Όλα εδώ πληρώνονται, λέμε συχνά, αν και κάποιες φορές η δικαιοσύνη έχει μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ.Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για «νονούς» της Μαφίας που έσπειραν έγκλημα και όλεθρο και δεν πλήρωσαν ποτέ για τα δολοφονικά κρίματά τους!
Κι ενώ έχουμε συχνά στον νου μας ότι οι γκάγκστερ της Ποτοαπαγόρευσης δολοφονούνταν σε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών ή σάπιζαν στα κελιά της φυλακής, το πράγμα μόνο έτσι δεν ήταν, καθώς υπήρξαν πολλά μεγαλοαφεντικά του οργανωμένου εγκλήματος που έζησαν μια καλή ζωή αφήνοντας τον κόσμο μόνο όταν θα ερχόταν η ώρα τους.
Κι έτσι δεν τσιμεντώθηκαν σε κάποια λίμνη και δεν κάθισαν ποτέ στην ηλεκτρική καρέκλα, ακολουθώντας το παράδειγμα του μοναδικού Αλ Καπόνε, του μαθητή του Τζόνι Τόριο που ανέβηκε στον θρόνο του οργανωμένου εγκλήματος των ΗΠΑ για να μην ξανακατέβει ποτέ. Ο Αλ μπήκε κάποια στιγμή στο στόχαστρο του ίδιου του προέδρου Χούβερ, ο οποίος εξομολογήθηκε στον υπουργό Οικονομικών του, Άντριου Μέλον, τον Μάρτιο του 1929 ότι τον ήθελε πίσω από τα κάγκελα.
Κι έτσι τον Ιούνιο του 1931 ο «νονός» του Σικάγου καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή σε κάθειρξη 11 ετών και πέρασε τελικά την πόρτα των Φυλακών της Ατλάντα τον Μάιο του 1932, για να μεταφερθεί σύντομα στο Αλκατράζ. Μέχρι τότε βέβαια είχε ήδη χτυπηθεί από σύφιλη και η ψυχική του υγεία πήρε την κάτω βόλτα, γι’ αυτό και βγήκε 8 χρόνια αργότερα από τη στενή για να μεταφερθεί στην ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου της Βαλτιμόρης, καταλήγοντας τελικά σε κατ’ οίκον περιορισμό στην έπαυλή του στη Φλόριντα.
Το 1946 ομάδα ψυχιάτρων από τη Βαλτιμόρη κατέληξαν ότι ο Καπόνε είχε τη νοητική ηλικία 12χρονου παιδιού, πεθαίνοντας τελικά τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς από εγκεφαλικό. Ο πλέον διαβόητος γκάγκστερ της Αμερικής άφησε τα εγκόσμια σε ηλικία 48 ετών περνώντας στην ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος…
Ο «Μαφιόζος Λογιστής» Μέγιερ Λάνσκι
Γεννημένος στις 4 Ιουλίου 1902 σε πολίχνη της σημερινής Λευκορωσίας, ο ρώσος εμιγκρές μετακόμισε οικογενειακώς στις ΗΠΑ το 1911 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου και γνώρισε το 1920 τους Μπάγκσι Σίγκελ και Λάκι Λουτσιάνο, σε άλλη μια δυστυχή περίσταση. Με τον Μπάγκσι ίδρυσε το εγκληματικό συνδικάτο «Μαφία Μπαγκ και Μέγιερ», που θα γινόταν τελικά γνωστό ως «Μεγάλοι Έξι», έχοντας υπό την επίβλεψή του όλο τον τζόγο της Φλόριντα, της Νέας Ορλεάνης αλλά και της Κούβας.
Μέχρι το 1960, το βιογραφικό του Λάνσκι μετρούσε αναρίθμητες παράνομες δραστηριότητες, από ναρκωτικά και πορνεία μέχρι εκβιασμούς και πορνογραφικές δραστηριότητες, εκτοξεύοντας την προσωπική του περιουσία στα 300 εκατ. δολάρια (όπως ανασυγκροτείται από τα υπομνήματα του FBI του 1963).
Έχοντας το μεγαλύτερο μερίδιο στα καζίνο του Λας Βέγκας από οποιονδήποτε άλλο «νονό» και με τις διασυνδέσεις του να απλώνονται κυριολεκτικά παντού, ήταν πρακτικά στο απυρόβλητο, σκαρφαλώνοντας στις πρώτες θέσεις της Κόζα Νόστρα όντας ένα από τα 10 αφεντικά της περιόδου.
Το 1970 λίγο έλειψε να τον τσακώσουν για φοροδιαφυγή, γι’ αυτό και το έσκασε για το Ισραήλ, αν και τελικά εκδόθηκε στις ΗΠΑ για να δικαστεί, όταν λίγο αργότερα όλες οι κατηγορίες αποσύρθηκαν λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του. Ο Μέγιερ πέθανε ελεύθερος και ωραίος στη Φλόριντα από καρκίνο των πνευμόνων τον Μάιο του 1983, όντας πια στα 81 του…
Ο «Άτρωτος» Τζόνι «Πάπα» Τόριο
Γεννημένος στις 20 Ιουλίου 1882 σε χωριουδάκι της Ιταλίας, μετακόμισε δύο χρόνια αργότερα στον Νέο Κόσμο με τη μητέρα του, έχοντας μόλις χάσει τον πατέρα του. Η μητέρα θα ξαναπαντρευτεί σύντομα έναν ιταλό εμιγκρέ της Νέας Υόρκης, ο οποίος διατηρούσε μπακάλικο-βιτρίνα για το λαθρεμπόριο αλκοόλ που έκανε, προσλαμβάνοντας τον θετό του γιο για αχθοφόρο.
Ο μικρός Τόριο μαθητεύει λοιπόν στον υπόκοσμο από μικρός και μπλέκεται με τις συμμορίες των δρόμων, αποκτώντας κάποια στιγμή αρκετά ώστε να ανοίξει ένα μπιλιαρδάδικο στο Μπρούκλιν. Εκεί σύχναζαν τώρα όλοι οι κατοπινοί «νονοί», μεταξύ αυτών και ο Αλ Καπόνε, και η εγκληματική μαεστρία του Τόριο θα εντυπωσιάσει τον «νονό» Πάουλο Βακαρέλι, που θα τον στέψει πρωτοπαλίκαρό του και θα του μάθει όλα τα κόλπα, μετατρέποντάς τον από μικροκακοποιό των δρόμων σε καλοντυμένο «επιχειρηματία».
Ο Τόριο μετακομίζει στο Σικάγο και γίνεται Νο 2 στη φαμίλια του Μπιγκ Τζιμ Κολοσίμο, τη διαβόητη «Chicago Outfit» που έλεγχε το μεγαλύτερο μερίδιο του υποκόσμου του Ιλινόις. Όταν άρχισε η Ποτοαπαγόρευση το 1919, ο «νονός» δεν ήθελε να μπλέξει με το λαθρεμπόριο αλκοόλ, κάνοντάς τους όλους εχθρούς. Δύο χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε (όλοι μιλούσαν για τον Αλ Καπόνε, αν και δεν διώχθηκε κανείς), και ο Τζόνι Τόριο πήρε τα σκήπτρα της σπείρας, όταν με τη βοήθεια του πρωτοπαλίκαρού του Καπόνε μετατράπηκε στον κύριο μοχλό της παράνομης διακίνησης αλκοόλ, αποκομίζοντας περισσότερα από 100 εκατ. δολάρια τον χρόνο!
Η δολοφονική απόπειρα εναντίον τον του Ιανουάριο του 1925 τον έπεισε να αφήσει τη φαμίλια του στον Καπόνε και να μετακομίσει στην Ιταλία, αν και δεν θα έμενε πολύ εκτός δράσης, καθώς αργότερα επέστρεψε στις ΗΠΑ για να λειτουργήσει ως μέντορας του Λάκι Λουτσιάνο και σύμβουλός του στη φαμίλια των Τζενοβέζε. Πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, έκανε και κάτι ακόμα: βοήθησε καθοριστικά τον Λουτσιάνο στην ίδρυση του Εθνικού Συνδικάτου Εγκλήματος, την κατοπινή Επιτροπή, το συνέδριο των μαφιόζων «νονών» δηλαδή.
Το 1939 καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών και βγαίνοντας από τη στενή «αποστρατεύτηκε» με τιμές, πεθαίνοντας αξιοσέβαστος στον κόσμο του εγκλήματος τον Απρίλιο του 1957. Ο Τόριο έφυγε ήσυχα από τον κόσμο παθαίνοντας ανακοπή καρδιάς στην καρέκλα του μπαρμπέρη του…
Ο «Τζο Άντονις» Τζουζέπε Αντόνιο Ντότο
Ο Τζουζέπε Αντόνιο Ντότο, γνωστός ως «Τζο Άντονις», «Τζο Α», «Τζο ΝτιΜέο», «Τζέιμς Αρόσα» και πολλά ακόμα, γεννήθηκε σε χωριουδάκι της ιταλικής Καμπανίας στις 22 Νοεμβρίου 1902 για να καταφτάσει στη Νέα Υόρκη το 1915 μέσα στα αμπάρια ενός εμπορικού. Εκεί έβγαζε τα προς το ζην ως πορτοφολάς, αρπάζοντας ό,τι έπεφτε στο χέρι του, πριν γνωρίσει έφηβος ακόμα τον Λάκι Λουτσιάνο και γίνουν καλοί φίλοι.
Το 1920 οι δύο φίλοι τράβηξαν δρόμους χωριστούς: ο Λουτσιάνο μπήκε στη δούλεψη του Τζο Μασερία και ο Άντονις έγινε μπράβος του «νονού» Φράνκι Γέιλ, ο οποίος έλεγχε όλο το οργανωμένο έγκλημα στο Μπρούκλιν. Λουτσιάνο και Άντονις οργάνωσαν τον φόνο του Μασερία, με τον Λουτσιάνο να αναλαμβάνει τα ηνία της συμμορίας του και να συμμετέχει ενεργά στην ίδρυση του Εθνικού Συνδικάτου Εγκλήματος, τοποθετώντας τον καρδιακό του φίλο Άντονις εκπρόσωπο της φαμίλιας του στην Επιτροπή.
Απολαμβάνοντας φήμη και κύρος, ο Άντονις έστησε το εγκληματικό στρατηγείο του στην τρατορία που διατηρούσε «Ιταλική Κουζίνα του Τζο», απ’ όπου διαφέντευε τα κυκλώματα πορνείας, τζόγου κ.λπ., φτάνοντας το 1932 να ελέγχει όλο τον υπόκοσμο του Μπρούκλιν. Το 1944 μετέφερε τις δραστηριότητές του στο Νιου Τζέρσεϊ, σε άλλο ένα εστιατόριο, διαφεύγοντας συνεχώς τη σύλληψη και παίζοντας τη γάτα με το ποντίκι με την αστυνομία για χρόνια.
Μόλις το 1951 αναγκάστηκε να δηλώσει ένοχος σε μια υπόθεση παραβίασης των ομοσπονδιακών νόμων κατά του τζόγου και πέντε χρόνια αργότερα, όταν τον κυνήγησαν και πάλι για ψευδορκία, συμφώνησε να εκδοθεί στην Ιταλία. Εκεί απόλαυσε μια ζωή σκανδαλώδους πολυτέλειας στη μιλανέζικη βίλα του, δεχόμενος συχνά τις επισκέψεις του συνεταίρου του Λάκι Λουτσιάνο. Τον Ιούνιο του 1971 εκδιώχθηκε δικαστικά από το Μιλάνο και κατέλυσε στην Ανκόνα, όπου και πέθανε έξι μήνες αργότερα (26 Νοεμβρίου) από φυσικά αίτια σε ηλικία 69 ετών. Η σορός του επέστρεψε τελικά στις ΗΠΑ…
Ο φόβος και τρόμος Σαλβατόρε Πατριάρκα
Ο «νονός» της ομώνυμης φαμίλιας που διαφέντευε τη Νέα Αγγλία (Κονέκτικατ, Μέιν, Μασαχουσέτη κ.λπ.) για τρεις σχεδόν δεκαετίες ήταν γέννημα θρέμμα της Μασαχουσέτης. Γεννημένος το 1908 από ιταλούς μετανάστες, ο ασίγαστος Πατριάρκα αναμείχθηκε με το οργανωμένο έγκλημα από πολύ νωρίς στη ζωή του μετρώντας μια τέτοια εγκληματική καριέρα που ήδη από τη δεκαετία του 1930 χαρακτηριζόταν από το FBI ως «Νο 1 Δημόσιος Κίνδυνος».
Παρά το γεγονός ότι τον κυνηγούσαν όλοι, οι υψηλόβαθμες πολιτικές και δικαστικές του διασυνδέσεις όχι μόνο τον ξελάσπωναν διαρκώς αλλά του εξασφάλισαν ακόμα και προεδρική χάρη! Στη δεκαετία του 1940 η δύναμή του γιγαντώθηκε ακόμα περισσότερο παραμένοντας το αδιαφιλονίκητο αφεντικό της Κόζα Νόστρα σε όλη τη Νέα Αγγλία. Στην τρομερή του σταδιοδρομία συνελήφθη περισσότερες από 30 φορές και κατηγορήθηκε πρακτικά για τα πάντα, από λαθρεμπόριο και εκβιασμούς μέχρι συνωμοσίες και φόνο τελικά, περνώντας μπόλικες φορές την πόρτα της φυλακής. Το τελευταίο του συναπάντημα με τον νόμο ήρθε το 1983, όταν διέταξε τον φόνο του διαρρήκτη που έκανε το λάθος να εισβάλει στο σπίτι του αδερφού του, και την επόμενη χρονιά κατηγορήθηκε εκ νέου για τη δολοφονία ενός ακόμα κλέφτη.
Για τα εγκλήματα αυτά δεν θα προλάβαινε βέβαια να δικαστεί, καθώς πέθανε από ανακοπή καρδιάς πριν από την έναρξη της δίκης. Ο 76χρονος «νονός» πρόλαβε πριν κλείσει αιφνιδίως τα μάτια του να αφήσει στο πόδι του τον γιο του, Ρέιμοντ Πατριάρκα τον Νεότερο…
Ο μοναδικός «Λάκι Λουτσιάνο» Σαλβατόρε Λουκάνια
Ο οραματιστής γκάγκστερ που έμεινε γνωστός ως Τσαρλς «Λάκι» Λουτσιάνο γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1897 στη σικελική επαρχία πριν αποβιβαστεί οικογενειακώς στη Νέα Υόρκη το 1906. Εκεί θα πάρει στον νεοφερμένο λιγότερο από έναν χρόνο για να εμπλακεί στον υπόκοσμο, καθώς ήδη από την τρυφερή ηλικία των 10 ετών έκλεβε και εκβίαζε και πέρασε φυσικά για πρώτη φορά την πόρτα του αναμορφωτηρίου (6 μήνες για διακίνηση ηρωίνης).
Το 1929 θα έρθει η ουλή στο πρόσωπό του, παράσημο τιμής από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, όταν τέσσερις άντρες τον απήγαγαν, τον ξυλοκόπησαν, τον μαχαίρωσαν και του έκοψαν τον λαιμό, αφήνοντάς τον να πεθάνει στο Στέιτεν Άιλαντ. Κι όμως, ο «Τυχερός» Λουτσιάνο επιβίωσε, αν και το παρατσούκλι του προήλθε από την απίστευτη τύχη που είχε πάντα στα ζάρια αλλά και από τις επιτυχίες του να ξεγλιστρά από τον νόμο.
Με τα συνεταιράκια του Μέγιερ Λάνκσι και Φρανκ Κοστέλο, ο Λουτσιάνο εντάχθηκε στο εγκληματικό συνδικάτο του Μασερία το 1920 και μέχρι το 1925, ο 28χρονος Λάκι ήταν το δεξί του χέρι, επιβλέποντας όλες τις παράνομες δραστηριότητες. Ο Λουτσιάνο εκτοξεύτηκε στην κορυφή της ιταλικής Μαφίας από τον ρόλο που διαδραμάτισε στον πόλεμο του Μασερία με τον Σαλβατόρε Μαραντζάνο, του «Νονού των Νονών»: ο φοβερός «Πόλεμος του Καστελαμάρε» (από την ιταλική γενέτειρα του Μαραντζάνο) ξεκαθάρισε το τοπίο και με τη λήξη του έδωσε το σύγχρονο πρόσωπο της Κόζα Νόστρα!
Ο Λουτσιάνο δεν χώνεψε ποτέ το γεγονός ότι ο Μαραντζάνο ήταν ο «Νονός των Νονών», κι έτσι έξι μήνες μετά το χρίσμα που πήρε ο βαρόνος του οργανωμένου εγκλήματος έβαλε να τον σκοτώσουν (10 Σεπτεμβρίου 1931). Επικεφαλής μάλιστα του δολοφονικού αποσπάσματος ήταν ο ίδιος ο Λάνσκι. Ο Λουτσιάνο ήταν τώρα ο νέος «Νονός των Νονών», αν και ήξερε ότι ένας τέτοιος τίτλος θα οδηγούσε σε νέα αιματηρά ξεκαθαρίσματα, γι’ αυτό και τον αποποιήθηκε ιδρύοντας τελικά τη μαφιόζικη Επιτροπή των πέντε μεγάλων οικογενειακών για το μοίρασμα της εγκληματικής πίτας.
Ο οραματιστής γκάγκστερ καταδικάστηκε εκ νέου το 1936 για υποθέσεις πορνείας και εκβιασμών, τρώγοντας 30-50 χρόνια στη στενή. Πλέον διοικούσε την εγκληματική του αυτοκρατορία πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, αν και δεν είχε πει την τελευταία του λέξη: το 1942 έβαλε τα τσιράκια του να επιτηρούν το λιμάνι της Νέας Υόρκης και να συλλαμβάνουν τους γερμανούς σαμποτέρ, έπειτα από συμφωνία με τις μυστικές υπηρεσίες της Αμερικής, κι έτσι το 1946 πήρε χάρη για τις πατριωτικές του υπηρεσίες και απελάθηκε στην Ιταλία, ζώντας τώρα βασιλικά στη Ρώμη.
Εκεί απόλαυσε τα πάντα άνετος και ωραίος μέχρι το 1962, όταν πέθανε στο αεροδρόμιο της Νάπολης που είχε πάει για να συναντηθεί με τους παραγωγούς της κινηματογραφικής του βιογραφίας. Περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι έσπευσαν να κλάψουν τον μαφιόζικο εγκέφαλο που το περιοδικό «Time» έσπευσε να συμπεριλάβει το 1998 στους 20 σημαντικότερους τιτάνες του 20ού αιώνα!