Ανέκαθεν οι άνθρωποι, και πάντα σε συνεργασία με τη φύση, δημιουργούσαν με το νου τους και πέρα από αυτόν τον κόσμο άλλους κόσμους, παράξενους και μυθικούς, στους οποίους κατάφερναν με μυστηριώδη πάντα τρόπο να εισέρχονται, να τους περιηγούνται, να συζητούν ή ακόμα να πολεμούν και να συλλέγουν εντυπώσεις.
Από τους κόσμους εκείνους ένας, ίσως ο πιο γνωστός σε όλους μας, ήταν ο «Κάτω Κόσμος», ο κόσμος των σκιών, ο χθόνιος ‘Aδης. Πρόκειται για έναν τόπο που, αν τον ψάξουμε, θα τον βρούμε (με άλλο όνομα πολλές φορές) σχεδόν παντού: στις μυθολογίες των λαών, στις παραδόσεις, στις καταγραφές αρχαίων ή νεότερων περιηγητών, σε λογοτεχνικά συγγράμματα, σε ζωγραφικές παραστάσεις αρχαίων αγγείων, σε σκοτεινά και απρόσιτα σπήλαια, σε ψυχομαντεία και ξεχασμένους τόπους, στα ομηρικά έπη, σε σύγχρονα ελληνικά τραγούδια, σε ταινίες του Χόλιγουντ και γενικά στην τέχνη.
Επειδή σε μερικές σελίδες θα ήταν αδύνατο να προσεγγίσουμε όλες τις παραπάνω πτυχές του Κάτω Κόσμου, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, αφού βάλουμε σε ένα σακίδιο τη φωτογραφική μηχανή και τη βιβλιογραφία μας, είναι να μπούμε στη βάρκα της φαντασίας και κωπηλατώντας να ταξιδέψουμε για λίγο μαζί σαν φανταστική παρέα, με προορισμό κάποιες από τις πύλες του ‘Aδη που βρίσκονται στην πατρίδα μας. Αφού φτάσουμε σε αυτές, σίγουρα θα κοιτάξουμε για λίγο από τις ημιφωτισμένες εισόδους το παράξενο και άγνωστο εσωτερικό τους…
Ταίναρο: Το Νεκρομαντείο του Ποσειδώνα
Αφού φτάσαμε στο νοτιότερο σημείο της Πελοποννήσου, στο ακρωτήριο Ταίναρο, αφήσαμε τη βάρκα μας στη γεμάτη βότσαλα ακτή και κατευθυνθήκαμε προς το ναό, στην κορυφή του λόφου, που ήδη από τα μέσα του όρμου είχε τραβήξει την προσοχή μας.
Καθώς περπατούσαμε προς εκείνον, γύρω μας συναντήσαμε παντού αρχαία πηγάδια και ορθογώνιους λίθους που έστεκαν εδώ κι εκεί, μισοβαλμένοι τις περισσότερες φορές μέσα στο χώμα. Έπειτα από λίγο φτάσαμε στο ναό για τον οποίο είχαμε λιγοστές πληροφορίες.
Σκύβοντας, μπήκαμε μέσα με τη σειρά και προσεγγίσαμε το ιερό του. Ήταν ένας χριστιανικός ναός που όλως περιέργως το μόνο που θύμιζε κάτι τέτοιο ήταν το ιερό του. Δύο μισοσπασμένες κολώνες και λίγα ακόμη υπολείμματα ενός αρχαίου πιθανόν ναού έστεκαν στην επιφάνεια του ιερού και τον κοσμούσαν μαζί με μερικές χριστιανικές εικόνες.
Κάπως έτσι είδαμε το στενό ιερό του ναού των Αγίων Ασωμάτων, του παλαιού χριστιανικού ναού που δημιουργήθηκε από τα ερείπια του αρχαίου ελληνικού μαντείου του Ποσειδώνα Ταιναρίου, το οποίο βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω, μέσα σε σπήλαιο.
Αποχαιρετώντας το ναό, αρχίσαμε να συζητάμε για το μυθικό εκείνο σπήλαιο, που ήταν και ο επόμενος προορισμός μας. Όταν το πρωτοείδαμε να αχνοφαίνεται κάτω από τους βράχους στους οποίους βαδίζαμε, αισθανθήκαμε τυχεροί, καθώς δεν υπήρχε στην περιοχή κανένα σημάδι που να μας οδηγεί κοντά του.
Έξω από την είσοδο του ημιφωτισμένου σπηλαίου υπήρχε χλωρίδα, η οποία δυσκόλευε, αλλά συνάμα ομόρφαινε τη μικρή διαδρομή για το εσωτερικό του. Αφού προχωρήσαμε μέσα στο σπήλαιο, καθίσαμε, και με ενδιαφέρον συζητήσαμε για θέματα σχετικά με τους μύθους και την ιστορία του χώρου.
«Εκατόν πενήντα στάδια μακριά από την Τευθρώνη απέχει το Ταίναρον, όπου υπάρχουν δύο λιμάνια, ο Αχίλειος και ο Ψαμαθούς, ενώ στην άκρη είναι ο ναός που μοιάζει με σπηλιά και έχει μπροστά του το άγαλμα του Ποσειδώνα.
Μερικοί Έλληνες αναφέρουν πως από εδώ ανέβασε ο Ηρακλής τον Κέρβερο, μολονότι δεν υπήρχε υπόγειος δρόμος που να άρχιζε από τη σπηλιά, και κανείς δεν πίστευε πως αυτή χρησίμευε ως υπόγεια κατοικία θεών όπου μαζεύονταν οι ψυχές. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος λέγει πως στο Ταίναρον ανατράφηκε ένα τρομερό φίδι που ονομαζόταν σκύλος του ’δου, γιατί όποιον δάγκωνε, πέθαινε αμέσως. Αυτό το φίδι έφερε ο Ηρακλής στον Ευρυσθέα».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στο μεγάλο περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις), ο οποίος μέσω του έργου του Λακωνικά μάς διηγείται ότι τον καιρό που περπάτησε ο ίδιος στον τόπο αυτό, φτάνοντας στην είσοδο του μαντείου-σπηλαίου, υπήρχε άγαλμα του Ποσειδώνα, καθώς και άλλα αφιερώματα, μεταξύ των οποίων ένα χάλκινο άγαλμα του Αρίωνα που καθόταν επάνω σε δελφίνι.
Ο Παυσανίας ακόμη αναφέρει ότι στο ναό υπήρχε μία πηγή, η οποία σε παλαιότερα χρόνια θεωρούνταν από μόνη της ένα μικρό θαύμα, και λεγόταν πως, όταν κοιτούσε κανείς τα νερά της, έβλεπε λιμάνια και πλοία!
Υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες όμως για τον παράξενο ναό, που και αυτές τον συσχετίζουν με τον ‘Aδη, όπως η μαρτυρία του γεωγράφου Στράβωνα, ο οποίος πίστευε πως από μία σπηλιά που βρίσκεται κοντά στο ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο ανέβασε ο Ηρακλής από τα δώματα του ‘Aδη το φοβερό, τρικέφαλο φύλακά του Κέρβερο κατ’ εντολή του βασιλιά των Μυκηνών Ευρυσθέα.
Και ο Ορφέας όμως στα Αργοναυτικά αναφέρει ότι έχοντας εμπιστοσύνη στην κιθάρα του, την οποία θα χρησιμοποιούσε για να μαγέψει τους κατοίκους του Κάτω Κόσμου, κατέβηκε τη σκοτεινή οδό του Ταινάρου και μπήκε στο ανάκτορο του ‘Aδη αναζητώντας τη νεκρή του σύζυγο.
Ο Πίνδαρος (Πιθιόνικος 4,44), όπως επίσης και ο Απολλόδωρος (Β, 5, 12), δέχονται ότι το Ταίναρο ήταν το «στόμιο για τον ‘Aδη» από όπου κατέβηκε ο Ηρακλής, ενώ ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις Χ, στ 1-78) αναφέρει πως από το Ταίναρο οδηγήθηκε στον Κάτω Κόσμο ο Ορφέας, ο οποίος με τη λύρα του συγκίνησε τους πάντες!
Ιστορίες με Βρικόλακες & άλλα Θαυμαστά
Οι παράξενοι θρύλοι και οι παραδόσεις της περιοχής σχετικά με το μαντείο του Ποσειδώνα -και όχι μόνο- είναι πολύ πιθανόν ότι δεν σταμάτησαν ποτέ να υπάρχουν, κάτι που σαφώς δεν είναι τυχαίο αν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη μυθολογία που μας άφησαν οι αρχαίοι για την περιοχή.
Αναφέρω μία από τις παραδόσεις (989) που διασώθηκαν μέσα στο χρόνο διαβάζοντάς τη από το υπέροχο βιβλίο του Νικόλαου Πολίτη Παραδόσεις ώστε να δούμε καθαρά ένα παράδειγμα για τη διαχρονικότητα αλλά και την τρομακτική φύση των θρύλων της περιοχής.
«Σε μια σπηλιά που ‘ναι στον κάβο Ματαπά κατεβαίνει πολλές φορές ο Μιχαήλ Αρχάγγελος και βγαίνει τις ψυχές που τους εσυγχώρεσε ο Θεός τις αμαρτίες τους. Άλλοι πάλι λεν πως σ’ αυτή τη σπηλιά μένουν βουρκόλακες, και ο Μιχαήλ ο Αρχάγγελος, όταν παρακαλεστούν σ’ αυτόν οι άνθρωποι, πηγαίνει και τους ρίχνει από κει στα Τάρταρα για να γλιτώσει τον κόσμο».
Για ποιο λόγο όμως δημιουργήθηκε στους αρχαίους προγόνους μας η πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο σπήλαιο έκρυβε μία μυστική είσοδο για τα παλάτια του ‘Aδη, παρότι, ακόμη και σήμερα, εάν το επισκεφτεί κανείς θα διαπιστώσει εύκολα το μικρό του βάθος; Οι απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις δεν είναι καθόλου απλές. Ας αρκεστούμε προς το παρόν σε μια απάντηση, ίσως την πιο λογική: Κατά την αρχαιότητα ο χώρος του σπηλαίου είχε τη λειτουργία νεκρομαντείου.
Το μαντείο αυτό όπως αναφέρθηκε ήταν αφιερωμένο στον Ποσειδώνα, ο οποίος αρχικά λατρευόταν από τους Έλληνες ως υποχθόνιος θεός και κυρίαρχος του Κάτω Κόσμου. Το σπήλαιο του Ταινάρου λοιπόν, όπως και άλλοι πολλοί χώροι στην Ελλάδα με χθόνιες λατρείες, δεν άργησε να θεωρηθεί ως «κατάβαση» στον ‘Aδη, και να αποτελέσει για τους αρχαίους την πρώτη ίσως πύλη για το υπόγειο βασίλειο του Πλούτωνα (το νεκρομαντείο του Ταινάρου ήταν πολύ πιθανόν το αρχαιότερο νεκρομαντείο στην Ελλάδα).
Ακόμη, στα δυτικά του μαντείου, στην απόκρημνη μεριά του λόφου (στην πίσω πλευρά του ακρωτηρίου), εάν έχει την αντοχή κάποιος να περπατήσει ως εκεί, υπάρχει μια σπηλιά που και αυτή διατηρεί τους θρύλους της και τους μοιράζεται με το σκοτεινό μαντείο του Ποσειδώνα.
Για να περάσει κανείς την είσοδο και να βρεθεί στο εσωτερικό του θα πρέπει να κάνει πρώτα μία σύντομη βουτιά στη θάλασσα και να περάσει κάτω από το βράχο ώστε να βρεθεί στη μόνη κεντρική αίθουσα στην οποία υπάρχουν μερικές λαξεμένες αναθηματικές κόγχες. Πολύ πιθανόν είναι πως και αυτό το σπήλαιο θεωρήθηκε τα παλαιά χρόνια από πολλούς ως η αληθινή είσοδος του Κάτω Κόσμου.
Η Παράξενη Διάσωση του Αρίωνα
Συμπληρώνοντας τώρα το κολλάζ με τους θρύλους από το Ταίναρο είναι σημαντικό να εξετάσουμε μία ακόμη όμορφη και αλλόκοτη ιστορία. Την ιστορία του Λέσβιου κιθαρωδού Αρίωνα, την οποία περιληπτικά θα σας αφηγηθώ…
Ταξιδεύοντας με κορινθιακό πλοίο προς την Ιταλία και τη Σικελία, ο Αρίων πληροφορήθηκε κάπου στα μέσα του πελάγους από τον καπετάνιο ότι οι ναύτες του καραβιού ήθελαν να τον σκοτώσουν.
Έτσι ο Αρίων, φορώντας την αγαπημένη του στολή μουσικών αγώνων, ζήτησε από τους ναύτες να ψάλλει ένα τελευταίο άσμα, την Πυθική ωδή. Έτσι κι έγινε, και καθώς ο Αρίων έψελνε, είδε την Πελοπόννησο να ξεπροβάλλει, και προτού του επιτεθούν οι ναύτες, πήδηξε μεμιάς στη θάλασσα για να σωθεί.
Για καλή του τύχη, τη στιγμή εκείνη στα νερά διάβαιναν δελφίνια που τελικά τον έσωσαν παίρνοντάς τον στη ράχη τους διαδοχικά σαν να ήταν για αυτά λειτούργημα, και κάνοντας διάφορους κύκλους στο νερό, τον απέθεσαν προσεκτικά στη θάλασσα, κοντά στο μαντείο του Ποσειδώνα.
Η ιστορία που σας αφηγήθηκα βρίσκεται ολόκληρη μέσα στα κείμενα των Ηρόδοτου (Ιστορία Α) και του Πλούταρχου (Συμπόσιο των Επτά Σοφών) και η διήγηση του περιστατικού φαίνεται πως ήταν του Αρίωνα. Το τελευταίο παράδοξο της ιστορίας είναι η παράξενη αναφορά του Γόργου, του αδερφού του γνωστού Κορίνθιου τυράννου Περίανδρου. Ο Γόργος διηγήθηκε την περιπέτεια του Αρίωνα στον αδερφό του όπως ο ίδιος τη βίωσε, καθώς είχε σταλεί στο Ταίναρο για να κάνει θυσία στον Ποσειδώνα.
Κάποια στιγμή, το τελευταίο από τα βράδια που έμεινε εκεί, είδε να έρχονται προς την ακτή τα δελφίνια που μετέφεραν τον Αρίωνα. Στην παράξενη αυτή περιγραφή του ο Γόργος μίλησε για κάτι που ξεχώριζε και επέπλεε, σαν ένας όγκος (ο Αρίων;), ενώ έμοιαζε σαν να ήταν πάνω σε κάποιο όχημα!
Ο Αχέροντας και η Τρομακτική Αρχαία Φαντασμαγορία
Το ταξίδι μας συνεχίστηκε, και έπειτα από λίγες μέρες πλεύσαμε με τη βάρκα μας προς τον Αχέροντα, τον ποταμό όπου σύμφωνα με τις παραδόσεις βαδίζουν οι ψυχές και ο οποίος χάνεται στα βάθη του Κάτω Κόσμου.
Ο Αχέροντας είναι ποταμός της Θεσπρωτίας που διαρρέει την Αχερουσία λίμνη, έλος κοντά στην αρχαία πόλη Εφύρα, βυθίζεται στη γη και στη συνέχεια εκρέει στο Ιόνιο Πέλαγος. Τα νερά του είναι πικρά και θολά, γιατί σύμφωνα με την παράδοση κατόπιν εντολής του Δία ήπιαν από αυτά οι Τιτάνες.
Ο Αχέρων, μαζί με τον ποταμό Πυριφλεγέθων, τον Κωκυτό (ποτάμι των θρήνων) και τη λίμνη Στύγα, συνδέθηκαν κατά το παρελθόν πολύ στενά με τον υποχθόνιο κόσμο του ‘Aδη. Πάνω από τον Αχέροντα, το ποτάμι των στεναγμών, στα αρχαία χρόνια λεγόταν πως βαδίζουν οι ψυχές τις οποίες μετέφερε στον Κάτω Κόσμο ο Χάροντας, ο δύσμορφος γέροντας πορθμέας.
Από τον Αχέροντα είχε κατέβει ο Οδυσσέας έπειτα από οδηγίες της μάγισσας Κίρκης στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει το Θηβαίο μάντη Τειρεσία, προσφέροντας ως θυσία ένα κατάμαυρο κριάρι ώστε να φανερώσει τις ψυχές των νεκρών.
Και άλλοι ήρωες όμως αποτόλμησαν την κατάβαση στον ‘Aδη, όπως ο Ορφέας, ο Ηρακλής και ο Θησέας, ο αττικός ήρωας που ταξίδεψε με το φίλο του Πειρίθου ως τα παλάτια του Πλούτωνα για να αρπάξουν την Περσεφόνη, τη γυναίκα του βασιλιά της Εφύρας Αιδωνέα, που δεν είναι άλλος από το βασιλιά των νεκρών.
Εκεί λοιπόν, στην κορυφή ενός λόφου, πάνω από το χωριό Μεσοπόταμος, που βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου με βουητό σμίγει ο Κωκυτός με τον Αχέροντα, ανακαλύφτηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα ένα νεκρομαντείο, θαμμένο κάτω από το χριστιανικό ναό της μονής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και το σύγχρονό της νεκροταφείο των αρχών του 18ου αιώνα.
Το κτίριο αυτό κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε από μόνο του για τους αρχαίους την είσοδο και το χώρο διαμονής τους στον ‘Aδη. Από τις ανασκαφές στο χώρο βρέθηκαν πολυάριθμα ευρήματα, όπως αγγεία, σιδερένια αντικείμενα αλλά και ειδώλια της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης.
Στο σκοτεινό ανάκτορο ο χρηστηριαζόμενος περνούσε αρχικά από την αυλή, όπου βρίσκονταν τα δωμάτια των ιερέων, και κατόπιν εισερχόταν στο βόρειο διάδρομο του ιερού, αριστερά του οποίου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών.
Μετά υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία τρώγοντας αρχικά ειδικές τροφές και πίνοντας γάλα, μέλι και νερό, και έπειτα επιδιδόταν σε πράξεις εξαγνισμού και μαγείας, ακούγοντας από έναν ιερέα-οδηγό θαυμαστές διηγήσεις, προσευχές και δεήσεις προς τους υποχθόνιους δαίμονες. Ύστερα πλενόταν σε ένα διπλανό δωμάτιο για να καθαρθεί και να μην κινδυνεύσει από τα φάσματα των νεκρών.
Οι μυστηριακές πράξεις συνεχίζονταν, ώσπου ο χρηστηριαζόμενος έφτανε μαζί με τον ιερέα στον ανατολικό διάδρομο, όπου θυσίαζε μέσα σε λάκκους ένα πρόβατο. Ύστερα περνούσε από ένα σκοτεινό μαιανδρικό λαβύρινθο (!) που είχε τρεις τοξοτές σιδερόφρακτες πύλες. Τελικά περνούσε την τελευταία πύλη φτάνοντας στην κεντρική και τελευταία αίθουσα, όπου πετούσε ένα τελευταίο λιθάρι κι έχυνε τις χοές για τον Αιδωνέα και την Περσεφόνη, τους Θεούς του Κάτω Κόσμου.
Εκεί ερχόταν σε οπτική επαφή με τα πνεύματα που αιωρούνταν μπροστά στα εκστασιασμένα μάτια του. Ήταν μια Φαντασμαγορία, μία μαγευτική και μυστηριώδης Φαντασμαγορία, στημένη υπέροχα για τα μάτια του χρηστηριαζόμενου.
Στο χώρο της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων, κατά τη διάρκεια σύγχρονων ανασκαφών, βρέθηκαν μεταλλικοί τροχοί και άλλα πολύπλοκα αντικείμενα που σχετίζονταν με τη σκηνοθεσία της παράξενης Φαντασμαγορίας από τους ιερείς.
Μετά το τέλος της «παράστασης» ο επισκέπτης ακολουθούσε άλλο δρόμο για την έξοδό του από την αίθουσα, και αφού διέμενε για τρεις ημέρες σε ένα δωμάτιο ώστε να καθαρθεί, αποχωρούσε από το μαντείο τηρώντας απόλυτη σιγή για όσα είδε και άκουσε.
Το άντρο του Τροφωνίου & το Σοφό Βιβλίο του Πυθαγόρα
Μία διαφορετική πύλη που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο, ή καλύτερα σε ένα από τα δωμάτιά του, που δεν σχετιζόταν όμως με τον ‘Aδη, ήταν το υποχθόνιο μαντείο του Τροφωνίου στη Λιβαδειά, το Τροφώνιο ’ντρο, που όπως φημολογείται σήμερα βρίσκεται θαμμένο κάτω από χριστιανικό ναό της περιοχής. Κατά την αρχαιότητα φαίνεται πως συνέβαιναν εκεί διάφορα «παράδοξα», με κυριότερο την απίστευτη κάθοδο που πραγματοποιούσε ο επισκέπτης στο υπόγειο παλάτι του Τροφωνίου.
Εκείνο που είναι πραγματικά παράξενο, όσον αφορά την ιστορία του Τροφωνίου ’ντρου, είναι ότι οι μαρτυρίες που έχουμε στην περίπτωση αυτή ξεπερνούν αρκετά το μύθο. Και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα παράδοξα που αναφέραμε διηγήθηκαν ότι τα έζησαν ιστορικά πρόσωπα, όπως ο περιηγητής Παυσανίας και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς (η διήγηση για τον τελευταίο ανήκει στον Φιλόστρατο).
Ο λόγος για τον οποίο κατέβαινε κανείς στο παλάτι του Τροφωνίου (ο Τροφώνιος ήταν γιος του βασιλέα των Μινύων Εργίνου, αλλά ο θρύλος λέει πως ο αληθινός πατέρας του ήταν ο Δίας) ήταν η απόκτηση γνώσης που πιθανόν θα οδηγούσε στην απάντηση μιας και μοναδικής ερώτησης (ο Τυανεύς θέλησε να πάρει από τον Τροφώνιο τη γνώμη του περί του ποια ήταν η αρτιότερη φιλοσοφία. Ο Τροφώνιος σαν απάντηση του έδωσε ένα βιβλίο που περιείχε τις γνώμες του Πυθαγόρα).
Για να μπει κάποιος στο παλάτι του Τροφωνίου έπρεπε, αφού χρηστηριαστεί μέσα στο κτίσμα που βρισκόταν στην επιφάνεια, να κατεβεί σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μέσω μίας σκάλας. Κατόπιν έπρεπε να ξαπλώσει ανάσκελα στο δάπεδο κρατώντας γλυκίσματα, τα οποία θα προσέφερε στα ερπετά που θα συναντούσε, και να βάλει τα πόδια του μέσα σε μια τρύπα, η οποία θα τον «ρουφούσε βαθιά στο έδαφος σαν νερό» για να τον εμφανίσει έπειτα στο σκοτεινό άντρο του Τροφωνίου!
Τα όσα φαίνεται ότι έβλεπε εκεί ο επισκέπτης μόνο «μαγευτικά» θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε, και ίσως αρκετά περίτεχνα για να χωρέσουν σε μερικές σελίδες. Τελικά, ο επισκέπτης επέστρεφε στο ίδιο σημείο από το οποίο εισήλθε, δίχως αρχικά να θυμάται τίποτα από τον εαυτό του αλλά και από όσα τού συνέβησαν. Για να επανέλθει η μνήμη του τον κάθιζαν οι ιερείς σε ένα θρόνο, το θρόνο της μνημοσύνης, και έπειτα από λίγο η μνήμη του άρχιζε να επανέρχεται…
Επίλογος Μέσα από τις Πύλες
Το ταξίδι μας όμως δεν σταματά εδώ, καθώς και αλλού συναντήσαμε πύλες -και μάλιστα περισσότερες- για τον αρχαίο ‘Aδη. Ταξιδεύοντας στον Ώρωπό μιλήσαμε για την ιστορία του ενάρετου Αμφιάραου, που θεοποιήθηκε μετά τον πρόωρο και μυστηριώδη θάνατό του.
Η ιστορία λέει ότι μετά την άτακτη υποχώρηση των Αργείων στη σύγκρουσή τους με τους Θηβαίους, ο Αμφιάραος, που ήταν στο πλευρό των Αργείων, καταδιώχθηκε από το Θηβαίο ήρωα Περικλύμενο, αλλά προτού ο τελευταίος καρφώσει το ξίφος του στο σώμα του αντιπάλου του, ο Αμφιάραος χάθηκε (!) μέσα σε χάσμα της γης μαζί με το άρμα του.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις των κατοίκων του Ωρωπού, ο Αμφιάραος επέστρεψε στον επάνω κόσμο ως θεός μέσω μιας πηγής που βρισκόταν σε ιερό το οποίο είχε πάρει το όνομά του.
Η ιστορία αυτή έφερε αμέσως στο νου μας την Περσεφόνη, τη νεαρή γυναίκα που έσυρε ο Πλούτωνας στο άρμα του για να την οδηγήσει στα σκοτεινά παλάτια του, κατευθυνόμενος σύμφωνα με το μύθο από το μυστικό υπόγειο δρόμο του Πλουτωνίου ’ντρου στην Ελευσίνα…
Διαφορετικά περάσματα για τον Κάτω Κόσμο όμως υπήρξαν και αλλού κατά την αρχαιότητα, όπως στην Ηράκλεια του Πόντου, αποικία των Μεγαρέων, όπου υπήρχε νεκρομαντείο και σπήλαιο το οποίο κατά την εποχή του Έλληνα ιστορικού Ξενοφώντα σωζόταν ακόμη. Μάλιστα λεγόταν, σύμφωνα με τον τελευταίο, ότι από εκεί ανέβασε ο Ηρακλής τον Κέρβερο.
Στην αρχαία πόλη της Ήλιδας επίσης υπήρχε τέμενος και ναός του ‘Aδη με το όνομά του, στον οποίο οι πύλες άνοιγαν μία φόρα το χρόνο. Αλλά και στην Κύμη της Ιταλίας υπήρχε σημαντικό νεκρομαντείο των ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταφορά της ελληνικής κουλτούρας, τέχνης και γραφής στους Ετρούσκους και τους Ρωμαίους.
Περάσματα και είσοδοι υπήρχανε παντού, σε μυστικές τοποθεσίες και λαϊκά προσκυνήματα. Πύλες αμέτρητες, πύλες σ’ έναν κόσμο γεμάτο σκιές, διακοσμημένο με αλλόκοτες ιστορίες, μύθους και περίεργες παραδόσεις που ζωγραφίζουν περίτεχνα μαγευτικές εικόνες μιας άλλης Ελλάδας, πιο μαγικής, και ασφαλώς περισσότερο μυστηριώδους…