Στην ελληνική μουσική σκηνή υπάρχει ένα είδος που… δεν υπάρχει. Είναι η ποπ. Μπορεί με αμιγώς μουσικούς όρους κάποια πράγματα που έχουν γίνει στο παρελθόν να μπορούν να θεωρηθούν ποπ ωστόσο αυτός ο χαρακτηρισμος -όπως συνήθως συμβαίνει με όλα τα είδη μουσικής- δεν είναι μόνο η μουσική αλλά και η κουλτούρα που τον περιβάλει.
Στην Ελλάδα, κακά τα ψέμματα, υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες μουσικής, με όλες τις υποκατηγορίες τους φυσικά: η «ελληνική», αυτή δηλαδή που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αντλεί τα στοιχεία της από την ελληνική λαϊκότητα (και ξεκινάει από το επονομαζόμενο «σκυλάδικο» για να καταλήξει μέχρι το «έντεχνο») και η underground (το πανκ, το ροκ, το hip hop κτλ). Αυτά τα δύο βασικά είδη πολλές φορές μάλιστα μπορεί και να αλληλοεμπλέκονται αλλά όπως και να έχει λείπει αυτό το ενδιάμεσο είδος που σε άλλες μουσικές σκηνές του κόσμου είναι η ποπ.
Η ποπ είναι αυτό ακριβώς: η «γέφυρα» ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι μιας χώρας με τα πιο εναλλακτικά της ακούσματα. Τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα δεν έχουμε. Ή μάλλον έχουμε μόλις έναν εκπρόσωπο. Έναν και μοναδικό!
Αυτόν εδώ τον τίμιο γίγαντα:
Ο Μιχάλης Ρακιντζής μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ένα είδος μόνος του! Είναι ο κύριος, ο μοναδικός, ο αναμφισβήτητος εκπρόσωπος της ποπ στην Ελλάδα. Ό,τι ήταν δηλαδή για τις ΗΠΑ ο Μάικλ Τζάκσον είναι ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ αυτός για την Ελλάδα. (Μην βαράτε, είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα: ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ).
Όταν το 1987 ο Ρακιντζής ξεκίνησε την μουσική του καριέρα βγάζοντας τον πρώτο προσωπικό του δίσκο έγινε κατανοητό πως ο άνθρωπος ήταν μια κατηγορία μόνος του. Το «Μωρό μου φάλτσο» στο εξώφυλλό του δεν είχε για φωτογραφία του εαυτού του, όπως ήταν λογικό για κάθε νέο καλλιτέχνη, αλλά μια ροζ- κίτρινη γαλοπούλα, που προκάλεσε αίσθηση στο κοινό.
Αλλά και οι στίχοι του ίδιου του τραγουδιού ήταν εντελώς προχωρημένοι για την εποχή: «Μου λείπουν τα στηθάκια σου, προσκέφαλο στου ονείρου μου το χάζι» κτλ κτλ…
Τα επόμενα χρόνια ο Ρακιντζής έκανε διάφορα πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν αίσθηση αλλά με μια τέτοια φυσικότητα και με μια τέτοια εσάνς αυτοσαρκασμού που χωρίς να είναι λαϊκός εισαγόταν στην λαϊκή κουλτούρα αρμονικά: να ίσως ο ακριβέστερος ορισμός της ποπ.
Το «Εγώ κι ο πουφ», που γυρίστηκε στα Χανιά και μέσω του οποίου ο τραγουδιστής σύστησε στον κόσμο το κουκλάκι του που λεγόταν Πουφ ήταν ένα ρομαντικό και ταυτόχρονα οριακά χιουμοριστικό καψουροτράγουδο: τέτοια ισορροπία δεν πετυχαίνεται εύκολα.
Ο Ρακιντζής, χαρακτηριστική φιγούρα των ’90s, δεν θα μπορούσε να μην επιχειρήσει να κάνει διεθνή καριέρα. Μπορεί στο άκουσμα αυτής της είδησης διάφοροι να γελούσαν. Άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ πρώτο όνομα στην ίδια την Ελλάδα, πως θα μπορούσε να κατακτήσει την Ευρώπη; Ένα πιο σύνθετο μυαλό ωστόσο θα το καταλάβαινε: ακριβώς επειδή δεν ήταν πρώτο όνομα στην Ελλάδα μπορούσε να κατακτήσει την Ευρώπη.
Το 1992 κυκλοφόρησε το ντουέτο της Σοφίας Αρβανίτη με την Μπόνι Τάιλερ με το τραγούδι «The desert is in your heart» που είχε την υπογραφή του. Την ίδια χρονιά, η καριέρα του έφτασε στο αποκορύφωμά της καθώς συνεργάστηκε και με τον Ian Gillan από τους Deep Purple ενώ η συναυλία που έδωσαν μαζί στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας είναι η πιο ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του.
Ο Ρακιντζής δεν κατάφερε ποτέ να κάνει την διεθνή καριέρα που οραματιζόταν. Η μοναχική του πορεία στην (ανύπαρκτη) ποπ σκηνή της Ελλάδας δεν έγινε με καμία μελαγχολία αλλά με μεγάλο κέφι. Με τα χρόνια ο Ρακιντζής αγαπήθηκε από τους πάντες, έγινε τόσο καλτ που όλοι κατέληξαν να τον γουστάρουν. Όταν το 2002 κλήθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Eurovision το έκανε ξανά με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο: λες και ήταν πρωταγωνιστής Sci-Fi ταινίας τραγουδούσε S.A.G.A.P.O. προφανώς απευθυνόμενος σε κάποια παρουσία βγαλμένη μέσα από το Matrix αισθητικής κόσμο του βιντεοκλίπ.
Τι κι αν πάτωσε τελικά στην Eurovision. Το ευχαριστήθηκε τόσο πολύ άλλωστε που δεν γινόταν να μην το ευχαριστηθούμε και εμείς.
Ας το κραυγάσουμε όλοι μαζί προς τιμήν του: ΕΣ-Ε-ΤΖΙ-ΕΪ-ΠΙ-ΟΟΥ…