«Η Ελλάδα τιμά και προασπίζεται τα νησιά της που είναι αναπόσπαστο τμήμα της. Κανείς δεν επιτρέπεται να τα αμφισβητεί και να τα επιβουλεύεται. Η Ελλάδα είναι έτοιμη σε όλα τα επίπεδα να τα προασπίσει, πάντα σε κλίμα ομοψυχίας και αποφασιστικότητας, διεκδικώντας τη στήριξη της παγκόσμιας κοινότητας, ειδικά όταν έχουμε το διεθνές δίκαιο με το μέρος μας».
Το μήνυμα αυτό έστειλε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής, κατά την ειδική συνεδρίαση για τα 70 χρόνια από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Επιπλέον, επισήμανε ότι «η καλύτερη ασπίδα για τα νησιά είναι η τοπική τους ανάπτυξη», χρειάζεται, είπε, «μια στοχευμένη πολιτική» και πρόσθεσε: «Όλοι μαζί με αίσθηση ενότητας πρέπει να κάνουμε πράξη τη ρήτρα νησιωτικότητας, που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες τους, ιδιαίτερα των μικρών νησιών που υψώνουν ψηλά τη σημαία».
Διαβάστε αναλυτικά την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας:
«Είμαστε σήμερα εδώ για να θυμηθούμε μια στιγμή που η Ελλάδα μεγάλωνε. Αλλά είμαστε εδώ και για να προβληματιστούμε – να προβληματιστούμε γόνιμα – για την Ιστορία της χώρας μας. Για να αναλογιστούμε το ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας και για να πάρουμε τα μαθήματα που το παρελθόν απλόχερα προσφέρει. Μαθήματα για το παρόν αλλά και μαθήματα για το μέλλον του τόπου μας. Μνημονεύουμε, λοιπόν, με συγκίνηση, με χαρά και με υπερηφάνεια την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα το 1947.
Όπως γνωρίζουμε, η Ένωση, αποφασίστηκε στη Διάσκεψη της Ειρήνης μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ένωση διαμόρφωσε οριστικά τα σύνορα του σύγχρονου ελληνικού Κράτους. Η Ένωση αποτέλεσε τη δικαίωση των οραμάτων των Ελλήνων των Δωδεκανήσων. Αλλά και το τέλος μιας μακραίωνης δοκιμασίας, της δικής τους δοκιμασίας.
Τα Δωδεκάνησα στην πορεία του χρόνου γνώρισαν σειρά ξένων κατακτητών: Τους Ιωαννίτες Ιππότες, τους Οθωμανούς και από το 1912, τους Ιταλούς. Κατά το Μεσοπόλεμο, η φασιστική πλέον Ιταλία άσκησε τρομερές πιέσεις στον ελληνικό πληθυσμό. Η Ιταλία του Μουσολίνι ήθελε να αναγκάσει τους Έλληνες των Δωδεκανήσων να αλλάξουν την ταυτότητά τους. Αυτό επιχειρήθηκε ακόμα και με απαγορεύσεις σε βάρος της ελληνικής παιδείας. Δεν το πέτυχαν.
Και δεν το πέτυχαν, διότι οι Έλληνες της Δωδεκανήσου ήξεραν ποιοι είναι. Και διατήρησαν την ταυτότητά τους απέναντι σε μεγάλες δυσκολίες. Την ώρα του πολέμου μάλιστα με την φασιστική Ιταλία, το 1940 έκαναν το καθήκον τους. Οι Δωδεκανήσιοι έσπευσαν τότε εθελοντικά στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Και έδωσαν ένα ύψιστο μήνυμα πατριωτισμού και εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Η δικαίωσή τους ήρθε με τη νίκη των δυνάμεων της ελευθερίας στον παγκόσμιο αγώνα εναντίον του ολοκληρωτισμού. Ήταν ένας αγώνας στον οποίο η Ελλάδα είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Η Ιστορία και σήμερα – και σε αυτήν την αίθουσα – είναι πάντα ζωντανή. Η Διάσκεψη της Ειρήνης του 1946 – 1947 μας προσφέρει την ευκαιρία να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Συμπεράσματα που αποτελούν πυξίδα για την σημερινή ταραγμένη εποχή.
Η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα ήταν ένα αίτημα ελευθερίας. Βασίστηκε στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών που ήταν κυρίαρχη διεκδίκηση με τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου.
Το πρώτο, πιο γενικό, συμπέρασμα, είναι ότι οι θέσεις της πατρίδας μας πρέπει να συμβαδίζουν με τις φωτεινές ιδέες. Τις φωτεινές ιδέες της Δύσης. Πρέπει να είμαστε πρωτοπόροι. Και όχι ουραγοί.
Το δεύτερο, ειδικότερο, συμπέρασμα, είναι ότι η ένωση των Δωδεκανήσων ήρθε ακριβώς ως το αποτέλεσμα της ενεργού συμμετοχής της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως αποτέλεσμα της παρουσίας μας της στην πλευρά των νικητών.
Η βάση για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων είχε μπει ήδη από το 1940. Από τους Έλληνες στρατιώτες που σταμάτησαν την ιταλική επίθεση. Τότε που η Ελλάδα πρόσφερε την πρώτη νίκη των Συμμάχων κόντρα στον Άξονα. Τότε που κερδίσαμε το θαυμασμό των δυνάμεων της ελευθερίας, και μάλιστα διεθνώς.
Προσέξτε όμως: Τίποτα δεν σου χαρίζουν ακόμη κι αν έχεις δίκιο. Όλα πρέπει να τα κερδίζεις. Η απελευθέρωση των Δωδεκανήσων δεν ήρθε «αυτόματα». Δεν ήρθε μόνο και μόνο, γιατί οι θέσεις μας ήταν δίκαιες. Απαίτησε μια σοβαρή, μια επίπονη προσπάθεια στο διεθνές πεδίο ως και τη Διάσκεψη της Ειρήνης.
Η Ελλάδα διέγνωσε τους συσχετισμούς ισχύος. Και κατάφερε να εξασφαλίσει μια ισχυρή διεθνή υποστήριξη, κυρίως από τις δυτικές δυνάμεις. Ήταν αυτό που λειτούργησε ως καταλύτης ώστε να συναινέσουν και οι άλλες χώρες στο αίτημά μας. Ήταν επίσης αυτό που απέτρεψε περιπλοκές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν άλλοι εμπλεκόμενοι.
Η στήριξη της διεθνούς κοινότητας δεν ήταν ούτε δεδομένη, ούτε αυτονόητη. Επιδιώχθηκε ενεργά και καλλιεργήθηκε προσεκτικά και συστηματικά. Δεν σταματάμε ποτέ να μαθαίνουμε από την Ιστορία. Η Ιστορία πάντα μας διδάσκει.
Κι αυτό που μας μαθαίνει η ιστορία της ένωσης των Δωδεκανήσων – 70 χρόνια μετά – είναι η ανάγκη να γνωρίζουμε που βρίσκεται η Ελλάδα μέσα στη μεγάλη διεθνή σκακιέρα. Η δύναμη αυτή δεν βασίζεται στα μεγάλα λόγια. Δεν πηγάζει από ανούσιους παληκαρισμούς ή από εύκολους τυχοδιωκτισμούς. Όποτε, άλλωστε, τους επιχειρήσαμε, έφεραν την καταστροφή.
Η δύναμη μας βασίζεται στην ικανότητά μας να καταλαβαίνουμε τον κόσμο γύρω μας. Βασίζεται στο να συνομιλούμε αξιόπιστα με τους μεγάλους παίκτες. Βασίζεται στην σκληρή και συστηματική προσπάθεια. Βασίζεται στη δυνατότητά μας να είμαστε σοβαροί, να είμαστε ρεαλιστές και, πάνω από όλα, να είμαστε αξιόπιστοι.
Αυτό ήταν πάντοτε το θεμέλιο των μεγάλων επιτυχιών της χώρας μας. Αυτή ήταν και η βάση της πολιτικής των δύο μεγάλων εθνικών ηγετών του περασμένου αιώνα: Του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και αυτό οφείλουμε ως χώρα, ως έθνος να δείχνουμε και σήμερα. Όχι μόνο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά σε κάθε τομέα της πολιτικής.
Εβδομήντα χρόνια μετά την ένωση, η Ελλάδα τιμά και προασπίζεται τα νησιά της. Τα Δωδεκάνησα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού χώρου. Κανένας δεν μπορεί να τα επιβουλευθεί. Κανείς δεν επιτρέπεται να τα αμφισβητήσει.
Η Ελλάδα είναι έτοιμη να κάνει πράξη αυτήν την αυτονόητη πολιτική σε όλα τα επίπεδα. Διπλωματικά και επιχειρησιακά, πάντα σε κλίμα ομοψυχίας και αποφασιστικότητας. Διεκδικώντας της ενεργή στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της παγκόσμιας κοινότητας. Ειδικά όταν το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας.
Όλα αυτά απαιτούν μια ιδιαίτερη σημασία μέσα στην προσφυγική κρίση. Η Ελλάδα, ιδίως η νησιωτική Ελλάδα, δικαιούται και περιμένει μια έντιμη και σοβαρή πολιτική για το προσφυγικό. Μια πολιτική που να βλέπει το πρόβλημα στην ανθρώπινη διάστασή του. Αλλά και μια πολιτική που να αντιμετωπίζει με σοβαρό τρόπο τις συνέπειες που έχει το προσφυγικό στη ζωή των νησιών μας.
Η καλύτερη ασπίδα για τα νησιά μας είναι η τοπική ανάπτυξη. Χρειάζεται επιτέλους μια στοχευμένη πολιτική ανάπτυξης για τα νησιά μας. Χρειάζεται να κάνουμε πράξη την περίφημη ρήτρα νησιωτικότητας που συχνά έχει καταστεί κενό γράμμα. Μια πολιτική που να αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες και τα πλεονεκτήματά τους. Μια πολιτική που να δίνει πίσω την πρωτοβουλία στους ανθρώπους τους. Που να λαμβάνει υπόψιν τις ιδιαίτερες ανάγκες τους.
Ειδικά τις ανάγκες των πολύ μικρών νησιών όπου λίγοι ακρίτες υψώνουν ψηλά τη σημαία της Ελλάδας. Τους είμαστε όλοι ευγνώμονες. Η πολιτική αυτή έχει πολλές πτυχές. Απαιτεί ξεχωριστές παρεμβάσεις στο φορολογικό. Θέλει ξεχωριστή φροντίδα ώστε να είναι πιο εύκολη η επαφή με την Αθήνα και με τα τοπικά διοικητικά κέντρα. Θέλει περισσότερη διοικητική αυτονομία. Θέλει ξεχωριστή αντίληψη για την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής. Θέλει διαφορετικές και νέες ιδέες.
Η νησιωτική Ελλάδα είναι ένας ζωντανός αστερισμός. Τα νησιά μας είναι σημεία φωτός. Πρέπει να τα ενισχύσουμε. Πρέπει να τους δώσουμε αυτά που είναι απαραίτητα, γιατί είναι τόσα πολλά αυτά που έχουμε να πάρουμε εμείς από τους ανθρώπους τους. Η Ένωση των Δωδεκανήσων με την μητέρα πατρίδα ήταν μια μεγάλη στιγμή για τον Ελληνισμό.
Είναι μια στιγμή που η Ελλάδα άντεξε – και επιτρέψτε μου να πω θέριεψε – όταν αντιμετώπισε τις μεγάλες προκλήσεις της Ιστορίας. Δεν ήταν τότε εύκολα. Όπως δεν είναι και τώρα εύκολα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πώς δεν μπορούμε. Μπορούμε.
Είμαστε εδώ, όχι μόνο για να σας δώσουμε δύναμη. Είμαστε εδώ κυρίως για να τιμήσουμε τη δύναμη που βλέπουμε στα πρόσωπά σας».
Δείτε το απόσπασμα από την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή