Στο κατά τ’ άλλα φιλήσυχο Ρέθυμνο, σπάνια σπάει η ευπρόσδεκτη μονοτονία της ασφάλειας. Ωστόσο, όταν αυτό συμβαίνει, η αλήθεια είναι πως ο θόρυβος που δημιουργείται είναι εκκωφαντικός…
Μια τέτοια περίπτωση, ήταν η μίνι (ευτυχώς) βεντέτα που ξέσπασε ανάμεσα στους Παπαδόσηφους και τον Γιάννη Βενιεράκη. Ο τελευταίος, υπήρξε φίλος με τον Μανώλη Παπαδόσηφο, ωστόσο μια παρεξήγηση που σχετιζόταν με μια γυναίκα, άνοιξε τον κύκλο του αίματος.
Πιο συγκεκριμένα, στις 7 Αυγούστου 1983, οι δύο νέοι συναντήθηκαν σε καφενείο που βρισκόταν στην παραλία του Ρεθύμνου και μετά από έντονη λογομαχία, ο Γιάννης Βενιεράκης έβγαλε το όπλο του πυροβολώντας θανάσιμα τον Μανώλη Παπαδόσηφο.
Ο δολοφόνος συνελήφθη και καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια κάθειρξη.
Επί της απόφασης ασκήθηκε έφεση κι έτσι πέντε χρόνια αργότερα, η υπόθεση άνοιξε εκ νέου στο εφετείο Πειραιά (η πρώτη δίκη είχε λάβει χώρα στο Ηράκλειο). Το μεγάλο λιμάνι της χώρας επιλέχθηκε προκειμένου να αποτρέψει τους φίλους και τους συγγενείς του θύματος από το να παρευρεθούν και να δράσουν εκδικητικά.
Από ότι φαίνεται, όμως, οι αρχές λογάριαζαν χωρίς τον πατέρα. Ο Γιάννης Παπαδόσηφος, κουβαλώντας όλα αυτά τα χρόνια τον καημό για τον άδικο θάνατο του γιου του, ήταν αποφασισμένος να αποδώσει τη δική του δικαιοσύνη. Κι εν τέλει, το κατάφερε…
Η ώρα της εκδίκησης
Έχοντας περάσει από αλλεπάλληλους ελέγχους όταν μπαινόβγαινε στην αίθουσα όπου εκδικαζόταν η υπόθεση, ο Γιάννης Παπαδόσηφος αντιλήφθηκε πως από ένα σημείο κι έπειτα οι αστυνομικοί που φρουρούσαν την είσοδο τον άφηναν να περάσει δίχως να προβούν σε σωματικό έλεγχο.
Σίγουρος πια για την επιτυχή έκβαση του σχεδίου του, έκρυψε το όπλο του (το οποίο είχε πάρει από έναν Γερμανό στη μάχη της Κρήτης), κάτω από την πλούσια γενειάδα του και περίμενε μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Όταν αυτή ήρθε, σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε το δολοφόνο του γιου του σε απόσταση αναπνοής και τον πυροβόλησε 5 φορές.
Δικαστές και συνήγοροι κρύφτηκαν κάτω από τις έδρες και όταν οι αστυνομικοί ακινητοποίησαν τον εκδικητή, εκείνος φώναξε: «Τώρα, λευτερώθηκα! Ξαλάφρωσα, αγαλίασε η ψυχή μου… Δικάστε με εις θάνατον να τελειώνω!»