαντάμ Χουσεϊν. Είχε προηγηθεί ένας εκτεταμένος πληροφοριακός πόλεμος για τη προετοιμασία της κοινής γνώμης για μια επιχείρηση που εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως βασίστηκε σε σαθρά στοιχεία.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό Πρόεδρο George Bush και το Βρετανό Πρωθυπουργό Tony Blair, η εισβολή αποσκοπούσε στη καταστροφή των όπλων μαζικής καταστροφής (ΟΜΑΚΑ) του Σαντάμ Χουσεϊν, στην απελευθέρωση του ιρακινού λαού και στην εμπόδιση υποστήριξης τρομοκρατικών ομάδων από το Ιράκ. Γαλλία, Γερμανία, Νέα Ζηλανδία και λοιπές συμμαχικές προς τις ΗΠΑ χώρες, προβάλουν αντιρρήσεις διότι τα στοιχεία για τη παρουσία ΟΜΑΚΑ στο Ιράκ, δεν ήταν αρκετά ή δεν υπήρχαν καθόλου.
Οι αιτιάσεις των συμμάχων εν πολλοίς βασίστηκαν στις αναξιόπιστες μαρτυρίες των Rafid Ahmed Alwan al-Janabi και Muhammad Harith που είχε συλλέξει η CIA και είχαν εν τω μεταξύ απορρίψει οι γαλλικές και γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Την ίδια στιγμή, οι πληροφορίες από τον τότε υπουργό εξωτερικών του Ιράκ Naji Sabri στη CIA και του τότε επικεφαλής των ιρακινών μυστικών υπηρεσιών Tahir Jalil Habbush al-Tikritiστην MI-6, αγνοήθηκαν παντελώς.
Στις 6 Οκτωβρίου 2004, έπειτα από μήνες ερευνών σε διάφορα σημεία στο Ιράκ από 1.625 επιθεωρητές των Ηνωμένων Εθνών, δόθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμά τους: Δεν υπήρχαν όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ. Σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα, οι τελευταίες ποσότητες ΟΜΑΚΑ είχαν καταστραφεί από το καθεστώς του Χουσεϊν πριν από τουλάχιστον μια δεκαετία.
Πριν την εισβολή στο Ιράκ, είχε προηγηθεί ένας σημαντικός πληροφοριακός πόλεμος για να πειστεί η κοινή γνώμη για το δίκαιο της επίθεσης.
Ακόμη και η Επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, είχε αποδοθεί εν μέρη στον Σαντάμ Χουσεϊν με πληροφορίες να κάνουν λόγο για συνάντηση του αρχηγού των αεροπειρατών Μοχάμεντ Άτα με στέλεχος των Ιρακινών Μυστικών Υπηρεσιών λίγο πριν την επίθεση. Λίγο μετά την εισβολή, αυτός ο ισχυρισμός θα διαψευστεί από τον ίδιο τον Bush.
Ο τότε αντιπρόεδρος Dick Cheney, θα δηλώσει στις 26 Αυγούστου 2002 σε δημόσια ομιλία του (που δεν είχε «ελεγχθεί» προηγουμένως από το Λευκό Οίκο) «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Σαντάμ Χουσεϊν κατέχει αυτή τη στιγμή όπλα μαζικής καταστροφής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα συγκεντρώνει για να τα χρησιμοποιήσει κατά των συμμάχων μας και εμάς.» Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Χουσεϊν επιτρέπει σε επιθεωρητές όπλων να επισκεφτούν το Ιράκ και να ελέγξουν για την ύπαρξη ΟΜΑΚΑ. Επικεφαλής της αποστολή ορίζεται ο Σουηδός πολιτικός και διπλωμάτης Χανς Μπλιξ. Η έρευνα δεν βρίσκει τίποτα αξιόλογο στη χώρα έπειτα από 700 επιθεωρήσεις σε διάφορα σημεία. Η CIA διατάσσει έρευνα εναντίον του σε μια προσπάθεια να τον αποδομήσει και όπως καταμαρτυρά ο ίδιος ο Μπλίξ, σε συνάντηση που είχε με τον Cheney στις 30 Οκτωβρίου 2002, ο Αμερικανός Αντιπρόεδρος τον ενημερώνει πως εάν οι επιθεωρητές δεν βρουν ΟΜΑΚΑ στο Ιράκ, η Αμερικανικική Κυβέρνηση θα τους δυσφημίσει.
Στις 5 Φεβρουαρίου 2003, ο Υπουργός Εξωτερικών Colin Powell, δηλώνει στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, πως ο Σαντάμ Χουσεϊν όχι μόνο είναι αποφασισμένος να διατηρήσει το υπάρχων οπλοστάσιο ΟΜΑΚΑ, αλλά θέλει να το μεγαλώσει. Επισήμανε επίσης το κίνδυνο των επαφών του καθεστώτος με τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η al Qaeda, κάτι που σε μεταγενέστερο χρόνο αναγκάστηκε να ανακαλέσει.
Το 2002, η κυβέρνηση Bush κατηγορεί το Ιράκ πως προσπάθησε να αγοράσει από την Ιορδανία ένα μεγάλο φορτίο σωλήνων αλουμινίου για να τους χρησιμοποιήσει για να εμπλουτίσει ουράνιο για τη κατασκευή πυρηνικής βόμβας. Μετά την εισβολή διαπιστώθηκε ότι το πιθανότερο ήταν να χρησιμοποιούνταν για τη κατασκευή βλημάτων όλμου των 81mm. Ο ίδιος ο Powell λίγο πριν την εισβολή, παρουσίασε αυτό τον ισχυρισμό στο Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά αργότερα θα ανακαλέσει για μια ακόμη φορά.
Το 2002, το Ηνωμένο Βασίλειο θα παρουσιάσει λεπτομερή φάκελο που υποτίθεται πως στοιχειοθετούσε τις κατηγορίες κατοχής ΟΜΑΚΑ από το Ιράκ που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε διάστημα μόλις 45 λεπτών. Λίγες ημερες αργότερα, περνά από το Συμβούλιο Ασφαλείας το ψήφισμα 1441, που δίνει μια τελευταία ευκαιρία στο Ιράκ να αφοπλιστεί, προειδοποιώντας για σοβαρές συνέπειες αν δεν το πράξει. Στις 25 Φεβρουαρίου 2003, ΗΠΑ και ΗΒ, υποβάλουν για έγκριση νέο ψήφισμα κατηγορώντας το Ιράκ ότι απέτυχε να συμμορφωθεί. Το ψήφισμα δεν υιοθετείται αλλά παρόλα αυτά, στις 20 Μαρτίου, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, ξεκινούν την εισβολή με την ονομασία «Operation Iraqi Freedom.» Στις επιχειρήσεις λαμβάνουν μέρος Αυστραλία και Πολωνία. Ο φάκελος του ΗΒ εξετάζεται εξονυχιστικά από την «Επιτροπή Buttler«, η οποία αποφάνθηκε στις 14 Ιουλίου 2004, πως οι πληροφορίες που περιείχε ήταν αναξιόπιστες και βασίζονταν σε αναφορές από τρίτο χέρι.
Το αποτέλεσμα
Μπορεί η εισβολή να πέτυχε τους αρχικούς σκοπούς της, ωστόσο ουδέποτε βρέθηκαν ΟΜΑΚΑ στο Ιράκ που ήταν και η αφορμή για την επίθεση. Το κενό εξουσίας που άφησε η συμμαχική εισβολή, έδωσε χώρο να αναπτυχθούν ακραίες ισλαμιστικές ομάδες, γεγονός που κατά πολλούς οδήγησε στη δημιουργία του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Μπορεί ο Σαντάμ Χουσεϊν να ήταν ένας στυγνός δικτάτορας που δεν δίσταζε να σφαγιάσει ακόμη και τους πολίτες του, ωστόσο η αφαίρεσή του από το γεωπολιτικό προσκήνιο το 2003, χωρίς να υπάρξει μέριμνα και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την επόμενη μέρα, οδήγησε το Ιράκ σε μια χαώδη κατάσταση από την οποία δεν έχει συνέλθει ακόμη.
factchecker.gr