Οὐδεὶς δημόσιος λειτουργὸς ἀμείβετο
Δήμ. I. Λάμπρου
(«Ἀναζήτησις», Ἀθῆναι 1980, σσ. 211-219.)
Στὰ λεξικὰ σὰν «ἐπάγγελμα» ὁρίζεται «ἡ «βιοποριστικὴ ἐργασία τινός» καὶ σὰν «ἐπαγγελματίας» ὁ ἀσκὼν βιοποριστικὴν ἐργασίαν». Ἑπομένως, ὅταν ἀσκῷ ἐπάγγελμα, σκοπός μου εἷναι νὰ ἐξασφαλίζῳ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, καὶ κατὰ λογικὴν ἀναγκαιότητα ἡ ψυχολογικὴ ἀφετηρία καὶ τὸ λογικὸ κίνητρό μου, ὡς ἐπαγγελματία, εἶναι τὸ ἀτομικὸ καὶ οἰκογενειακό μου συμφέρον. Δὲν νοεῖται ἐπαγγελματίας ποὺ σκοπεύει στὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀτομικοῦ ἢ οἰκογενειακοῦ συμφέροντος ἄλλου ἀτόμου. Τὸ συμφέρον τοῦ δευτέρου ἀτόμου ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἄσκησιν ἐπαγγέλματος ἐκ μέρους αὐτοῦ τοῦ ἰδίου καὶ ὄχι ἐκ μέρους τοῦ πρώτου.
Ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀφετηρία, τὰ κίνητρα καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ τοῦ ἐπαγγελματία εἶναι ἡ ἀφετηρία, τὰ κίνητρα καὶ οἱ σκοποὶ τοῦ λειτουργήματος καὶ τοῦ λειτουργοῦ. Ἐνῷ τὸ ἐπάγγελμα ἀφορᾷ στὸ ἄτομο καὶ στὴν ἰκανοποίησιν τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, τὸ λειτούργημα εἶναι ἔννοια ἀπαραίτητα συνηρτημένη πρὸς τὶς ἔννοιες τοῦ συνόλου καὶ τοῦ γενικοῦ συμφέροντος. Καὶ ἂν o ἐπαγγελματίας ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τοῦ λαμβάνειν, ὁ λειτουργὸς ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τοῦ προσφέρειν. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα λειτούργημα (ἄρχ. «λειτουργία») σημαίνει «ἐν τῇ εὐρεῖᾳ ἔννοιᾳ πᾶσαν παροχήν, ὑπηρεσίαν, δαπάνην, προσφερομένην ἀπὸ τὸ ἄτομον πρὸς τὴν Πόλιτείαν» καὶ λειτουργὸς σημαίνει ὁ παρέχων, προσφέρων, ὑπηρετῶν, δαπανῶν διὰ τὴν Πολιτείαν» αὐτὰ ποὺ σὰν ἄτομο κατέχει ὁ ἴδιος (ἀγαθά, χρήματα, ὑπηρεσία, γνώσεις κ.λπ.). Ὅταν ἀσκῷ λειτούργημα, σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ ἐξασφαλίσῳ τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐμοῦ καὶ τῆς οἰκογενείας μου (ὅπως συμβαίνει ὅταν ἀσκῷ ἐπάγγελμα), ἀλλά νὰ παραχωρήσῳ πρὸς τὸ σύνολο, τὴν Πολιτεία ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴν ἰδικήν της ἐπιβίωσιν («διδόναι τοῖς πολλοῖς τὰ ἐμά»). Τὸ ἀτομικὸ συμφέρον ὄχι μόνον δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ λειτούργημα, ἀλλά καὶ συγκρούεται πρὸς αὐτό, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τοῦ ἀτόμου ἡ προσφορά, παροχή, δαπάνη κ.λπ. πρὸς τὴν Πολιτεία ἀποτελεῖ μείωσιν, ζημία τῶν προσωπικῶν καὶ οἰκογενειακῶν ἀγαθῶν, δυναμικοῦ κ.λπ.
Τo ἀσυμβίβαστο μεταξὺ τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ τοῦ λειτουργήματος ἐφηρμόσθη ἂπ’ ὅλες τὶς Πολιτεῖες ποὺ ἀπετέλεσαν καταστάσεις Ἀρχῆς καὶ ὄχι ἐξουσίας. Δὲν ἔχουμε λόγους νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ περιπτώσεις ἄλλων ἐθνῶν, ἀφοῦ στὰ πολιτικοκοινωνικὰ πρότυπα ποὺ συνέλαβε καὶ ὑλοποίησε τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος, στὶς ἐλεύθερες φάσεις τῆς ἱστορίας του -μὲ ἐξαίρεσιν τὶς περιόδους καταπτώσεως ἢ τὶς περιόδους ἐντόνου παρουσίας ξένων ἐπιδράσεων, ὅπως ἦταν οἱ ἐποχὲς τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ σημερινοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους-, ἡ ταύτισις τῆς ἰδιότητος τοῦ ἐπαγγελματία μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ δημοσίου λειτουργοῦ ἦταν ἀδιανόητη σὰν σύλληψις καὶ ἀπαράδεκτη σὰν πολιτικὴ πρακτική. Στὴν περίοδο ἀκμῆς ὅλων τῶν πόλεων-κρατῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες, οἱ δικαστές, οἱ διπλωματικοὶ ἀπεσταλμένοι καὶ οἱ «πρέσβεις», οἱ στρατιωτικοὶ ἡγήτορες καὶ γενικὰ ὅλα τὰ ἄτομα ποὺ εἶναι τεταγμένα στὴν ὑπηρεσία τοῦ συνόλου καὶ τῆς Πολιτείας δὲν ἀποζοῦν ἀπὸ τὸ λειτούργημα ποὺ ἀσκοῦν, εἶναι ἄμισθοι.
Ὁ θεσμὸς τοῦ ἀμίσθου μή-ἐπαγγελματία ὑπηρέτου τοῦ συνόλου δὲν ἀφῳροῦσε μόνο στοὺς ἀναλαμβάνοντες δημόσια ἀξιώματα, ἀλλά σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐπεκτείνετο καὶ σὲ οἱονδήποτε ἁπλὸ πολίτη ποὺ προσέφερε οἱανδήποτε ὑπηρεσία στὴν Πολιτεία: οἱ στρατιῶτες, οἱ πολῖτες-δικαστές, οἱ ἀστυνομικοί, οἱ «ὑπάλληλοι» δημοσίων λειτουργιῶν, οἱ κατασκευαστὲς δημοσίων, κοινοτικῶν καὶ κοινωφελῶν ἔργων δὲν ἔπαιρναν κανενὸς εἴδους ἀμοιβίν. Τὸ πολύ-πολὺ νὰ καταβάλλοντο σ’ αὐτοὺς ἔξοδα ποὺ εἶχαν κάνει (π.χ. ταξειδίου). Στὴν Ἀθηναϊκή Πολιτεία μάλιστα λειτουργοὶ κατ’ ἐξοχὴν ἦσαν οἱ ἰδιῶτες πολῖτες, ποὺ ἀνελάμβαναν μὲ δικά τους χρήματα τὴν κάλυψιν δημοσίων δαπανῶν, ὅπως ἡ συντήρησις πολεμικῶν πλοίων, τὸ ἀνέβασμα θεατρικῶν ἔργων, ἡ ὀργάνωσις ἀγώνων («τριηραρχία», «χορηγία» κ.λπ.). Ἀπὸ τὸ πρῶτο μέχρι τὸ τελευταῖο μέλος τῆς Πολιτείας κανεὶς δὲν ἀποζοῦσε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Πολιτεία. Τὸ Δημόσιο Ταμεῖο ὑπῆρχε γιὰ νὰ καλύπτῃ δαπάνες ἄσχετες πρὸς τὴν μισθοδοσία: ἀγορὰ ὑλικοῦ, ἐξοπλισμός, κατασκευὴ στόλου, παιδεία, κονδύλια καὶ δαπάνες (ὄχι μισθοί) γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτική. Δημόσιο ταμεῖο ποὺ μεταβάλλεται σὲ «κορβανά» (ἀπὸ τὴν ἐβραίικη λέξη korvan), δηλαδὴ σὲ χρηματοφυλάκιο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τὸ ὅποιο ἀπομυζοῦν μηνιάτικα, μεροκάματα καὶ ἀποζημιώσεις οἱ πάσης κατηγορίας μισθοφόροι, ὑπῆρξεν ἔννοια ποὺ συνέλαβε τὸ ἑβραϊκὸ πνεῦμα, εἶναι θεσμὸς ἐντελῶς ξένος πρὸς τὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ ἀντίληψιν.
Γιὰ ν’ ἀποφύγῃ τὸν ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὰ δημόσια λειτουργήματα τῶν ἀξίων καὶ ἱκανῶν πολιτῶν, ποὺ δὲν εἶχαν περιουσία ἢ εἰσοδήματα -καὶ ἑπομένως οἱ ὑποχρεώσεις τους, ἐκ τῆς ἀναλήψεως δημοσίων καθηκόντων καὶ ἀποστολῶν θὰ τοὺς ἀφαιροῦσαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀσκοῦν τὸ ἐπάγγελμά τους γιὰ νὰ ζήσουν-, ἡ ἑλληνικὴ πολιτικὴ σκέψις συνέλαβε τὴν ἰδέα τῆς ἀμέσου καλύψεως ἀπὸ τὴν Πολιτεία τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχῶν λειτουργῶν της. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ὑλοποιήθηκε μὲ λαμπροὺς θεσμούς, ὅπως ἡ «ἐν πρυτανείῳ αἴτησις» τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας-ἐπὶ προσκαίρου ἢ μονίμου βάσεως (ἀείσιτοι)- δημοσίων ἄνδρων ποὺ προσφέρουν πολλὰ στὴν Πολιτεία, τὰ «συσσίτια» τῶν στρατιωτικῶν στὴν Σπάρτη, τὸ «Λήιον» τῆς Αἰτωλικῆς Συμπολιτείας κ.λπ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μία διπλὴ ἱστορικὴ παρατήρησιν πολὺ μεγάλης πρακτικῆς καὶ πολιτικῆς σημασίας.
Οἱ θεσμοὶ τῶν ἀμίσθων λειτουργῶν, ἐν ὅσῳ ἴσχυαν, ᾡδηγοῦσαν, ὅπως εἴπαμε, στὴν ραγδαία ἄνοδο τῶν πολιτικῶν ὀργανισμῶν ποὺ τοὺς ἐφήρμοζαν. Ἔτσι π.χ. τῆς περιόδου μεγίστης ἀκμῆς καὶ ἰσχῦος τῆς Ἀθηναϊκῆς Πολιτείας (χρυσοῦς «αἰών» τοῦ Περικλέους) προηγήθη ἡ περίοδος τῆς ἀνοδικῆς πορείας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀμισθία ὅλων τῶν λειτουργῶν ἦταν κανόνας χωρὶς ἐξαιρέσεις.
Ἡ «ἐκμίσθωσις» τῶν λειτουργῶν ὑπῆρξεν ἀπαρχὴ παρακμῆς καὶ καταπτώσεως. Ἔτσι, ἂφ’ ὅτου ὁ Περικλῆς καθιέρωσε τὴν χρηματικὴ ἀποζημίωσιν ἑνὸς ἡμερομισθίου, ἔστω καὶ μὲ τὸ ἀσήμαντο ποσὸ τοῦ ἑνὸς ὀβολοῦ (= ἑνὸς ἕκτου της δραχμῆς), γιὰ τοὺς δικαστὲς καὶ ὡρισμένους ἄλλους λειτουργούς, ἀρχίζει ἡ διαφθορά, ἡ ἀποσύνθεσις καὶ ἡ κατιοῦσα πορεία τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ἧττα καὶ ἡ ὑποταγή.(1)
Ὁ Ἑλληνισμός, μεταξὺ τῶν ἄλλων, εἶχε καθιερώση καὶ σὰν ἀρχὴ τῆς ἀμυντικῆς πρακτικῆς του τὴν συνολικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ἄμυνα. Ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνόλου συμμετέχουν στὴν προετοιμασία καὶ τὴν διεξαγωγὴ τῆς ἀμύνης, ὑπεύθυνα καὶ ἐπὶ ἴσοις ὅροις (μὲ ἐξαίρεσιν τῶν ἀκαταλλήλων, λόγῳ ἀντικειμενικῆς ἀδυναμίας, δηλαδὴ τῶν παιδιῶν, γερόντων, ἀσθενῶν καὶ γυναικῶν). Σὲ ὅλες τὶς πόλεις-κράτη τῆς προκλασικῆς, κλασικῆς καὶ μετακλασικῆς Ἑλλάδος ἡ ἰδιότις τοῦ ἐλευθέρου πολίτου ταυτίζεται μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτου (ἡγήτορος ἢ ὁπλίτου). Οἱ ἱκανοὶ πολῖτες τῆς Σπάρτης συναποτελοῦσαν αὐτὸ τοῦτο τὸ σπαρτιατικὸ στράτευμα, ὅπως καὶ οἱ πολῖτες τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, τῶν Θηβῶν κ.λπ.
Δὲν ὑπῆρχε διάκρισiς μεταξὺ στρατιωτικοῦ καὶ ἰδιώτoυ, δὲν ὑπῆρχε λέξις ἰδιώτης μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια, ὅπως δὲν ὑπῆρχε καὶ λέξις στρατιωτικὸς μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια (τοῦ ἐπαγγελματία). Ὅλοι οἱ πολῖτες ἦσαν ὁπλῖτες καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅλοι οἱ ὁπλῖτες ἦσαν πολῖτες, δεδομένου ὅτι κανεὶς δὲν ἀποζοῦσεν ἀπὸ πόρους ποὺ ἐξησφάλιζε ἀπὸ τὸ «στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα». Τὸ τελευταῖο τοῦτο εἰσήχθη στὸν ἑλληνικὸ χῶρο γιὰ πρώτη φορά ἀπό τὴν Ῥώμη καὶ ἴσχυσε στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ποὺ καθιέρωσε τὸν θεσμὸ τοῦ ἐμμίσθου ἐπαγγελματικοῦ στρατοῦ, ἐφ’ ὅσον o θεσμὸς τοῦ πολίτου-στρατιωτικοῦ ἦταν ἀδύνατον, λόγῳ τῆς ἐθνικῆς ἀνομοιογενείας τῶν ὑπηκόων της, νὰ ἐφαρμοσθῇ. (2)
Ὅπως ἐπισημαίνεται, ἡ καθιέρωσις ἀποζημιώσεων σὲ λειτουργούς της Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας -στὶς ἄλλες πόλεις-κράτη τῆς κλασικῆς Ἑλλάδος ποτὲ δὲν καθιερώθηκε τέτοιος θεσμός- κατεκρίθη μὲ μεγάλη δριμύτητα ἀπό τους ἱστορικούς, «μὲ τὸ ἐπιχείρημα πὼς ἦταν διαφθορὰ τοῦ λαοῦ».
«Στὴν Ἀθήνα δὲν ὑπῆρχαν δικαστὲς ἐξ ἐπαγγέλματος· κάθε πολίτης ἡλικίας ἄνω τῶν τριάντα ἐτῶν, ποὺ νὰ μὴν χρεώστῃ στὸ δημόσιο καὶ νὰ μὴν ἔχῃ στερηθεῖ τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων, μποροῦσε νὰ γίνῃ δικαστής, φθάνει νὰ εἶχε ἐγγραφῆ στὸν κατάλογο. (4) Στὴν ἀρχὴν ἑκάστου ἔτους δηλαδή, ἀπὸ τοὺς εἴκοσι περίπου χιλιάδες Ἀθηναίους πολῖτες κατηρτίζετο, διὰ κλήρου ἕνας πίναξ ἕξι χιλιάδων δικαστῶν, χωρὶς διάκριση τάξεως ἢ περιουσίας. Οἱ δικαστὲς αὐτοὶ κατενέμοντο σὲ δέκα δικαστήρια, τὸ κυριώτερο τῶν ὁποίων ἦταν ἡ Ἠλιαία. Πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίαση κληρώνονταν τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ θὰ συνεδρίαζαν σὲ κάθε δικαστήριο· ὁ ἀριθμός τους ἐποίκιλλε ἀναλόγως τῆς σοβαρότητος τῆς ὑποθέσεως: διακόσιοι ἕνας, πεντακόσιοι ἕνας, χίλιοι ἕνας, κάποτε μάλιστα καὶ περισσότεροι.
»Οἱ δικαστὲς συνεδρίαζαν ἀμισθί. Ὁ Περικλῆς ἀργότερα ἔθεσπισε νὰ τοὺς δίδεται ὡς ἀμοιβή, ὑπὸ τύπον ἀποζημιώσεως, ἕνας ὀβολός κατὰ συνεδρίαν, ὁ δικαστικός, ἠλιαστικός μισθός. Ἡ καθιέρωσις αὐτῆς τῆς πληρωμῆς τῶν δικαστῶν εἶχε δυὸ συνέπειες:
»Πρῶτον, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ εὐκατάστατοι πολῖτες περιφρονοῦσαν ἢ παραμελοῦσαν λειτουργήματα μὲ τόσο γλίσχρες ἀμοιβές, ἐνῷ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ὀκνηροὶ εὕρισκαν σ’ αὐτὰ ἕνα μέσον βιοπορισμοῦ. Πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίασι συνωθοῦντο μπρὸς στὶς θύρες τῶν δικαστηρίων, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ κληρωθοῦν καὶ θ’ ἀποκτήσουν τὸ πολύτιμο διάσημο τοῦ δικαστικοῦ ἀξιώματος.
»Δεύτερον, τὰ δικαστήρια περιέπεσαν ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν δημαγωγῶν, ἰδίως ἂφ’ ὅτου o Κλέων (τὸ 425 ἢ 424), γιὰ νὰ καταστῇ δημοφιλής, ὕψωσε τὸν δικαστικὸ μισθὸ σὲ τρεῖς ὀβολούς. Τὸ τριώβολο ἔθεσε στὰ χέρια τῶν φτωχῶν μία σημαντικὴ καὶ ἐπικίνδυνη ἐξουσία. Καθοδηγούμενοι ὄχι ἀπό τὴν φροντίδα τῆς ἀποδόσεως τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸ προσωπικό τους συμφέρον, καὶ προσπαθῶντας νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ζωή τους ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἀπὸ τὴν ἐνάσκησιν τοῦ λειτουργήματος αὐτοῦ, τίποτα’ ἄλλο δὲν εἶχαν στὸν νοῦ τοὺς παρὰ πῶς θὰ εἶχαν συχνότερα τὴν εὐκαιρία νὰ δικάσουν. Τὶς διαθέσεις αὐτὲς ἐφρόντιζαν νὰ ὑποθάλπουν οἱ δημαγωγοί, πολλαπλασιάζοντας τὶς κατηγορίες καὶ τὶς δίκες ἐναντίον τῶν πολιτικῶν τοὺς ἀντιπάλων καὶ ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπωφθαλμιοῦσαν τὰ πλούτη. Ἔτσι ἐβασίλευσαν οἱ καταδότες κι οἱ συκοφάντες.»
Ὁ πρωταίτιος τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἦτο o Κλέων. Φιλοχρήματος καὶ συκοφάντης ὅπως ἦταν, εἶχε σκορπίση τὴν διχόνοια στὴν πόλη. Κολακεύοντας τὸν λαὸ γιὰ νὰ τὸν ἔχῃ εὐκολώτερα ὑποχείριόν του, εἶχε δημιουργήση, μὲ τὴν καθιέρωσιν τοῦ τριωβόλου, μίαν ἀξιοθρήνητη νοοτροπία, καθιστῶντας τοὺς δικαστὲς κακοὺς καὶ συμφεροντολόγους». (5)
Ἡ μετατροπὴ τῶν λειτουργῶν σὲ ἐμμίσθους ὑπαλλήλους, ἀποζῶντες ἀπὸ τὸ λειτούργημα ποὺ ἀσκοῦν, προκαλεῖ μέσῳ μίας αὐτόματα λειτουργούσης ἐξελίξεως τὶς ἀκόλουθες συνέπειες:
Πρῶτον
Διαφθορὰ τῆς Πολιτείας. Ἡ πρακτική της χρησιμοποιήσεως τῆς δημοσίου θέσεως ὡς μέσου βιοπορισμοῦ ὁδηγεῖ τὸν κάτοχο τῆς θέσεως στὴν ἀπόκτησιν τῆς κοινῆς καὶ χαρακτηριστικῆς, γιὰ ὅλους τοὺς ἐπαγγελματίες, νοοτροπίας τοῦ ἐπαγγελματικοῦ συμφέροντος. Ἔτσι ὁ λειτουργὸς ὄχι μόνον ἐπιδιώκει μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο τρόπο τὴν ἐξασφάλισιν καὶ αὔξησιν τῶν νομιμοποιημένων ἀπολαυῶν του (μισθός, ἐπιδόματα, «ἔξοδα παραστάσεως» κ.λπ.), ἀλλά, δέσμιος τῶν κινήτρων του ὡς ἐπαγγελματία, προσπαθεῖ νὰ ἐξεύρῃ, μέσῳ τῆς δημοσιίου θέσεως ποὺ κατέχει, καὶ ἄλλους πόρους, ποὺ δὲν ἀντλοῦνται ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο ἀλλά ἀπὸ ἄλλες πηγές. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἐμφάνισις τῶν φαινομένων τῆς δωροληψίας, τῆς συναλλαγῆς, τῆς «προμηθείας» καὶ τῆς διαφθορᾶς τῶν ὑπαλλήλων. Ἡ διαφθορὰ κατὰ μοιραίαν προέκτασιν ἐξαπλώνεται καὶ στοὺς μὴ ὑπαλλήλους πολῖτες, οἱ ὁποῖοι μεταβάλλονται σὲ δωροδοκοῦντες, «πριμοδότες» κ.λπ.
Δεύτερον
Ὑποδούλωσις τοῦ λειτουργοῦ. Ὁ ἔμμισθος ὑπάλληλος, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιβίωσις ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο, ὑποτάσσεται καὶ ἐξανδραποδίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κρατοῦν τὰ κλειδιά του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἑκάστοτε ἢ τὸ μόνιμο πολιτικὸ κατεστημένο. Ὁ «ἐπαγγελματίας λειτουργός» δὲν ὑπόκειται πιὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὴν ἀρχὴ τῆς ἀπροσώπου Πολιτείας, τῆς ὁποίας ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ὑπηρέτης, ἀλλά ὑποκύπτει στὴν τυραννία διαφόρων ἀτόμων, κλικῶν καὶ φατριῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ μισθολογικὴ καὶ βαθμολογική του πορεία.
Τρίτον
Ποιοτικὴ κατάπτωσις, φθορὰ καὶ ἀποδυνάμωσις τῶν λειτουργημάτων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τῶν θεσμῶν τῆς Πολιτείας. Τὸ ἐπαγγελματοποιημένο λειτούργημα, καθὼς μεταλλάσσεται ὁ ἀρχικός του χαρακτῆρας καὶ μετατρέπεται ἀπὸ δραστηριότητα γιὰ τὴν ὑπηρεσία τοῦ συνόλου σὲ δραστηριότητα γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀσκούντων αὐτό, χάνει τό κῦρος του, ὑποβιβάζεται στὴν συνείδησιν τοῦ συνόλου. Οἱ ἱκανοί, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ δημόσιο χρῆμα, διότι μποροῦν νὰ ζήσουν ἀπὸ οἱονδήποτε ἄλλο ἰδιωτικὸ ἐπάγγελμα, δὲν προσφέρονται γιὰ ὑπάλληλοι οὔτε γιὰ ἡγήτορες τῆς Πολιτείας. Ἔτσι ὑποβιβάζεται τὸ ἐπίπεδον τῶν προσφερομένων δημοσίων ὑπηρεσιῶν, δυσχεραίνεται ἡ ἐπίτευξις τοῦ σκοποῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο θεσπίστηκε τὸ λειτούργημα, καὶ τελικὰ γίνεται προβληματικὴ ἡ καλή λειτουργία τῶν θεσμῶν ἀλλά καὶ τῶν διαφόρων τομέων τοῦ μηχανισμοῦ τῆς Πολιτείας.
Τέταρτον
Ἀνάπτυξις τῆς κλίκας καὶ τῆς κάστας. Καθὼς ὁ ἔμμισθος λειτουργὸς ὑπηρετεῖ τὸ ἐπαγγελματικό του συμφέρον, «συμμαχεῖ» μὲ ἄλλους ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια μ’ αὐτὸν συμφέροντα, γιὰ νὰ μπόρεσῃ ἔτσι νὰ τὰ ἐξασφάλισῃ καὶ προωθήσῃ εὐχερέστερα. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ὁμαδοποίησις τῶν λειτουργῶν, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν συγκρότησιν μικρῶν καὶ εὐρυτέρων κλικῶν. Σταδιακὰ ἡ κλίκα ποὺ δημιουργεῖται μεταξὺ τῶν ὑπαλλήλων μίας ὑπηρεσίας, ἐπεκτείνεται στὴν κάστα τῆς κατηγορίας τους ἢ τοῦ τομέως ποὺ ἐπανδρώνουν. Τελικὴ κατάληξος τῆς ὁμαδοποιήσεως τῶν λειτουργῶν εἶναι ἡ ἀνάπτυξις κοινοῦ καστικοῦ πνεύματος μεταξὺ ὅλων ὅσοι ἀποζοῦν ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο, δηλαδὴ ὅλων τῶν ἐμμίσθων ὑπαλλήλων τοῦ Κράτους. Ἔτσι ἡ Πολιτεία ἀπὸ σχῆμα ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ δημιουργεῖται γιὰ νὰ ὑπηρετῇ, γίνεται σχῆμα ποὺ ὑπάρχει γιὰ νὰ ὑπηρετῆται ἀπὸ τὰ ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκόμενα μέλη τοῦ συνόλου, καταντᾷ δηλαδὴ αὐτὸ τὸ βδέλυγμα τῆς ἐποχῆς μας ποὺ ὀνομάζουμε «λῃστρικὸ Κράτος», δηλαδὴ ἐξουσιαστικὸ ὑποσύνολον, ποὺ ἀπομυζεῖ τοὺς πολῖτες γιὰ νὰ τρέφῃ ἐκείνους ποὺ τὸ ἀποτελοῦν (πολιτικοὺς ἡγέτες, βουλευτές, στρατιωτικούς, διπλωμᾶτες, δικαστές, ὑπηρεσιακοὺς παράγοντες, ὑπαλλήλους πάσης κατηγορίας).
Πέμπτον
Οἰκονομικὴ ἀφαίμαξις τῆς Πολιτείας. Ἡ δαπάνη τοῦ δημοσίου χρήματος πολλαπλασιάζεται μὲ τὴν παροχὴ μισθῶν, ἐπιδομάτων καὶ συντάξεων, ποὺ σὰν κονδύλια συχνὰ καλύπτουν ποσὰ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ ὅσα χρειάζεται ἕνα Ἔθνος γιὰ νὰ «λειτουργήσῃ» σὰν σύνολο. Ἔτσι ἡ οἰκονομικά ἀπομυζούμενη Πολιτεία καθίσταται ἀνίκανη νὰ ἀντιμετωπίζῃ μὲ ἄνεσιν ἄλλες δαπάνες, ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἐπιβίωσιν καὶ προκοπὴ τοῦ συνόλου.
Μὲ τὴν ἀνάθεσιν τῶν δημοσίων θέσεων καὶ συνεπῶς τῶν τυχῶν τῆς ὁμάδος στοὺς ἐπαγγελματίες, καὶ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν ὑπολοίπων μελῶν ἀπό τὴν διαδικασία τῶν ἀποφάσεων, ἡ Πολιτεία μεταβάλλεται σὲ καστικὸ κράτος, δηλαδὴ σ’ ἕνα ὑποσύνολον ποὺ ἀναπτύσσεται σὰν ἐξόγκωμα ἐπάνω στὸν κορμὸ τοῦ συνόλου καὶ ἐξελίσσεται σὲ κλειστὸ «κονφόρμ» ἐξουσίας, ποὺ λειτουργεῖ μόνον γιὰ τὴν ὑλικὴ συντήρησιν τοῦ ἰδίου τοῦ ἐαυτοῦ τῆς, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸ Ἔθνος.
Τὸ καστικὸ Κράτος, ἐκτός τοῦ ὅ,τι ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ἀποτελεῖ σχῆμα ὑποβιβασμένο σὲ σχέσιν μὲ τὸ ἐθνικὸ σύνολο, εἶναι ταυτόχρονα σχῆμα ἀνίσχυρο, χαλαρό, συνεπτυγμένο καὶ ἀνενεργὸ σὲ σύγκρισιν μὲ τὴν Πολιτεία, ποὺ στηρίζεται στὴν συνεχή δημοσία ἐνεργοποίησιν ὁλόκληρου τοῦ δυναμικοῦ τῆς ὁμάδος καὶ ἀντλεῖ τὶς δυνάμεις της ἀπὸ τὸ σύνολον τῶν ἀτόμων, τῶν ὅποιων τὸ συμφέρον συμπίπτει μὲ τὸ συμφέρον τῆς δικῆς τους, μὴ καστικῆς Πολιτείας, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σύνολον τῶν πολιτῶν.
Τὰ καστικὰ Κράτη, καθὼς εἶναι ἀποδυναμωμένα, χωρὶς ἐσωτερικὴ συνοχὴ καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποχωρισμένα ἀπὸ τὸ κύριο σῶμα τοῦ συνόλου, μοιραία ἐξελίσσονται σὲ διεθνιστικὰ καὶ τελικὰ ὑποτάσσονται στὴν Διεθνῆ Ἐξουσία – πρᾶγμα ποὺ ἐξ ἀντικειμένου δὲν μπορεῖ νὰ συμβῇ μὲ τὴν Πολιτεία, δεδομένου ὅτι Πολιτεία καὶ Διεθνὴς Ἐξουσία εἶναι δυνάμεις ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετες, ἀντίπαλες καὶ ἀσυμβίβαστες. Ἡ κατάργησις τοῦ ἐπαγγελματισμοῦ τῶν λειτουργῶν ἀποτελεῖ κεφαλαιώδη προϋπόθεσιν τῆς ἐνάρχου κοινωνίας καὶ τῆς Πολιτείας καὶ ἀποκαταστάσεως τοῦ φυσικοῦ κοινωνικοῦ ῥόλου τῶν μελῶν τους, ῥόλου ποὺ ἀνετράπη στὴν ἐξουσιαστικὴ κοινωνία τῆς παρακμῆς, τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀνελευθερίας.
Κάτι ἀνάλογο συνέβη στὴ Νεωτέρη Ἑλλάδα: Ἀφ’ ὅτου ἐπεκτάθη καὶ ἐπισημοποιήθη ὁ θεσμὸς τῆς μισθοδοσίας τῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν, ἡ Ἐπανάστασις ἐκλονίσθη καὶ κινδύνευσε νὰ σβήςῃ. Ὁ συγκροτηθεὶς ἀπὸ τὸ κράτος ἐπαγγελματικὸς στρατός του ἀπεδείχθη ἀνίκανος νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν ἴδιο ἐκεῖνο σουλτανικὸ στρατό, τὸν ὁποῖο κατανικοῦσε ἐπὶ πέντε χρόνια ὁ μὴ ἐπαγγελματικὸς στρατὸς τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ τοῦτο, δηλαδὴ ἡ ἐπαίσχυντη ἧττα τοῦ Ἐνενήντα Ἑπτά, συνέβη ὕστερα ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια ἰσχύος τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐπαγγελματιῶν στρατιωτικῶν ἡγητόρων καὶ μάλιστα σὲ στιγμὴ ποὺ ὁ σουλτανικὸς στρατὸς βρισκόταν πιὰ σὲ πλήρη ἀποδυνάμωσιν, λόγῳ τῆς μεγάλης παρακμῆς τοῦ σουλτανικοῦ καθεστῶτος.
Στὴν Ἀθηναϊκή Πολιτεία ὅλοι οἱ πολῖτες οἱ δυνάμενοι νὰ φέρουν ὅπλα (εἴκοσι ἕως ἑξήντα ἔτων) ἦσαν στρατιωτικοὶ καὶ διατηροῦσαν τὸν ὁπλισμό τους στὰ σπίτια τους. Τὰ ὁμαδικὰ ὅπλὰ (ὅπως οἱ πολεμικὲς τριήρεις, οἱ πολιορκητικὲς μηχανὲς κ.λπ.) συντηροῦνταν καὶ ἐπανδρώνοντο μὲ εὐθύνη καὶ ἔξοδα τῶν εὐκαταστάτων πολιτῶν («λειτουργῶν», «τριηραρχῶν»), ποὺ ἀνῆκαν στὴν τάξιν τῶν πεντακοσιομεδίμνων. Τὸ ἱππικὸ συνετηρεῖτο καὶ ἐκπαιδεύετο μὲ τὴν εὐθύνη καὶ τὴν δαπάνη τῆς δευτέρας τάξεως πολιτῶν, τῶν «ἱππέων». Οἱ στρατηγοὶ (δέκα τὸν ἀριθμό) ἐξελέγοντο τὸν Φεβρουάριο κάθε χρόνου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοϋ Δήμου, γιὰ θητεία ἑνὸς ἔτους, μεταξὺ ὅλων ἐκείνων τῶν πολιτῶν ποὺ ἁπλῶς διέθεταν ἡγετικὲς ἱκανότητες. Τὸν ἴδιο μῆνα ἐξελέγοντο ἐπίσης οἱ ὑπόλοιποι ἀξιωματικοὶ (οἱ «ταξίαρχοι» γιὰ τὸ πεζικὸ καὶ οἱ «φύλαρχοι» γιὰ τὸ ἱππικό), ὁμοίως γιὰ θητεία ἑνὸς ἔτους, μεταξὺ πολιτῶν μὲ ἀνάλογες ἱκανότητες. Ὅλοι ἦσαν ἄμισθοι, ἀλλὰ στὶς μακρυνὲς ἐκστρατεῖες μποροῦσαν νὰ διαχειρισθοῦν ὡρισμένα ποσά, δίνοντας μετὰ τὴν λήξιν τῆς ἐκστρατείας λογαριασμὸ στὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἀξιωματικοὶ στὶς ἐκστρατεῖες εἶχαν πλήρεις πολιτικὲς καὶ διπλωματικὲς ἁρμοδιότητες. (Βλέπετε συνοπτικὰ «Ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐθνους», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμος Γ1, σσ. 95-96).
«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμ. Γ1, σ. 61.
Σύγχρονη περίπτωσις μὴ ἐπαγγελματικῆς Δικαιοσύνης συναντοῦμε στὴν Μεγάλη Βρετανία. Τὸ Δίκαιον στὴν χώρα αὐτὴν βασίζεται στὴν παράδοσιν καὶ τὸ ἔθιμο. Ὑπάρχει ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἐπαγγελματιῶν δικαστῶν (γύρω στοὺς ἑκατό) ποὺ ἑδρεύουν στὸ Λονδίνο καὶ περιοδεύουν, ἔχοντας ὁ ἕνας τὴν εὐθύνη γιὰ μιὰ ὡρισμένη περιοχὴ τοϋ Κράτους. Οἱ ὑπόλοιποι δικαστὲς εἶναι πρόκριτοι πολῖτες, ποὺ προσφέρουν τὶς δικαστικὲς ὑπηρεσίες τοὺς ἀμισθί.
Γιάννη ΟΙκονομίδου, «Ἅπαντα Ἀριστοφάνους», ἔκδ. Δ. Δαρεμᾶ, σσ. 207-209.
Ἐκηβόλος
filonoi.gr
«Αν ουκ ολίγοι πολιτικοί ενεργούν αντίθετα προς το συμφέρον της πόλης, ίσως η σημαντικότερη αιτία να είναι το κέρδος που έχουν ως μισθοδοτούμενοι. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι έχετε κι εσείς ευθύνη. Γιατί θα έπρεπε, Αθηναίοι, να έχετε για την πολιτική ζωή τα ίδια κριτήρια που ισχύουν στη στρατιωτική ζωή. Ποια είναι αυτά; Εσείς θεωρείτε ότι ο λιποτάκτης πρέπει να στερείται τα πολιτικά του δικαιώματα και κάθε συμμετοχή στα κοινά. Αντίστοιχα, όσοι αφίστανται των πολιτικών ηθών που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας ή συνεργάζονται με τους ολιγαρχικούς, πρέπει να στερούνται το δικαίωμα να σας συμβουλεύουν». (Δημοσθένης, Περί της Ροδίων ελευθερίας).
Ο ΑΛΟΓΑΤΑΚΙΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΜΙΣΘΙ.ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΙΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΗΜΕΝΣ.