Ο Ιβάν Μιχαήλοφ ήταν Βουλγαρικής καταγωγής και έγινε μετά το 1924 αρχηγός της ΕΜΕΟ (Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης) που ιδρύθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1893.
Γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1896, στο χωριό Novo Selo (τώρα τμήμα του Δήμου Štip των Σκοπίων) στο Βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλοφ σπούδασε στο Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρρένων στη Θεσσαλονίκη μέχρι τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν το σχολείο έκλεισε από τη νέα Ελληνική διοίκηση που είχε απελευθερώσει την Θεσσαλονίκη.
Αργότερα συνέχισε τις σπουδές του σε Σερβικό σχολείο στα Σκόπια. Του προσφέρθηκε υποτροφία από το Υπουργείο Παιδείας της Σερβίας για να σπουδάσει σε ένα Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο αλλά την απέρριψε. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στο Βουλγαρικό στρατό, ο οποίος εκείνη την εποχή κατείχε σημαντικό τμήμα της περιοχής.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μιχαήλοφ μετανάστευσε στη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκε στη Σόφια. Άρχισε να σπουδάζει Νομικά στο πανεπιστήμιο της Σόφιας, όταν ήρθαν σε επαφή μαζί του μέλη της ΕΜΕΟ και του προτάθηκε να εργαστεί ως ιδιαίτερος γραμματέας του τότε ηγέτη της ΕΜΕΟ, Τοντόρ Αλεξαντρόφ.
Αρχηγός της ΕΜΕΟ
Στις 31 Αυγούστου 1924, ο Τόντορ Αλεξαντρόφ δολοφονήθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και σύντομα η ΕΜΕΟ βρέθηκε υπό τον έλεγχο του Μιχαήλοφ, που είχε γίνει ισχυρό πρόσωπο στη Βουλγαρική πολιτική σκηνή. Η ηγεσία της ΕΜΕΟ έσπευσε να κατηγορήσει για τη δολοφονία του Αλεξαντρόφ τους κομμουνιστές, ενώ αυτοί υποστήριξαν ότι ο Μιχαήλοφ μπορεί να ήταν στην πραγματικότητα ο υπεύθυνος της δολοφονίας.
Τα γεγονότα αυτά δημιούργησαν εντάσεις ανάμεσα στις φράξιες εντός της οργάνωσης και οδήγησαν σε αρκετές δολοφονίες σημαντικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του Petar Chaulev (ο οποίος ηγήθηκε της εξέγερσης της Οχρίδας το 1913) στο Μιλάνο.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η ΕΜΕΟ έδρασε εναντίον αρκετών μελών της φράξιας των Σαντανιστών (ακρο-αριστερών) στην ΕΜΕΟ. Ο Gjorche Petrov σκοτώθηκε στην Σόφια το 1922, ο Τόντορ Πανίτσα (ο οποίος είχε προηγουμένως δολοφονήσει τους ακροδεξιούς Μπόρις Σαράτοφ και Ιβάν Γκαργκάνοφ) δολοφονήθηκε στη Βιέννη το 1924 από τη μέλλουσα σύζυγό του Mihailov, Mencha Karnichiu.
Οι Ντίμο Χατζιντίμοφ, Γκεόργκι Σκριζχόφσκι, Αλεξάνταρ Μπουίνοφ, Chudomir Kantardjiev και πολλοί άλλοι έχασαν τη ζωή τους σε μια σειρά από διαδοχικές δολοφονίες που όλες τους πραγματοποιήθηκαν το 1925.
Η ομάδα νέων στελεχών της ΕΜΕΟ του Μιχαήλοφ σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με την γηραιότερη ομάδα της οργάνωσης. Οι τελευταίοι τάχθηκαν υπέρ της παλαιάς τακτικής των ενόπλων επιδρομών στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, ενώ οι πρώτοι υποστήριζαν πιο ευέλικτες τακτικές, με μικρότερους τρομοκρατικούς πυρήνες.
Η σύγκρουση εξελίχθηκε σε διαμάχη για την εξουσία και σύντομα ο Μιχαήλοφ, με τη σειρά του, διέταξε το 1928 την δολοφονία ενός αντιπάλου ηγέτη της γηραιότερης ομάδας, του Στρατηγού Αλεξάνταρ Προτογκέροφ, που πυροδότησε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο μεταξύ «Μιχαηλοφικών» και «Προτογκεροφικών».
Οι ολιγάριθμοι και ανεπαρκώς εξοπλισμένοι Προτογκεροφικοί, σύντομα συμμάχησαν με τη Γιουγκοσλαβία και συγκεκριμένους Βουλγαρικούς στρατιωτικούς κύκλους όπως η οργάνωση Zveno («Κρίκος»), η οποία ευνοούσε την προσέγγιση με τη Γιουγκοσλαβία. Αυτή η περίοδος οδήγησε σε εντατικοποίηση του ένοπλου αγώνα της οργάνωσης στο Αιγαίο και ιδιαίτερα στη «Μακεδονία του Βαρδάρη».
Συνολικά 63 τρομοκρατικές ενέργειες και επιθέσεις σε γέφυρες, αποθήκες, Σέρβικα αστυνομικά τμήματα και στρατιωτικούς στόχους πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1922 και 1930, ενώ ο αριθμός των δολοφονημένων Σέρβων αξιωματούχων και συνεργατών του ανέρχεται σε χιλιάδες.
Η ΕΜΕΟ είχε τον de facto έλεγχο της Μακεδονίας του Πιρίν (στη Βουλγαρία) και δρούσε ως «κράτος εν κράτει», και την χρησιμοποιούσε ως βάση για καταδρομικές επιθέσεις εναντίον της Γιουγκοσλαβίας με την ανεπίσημη υποστήριξη της Βουλγαρίας και αργότερα της φασιστικής Ιταλίας.
Επίσης, είχε στενείς σχέσεις με τους Κροάτες Ουστάσι. Πολλές δολοφονίες πραγματοποιήθηκαν από μέλη της ΕΜΕΟ σε πολλές χώρες, η πλειοψηφία των οποίων ήταν στη Γιουγκοσλαβία. Η πιο εντυπωσιακή από αυτές ήταν η δολοφονία του βασιλιά Αλέξανδρου Α’ της Γιουγκοσλαβίας και του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών Louis Barthou στη Μασσαλία το 1934, σε συνεργασία με τον αιμοσταγή Άντε Πάβελιτς (ΥΓ.1) (φωτό: o Πάβελιτς με τον Μιχαήλοφ).
Οι συνεχείς σκοτωμοί στο εσωτερικό της ΕΜΕΟ και δολοφονίες της στο εξωτερικό, ώθησαν κάποιους στο Βουλγάρικο στρατό μετά το Βουλγαρικό πραξικόπημα του 1934 να πάρουν τον έλεγχο και να προσπαθήσουν να συντρίψουν την οργάνωση. Το 1934, ο Μιχαήλοφ διέφυγε στην Τουρκία και διέταξε τους υποστηρικτές του να μην αντισταθούν στον Βουλγάρικο στρατό και να αποδεχτούν τον αφοπλισμό ειρηνικά, για να αποφευχθεί ένας εμφύλιος πόλεμος ή μια ξένη εισβολή.
Πολλοί κάτοικοι της Μακεδονίας του Πιρίν αντιμετώπισαν τον αφοπλισμό με ικανοποίηση και ανακούφιση επειδή απαλλάχθηκαν από την συχνά βίαιη παράλληλη εξουσία της ΕΜΕΟ. Ο Μιχαήλοφ είχε εννέα καταδίκες σε ισόβια και τρεις καταδίκες σε θάνατο στη Βουλγαρία.
Αν και ο κύριος στόχος της ΕΜΕΟ πάντα ήταν η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, ορισμένες από τις προηγούμενες Βουλγαρικές κυβερνήσεις την ανέχονταν επειδή ο σκοπός της ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας από την Ελληνική και Γιουγκοσλαβική «κατοχή», την οποία θεωρούσαν Βουλγάρικο έδαφος.
Ως αποτέλεσμα αυτού, η ΕΜΕΟ είχε αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο στη Μακεδονία του Πιρίν και σε άλλα μέρη του βουλγαρικού εδάφους, το οποίο χρησιμοποιούσε για να παρέχει χρηματοδότηση στην οργάνωση και ως επιχειρησιακή βάση απ’όπου πραγματοποιούσε επιθέσεις εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Ενώ βρισκόταν στην εξορία, η ΕΜΕΟ παρέμεινε ζωντανή με μέλη σε διάφορες χώρες παγκοσμίως, αλλά έπαψε να έχει δράση στην Μακεδονία, εκτός από σύντομες στιγμές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά το 1934, ο Μιχαήλοφ έζησε στην Τουρκία, την Πολωνία και την Ουγγαρία και τελικά εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα της Κροατίας, Ζάγκρεμπ, που εκείνη την εποχή (1941-45) αποτελούσε μέρος του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας, ενός φασιστικού κράτους-μαριονέτα.
Το 1941 κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος της «Μακεδονίας του Βαρδάρη» και η μισή Ελληνική Μακεδονία (η υπόλοιπη ήταν υπό Γερμανική κατοχική διοίκηση) προσαρτήθηκαν από τη Βουλγαρία και μαζί με άλλες περιοχές αποτέλεσαν την Μεγάλη Βουλγαρία (φωτό: ο Μιχαήλοφ και ο Πάβελιτς).
Ο Μιχαήλοφ αρνήθηκε να επιστρέψει στο κατεχόμενο από την Βουλγαρία τμήμα της Μακεδονίας και παρέμεινε στην Κροατία μέχρι το τέλος του πολέμου. Με τη βοήθειά του το 1943 οργανώθηκαν σε ένοπλα σώματα, την Οχράνα, στην οποία συμπεριελήφθησαν σλαβόφωνοι Βούλγαροι στην Ελληνική Μακεδονία που ήταν υπό Γερμανική και Βουλγάρικη κατοχή.
Ήταν προφανές ότι ο Μιχαήλοφ είχε ευρύτερα σχέδια που προέβλεπαν στη δημιουργία ενός «Μακεδονικού κράτους» υπό Γερμανικό έλεγχο. Προβλέφθηκε επίσης ότι οι εθελοντές της ΕΜΕΟ θα αποτελούσαν τον πυρήνα της μελλοντικής «ανεξάρτητης Μακεδονίας» καθώς επίσης και αναλαμβάνοντας την διοίκηση και την εκπαίδευση στις περιοχές της Φλώρινας, Καστοριάς και Έδεσσας.
Ο Ιβάν Μιχαήλοφ, ο Χίτλερ και ο Χίμλερ
Τον Αύγουστο του 1943, ο Ιβάν Μιχαήλοφ έφυγε ινκόγκνιτο από το Ζάγκρεμπ για τη Γερμανία, όπου επρόκειτο να επισκεφθεί την κύρια έδρα του Χίτλερ και τα κεντρικά γραφεία της Sicherheitsdienst (υπηρεσία πληροφοριών της Ναζιστικής Γερμανίας), όπου συνομίλησε με τον Χίτλερ, τον Χίμλερ και άλλους κορυφαίους Γερμανούς ηγέτες.
Από τις λιγοστές διαθέσιμες Γερμανικές πηγές, είναι προφανές ότι ο Μιχαήλοφ έλαβε την συγκατάθεση να δημιουργήσει τρία τάγματα εθελοντών εξοπλισμένων με Γερμανικά όπλα και πυρομαχικά. Επιπλέον, αυτά τα τάγματα θα ήταν κάτω από την επιχειρησιακή διοίκηση του αρχηγού των SS, Heinrich Himmler.
Επίσης, στη Σόφια διεξήχθησαν συνομιλίες μεταξύ υψηλόβαθμων λειτουργών των SS και των μελών της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ. Παρά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Μιχαήλοφ και της Sicherheitsdienst, η Βουλγαρική κυβέρνηση είχε ορισμένες πληροφορίες σχετικά με αυτές.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 η Βουλγαρία διέταξε την αποχώρηση των στρατευμάτων της από τη Μακεδονία. Λεπτομερή Γερμανικά τηλεγραφήματα δείχνουν ότι στις 3 Σεπτεμβρίου 1944 ο Μιχαήλοφ μεταφέρθηκε αεροπορικώς από το Ζάγκρεμπ στη Σόφια. Ένα γερμανικό τηλεγράφημα στις 1:07 π.μ. της 5ης Σεπτεμβρίου δείχνει ότι ο Χίτλερ διέταξε ξανά τη δημιουργία ενός κράτους-μαριονέτα στην Μακεδονία (φωτό: Γερμανικό επίσημο έγγραφο που επικυρώνει την ανεξαρτήσια του «Μακεδονικού Κράτους»).
Ο Μιχαήλοφ μεταφέρθηκε στα Σκόπια το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου «για να δει τι μπορεί να σωθεί». Ένα άλλο τηλεγράφημα που επαναλάμβανε τη διαταγή του Φύρερ κατέφθασε στις 2 π.μ. στις 6 Σεπτεμβρίου. Στις 6 Σεπτεμβρίου, ο Mihajlov αρνήθηκε την πρόταση να ηγηθεί ενός ανεξάρτητου «κράτους-μαριονέτα» λόγω της αδυναμίας να λάβει τοπική υποστήριξη.
Οι Γερμανοί διπλωμάτες στα Σκόπια ανέφεραν στο Βερολίνο ότι η απόπειρα δημιουργίας ενός κράτους-μαριονέτας είχε αποτύχει. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 η Γερμανία έκλεισε το Προξενείο στα Σκόπια, και ο Μιχαήλοφ, με τη σύζυγό του και με προσωπικό του Γερμανικού προξενείου, έφυγαν από τα Σκόπια. Παρ’ όλα αυτά, την ίδια ημέρα, ακροδεξιοί εθνικιστές της ΕΜΕΟ κύρηξαν την ανεξαρτησία (φωτό: η σημαία της Ναζιστικής «Ανεξάρτητης Μακεδονίας).
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
Το 1944 αναγκάστηκε να ξαναφύγει, αυτή τη φορά προς την Ιταλία. Ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης Γκεόργκι Ντιμιτρόφ διέταξε τη δολοφονία του Μιχαήλοφ. Τα νέα καθεστώτα στη Βουλγαρία, την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα δίωξαν τους οπαδούς του ως φασίστες και προδότες.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κυβερνώντες Βούλγαροι κομμουνιστές κύρηξαν τους Βούλγαρους Μακεδόνες ως «εθνικά Μακεδόνες» και στάλθηκαν δάσκαλοι από την Γιουγκοσλαβία για να διδάξουν στους ντόπιους την προσφάτως κωδικοποιημένη «μακεδονική γλώσσα».
Οι οργανώσεις της ΕΜΕΟ στη Βουλγαρία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Πρώην μέλη κυνηγήθηκαν από την κομμουνιστική Militsiya και πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν, καταπιέστηκαν, εξορίστηκαν ή σκοτώθηκαν. Από την άλλη πλευρά, πρώην Μιχαηλοφικοί επίσης διώχθηκαν από τις αρχές του Βελιγραδίου με κατηγορίες για συνεργασία με την βουλγαρική κατοχή, για Βουλγαρικό εθνικισμό, αντι-κομμουνιστικές και αντι-Γιουγκοσλαβικές δραστηριότητες κ.α (φωτό: διάφοροι ψευτο-Μακεδόνες χαιρετούν φασιστικά στα Σκόπια).
Ο Γιόζιπ Μπροζ Τίτο και ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ εργάστηκαν σε ένα πλάνο για να συνενώσουν την Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία υπό μια Βαλκανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία κάτω από τον έλεγχο της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Οι πολιτικές αυτές αντιστράφηκαν μετά την ρήξη Τίτο-Στάλιν τον Ιούνιο του 1948, όταν η Βουλγαρία, που υπηρετούσε τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης πήρε θέση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί από τους «Οχρανικούς» καταδικάστηκαν για στρατιωτικά εγκλήματα ως δοσίλογοι.
Το κόμμα του πρώην Πρωθυπουργού των Σκοπίων, Νίκολα Γκρουέφσκι, VMRO-DPMNE (Внатрешна македонска револуционерна организација – Демократска партија за македонско национално единство, Ελληνικά: Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση – Δημοκρατικό Κόμμα για την Μακεδονική Εθνική Ενότητα) δηλώνει ότι προέρχεται από την παλαιά ΕΜΕΟ (IMRO) που ιδρύθηκε το 1893 και από το 1924 είχε ηγέτη τον Μιχαήλοφ.
ΥΓ.1: Ο ηγέτης των Κροατών Ουστάσι, μετέπειτα συνεργάτης της Φασιστικής Ιταλίας και των Γερμανών Ναζί κατά την κατοχή της Γιουγκοσλαβίας από τον Άξονα. Το κράτος τρόμου που είχε δημιουργήσει και τα φρικιαστικά εγκλήματα σε βάρος των Σέρβων ήταν πρωτοφανή.
Η δράση των Ουστάσι ήταν τόσο ακραία που μέχρι και ο Γενικός Πληρεξούσιος των Ναζί στο «Αυτόνομο Κράτος της Κροατίας» (το ναζιστικό κράτος-μαριονέτα των Ουστάσι), Edmund Glaise von Horstenau, είχε διαμαρτυρηθεί έντονα στον Πάβελιτς (φωτό: ο Πάβελιτς με τον Χίτλερ στις 9 Ιουνίου 1941 στο Berghof) για τα εξωφρενικά εγκλήματά τους, επειδή έτσι οδηγούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ενταχθεί στους κομμουνιστές Παρτιζάνους του Τίτο.
Μετά τον πόλεμο και πριν διαφύγει στην Αργεντινή, ο Πάβελιτς κρυβόταν στην Ιταλία σε διάφορες κατοικίες που ανήκαν στο Βατικανό, το οποίο τον προστάτευε, μεταξύ των οποίων και ατην θερινή κατοικία του Πάπα στο Castel Gandolfo.
thetruth.gr