Ομοσπονδιακός δικαστής διατάσσει τον Λευκό Οίκο να σταματήσει να λογοκρίνει τις αναρτήσεις των Αμερικανών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Κοινοποίηση:
social-media-censorship

Στην 155 σελίδων απόφασή του, ο δικαστής Τέρυ Ντάουτι δήλωσε ότι υπάρχουν «σημαντικές αποδείξεις» ότι η κυβέρνηση παραβίασε την Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος, συμμετέχοντας σε μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία λογοκρισίας με στόχο περιεχόμενο που αμφισβητούσε ή αντέκρουε τα καθεστωτικά αφηγήματα σχετικά με το COVID-19.

Σε μια απόφαση-ορόσημο την Τρίτη, ομοσπονδιακός δικαστής απαγόρευσε προσωρινά σε αρκετούς αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν και σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες να επικοινωνούν με πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.

Στην 155 σελίδων απόφασή του, ο δικαστής Τέρυ Ντάουτι του Περιφερειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη Δυτική Περιφέρεια της Λουιζιάνα, τμήμα Monroe, δήλωσε ότι υπάρχουν «σημαντικές αποδείξεις» ότι η κυβέρνηση παραβίασε το Σύνταγμα, συμμετέχοντας σε μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία λογοκρισίας με στόχο περιεχόμενο που αμφισβητούσε ή αντέκρουε τα καθεστωτικά αφηγήματα για το COVID-19.

Ο Ντάουτι δήλωσε ότι «τα στοιχεία που έχουν παραχθεί μέχρι στιγμής απεικονίζουν ένα σχεδόν δυστοπικό σενάριο».
Πρόσθεσε:

«Εάν οι ισχυρισμοί των εναγόντων είναι αληθείς, η παρούσα υπόθεση περιλαμβάνει αναμφισβήτητα την πιο μαζική επίθεση κατά της ελευθερίας του λόγου στην ιστορία των ΗΠΑ. Στις προσπάθειές τους να καταστείλουν την υποτιθέμενη παραπληροφόρηση, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, και ιδίως οι εναγόμενοι που κατονομάζονται εδώ, φέρονται να έχουν αγνοήσει κατάφωρα το συνταγματικό δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου. …
        

«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, μιας περιόδου που ίσως χαρακτηρίζεται καλύτερα από την εκτεταμένη αμφιβολία και αβεβαιότητα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ φαίνεται να έχει αναλάβει έναν ρόλο παρόμοιο με του οργουελιανού “Υπουργείου Αλήθειας”».

Ο Ντάουτι εξέδωσε τη δικαστική εντολή στο πλαίσιο αγωγής που κατατέθηκε τον Μάιο του 2022 από τους γενικούς εισαγγελείς του Μιζούρι και της Λουιζιάνα μαζί με αρκετούς ειδικούς της ιατρικής και δημοσιογράφους, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης λογόκριναν τις οπτικές τους που ήταν αντίθετες με το επίσημο κυβερνητικό αφήγημα.

Η αγωγή ισχυρίζεται ότι η διοίκηση Μπάιντεν και οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες συνεργάστηκαν με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας και «τις ενθάρρυναν σθεναρά να καταστείλουν την επικοινωνία τέτοιων οπτικών», ασκώντας τους πιέσεις να συμμετάσχουν σε ένα «έμμεσο σύστημα λογοκρισίας».

Η οργάνωση Υπεράσπιση Παιδικής Υγείας (CHD) και ο πρόεδρός της Ρόμπερτ Κένεντι ο Νεότερος, είναι ενάγοντες σε μια παρόμοια δικαστική υπόθεση – μια ομαδική αγωγή που κατατέθηκε τον Μάρτιο. Η αγωγή, η οποία υποστηρίζει μια «συστηματική, συντονισμένη εκστρατεία» λογοκρισίας από τη διοίκηση Μπάιντεν και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, εκκρεμεί ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου.

Στην απόφαση της Τρίτης (σελίδα 17), ο δικαστής Ντάουτι αναφέρθηκε στον Κένεντι, αναφέροντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν να αφαιρέσει τουίτς και άλλο περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αναρτούσε ο Κένεντι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και τη συμπερίληψη του Κένεντι στη λεγόμενη «δωδεκάδα παραπληροφόρησης» από το Κέντρο για την Αντιμετώπιση του Ψηφιακού Μίσους και το Virality Project.

Σχολιάζοντας την απόφαση της Τρίτης, ο Κένεντι δήλωσε στο The Defender:
«Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες συνταγματικές υποθέσεις στην ιστορία του έθνους μας. Η υπόθεση Μιζούρι κατά Μπάιντεν αφορά κάθε Αμερικανό ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, πολιτικής ιδεολογίας, προσωπικών πεποιθήσεων ή θρησκείας.

«Η ελευθερία του λόγου αποτελεί τον κεντρικό θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας μας από τη γέννηση του έθνους μας. Ένας Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την εξουσία του Λευκού Οίκου για να φιμώσει τους επικριτές του. Αυτές οι ενέργειες ήταν ανάθεμα στις βασικές αμερικανικές αξίες μας και μια απογοήτευση για όλους εκείνους παγκοσμίως που βλέπουν την Αμερική ως την υποδειγματική δημοκρατία στον κόσμο».

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Λουιζιάνα, Τζεφ Λάντρι, χαρακτήρισε την απόφαση «ιστορική» και δήλωσε ότι εμποδίζει την κυβέρνηση Μπάιντεν να «λογοκρίνει τον βασικό πολιτικό λόγο των απλών Αμερικανών» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Σε δήλωσή του προς τον The Defender, ο Landry είπε:
«Τα στοιχεία στην υπόθεσή μας είναι σοκαριστικά και προσβλητικά, με ανώτερους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους να αποφασίζουν ότι μπορούν να υπαγορεύουν τι δύνανται και τι δεν δύνανται να λένε οι Αμερικανοί στο Facebook, στο Twitter, στο YouTube και σε άλλες πλατφόρμες σχετικά με το COVID-19, τις εκλογές, την κριτική στην κυβέρνηση και άλλα.

«Η σημερινή ιστορική απόφαση είναι ένα μεγάλο βήμα στον συνεχή αγώνα να απαγορεύουμε στην κυβέρνησή μας την αντισυνταγματική λογοκρισία. Θα συνεχίσουμε να εκδικάζουμε την υπόθεση και θα υπερασπιστούμε σθεναρά την δικαστική εντολή όταν κατατεθεί έφεση».

Η δικαστική εντολή κατονομάζει διάφορους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν και ομοσπονδιακές υπηρεσίες, απαγορεύοντάς τους να έχουν οποιαδήποτε συζήτηση με πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης με σκοπό «να ενθαρύνουν, πιέσουν ή παρακινήσουν με οποιονδήποτε τρόπο για να αφαιρεθεί, διαγραφεί, κατασταλεί ή μειωθεί διαδικτυακό περιεχόμενο που περιέχει συνταγματικά προστατευμένο ελεύθερο λόγο».

Η εντολή δεν απαγορεύει στην κυβέρνηση Μπάιντεν και στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να επικοινωνούν με τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με εγκληματικές δραστηριότητες και πιθανά εγκλήματα στον κυβερνοχώρο, απειλές για την εθνική ασφάλεια, προσπάθειες καταστολής των ψηφοφόρων, απειλές για τη δημόσια ασφάλεια ή άλλο περιεχόμενο που δεν προστατεύεται από την ελευθερία του λόγου.

Οι οργανισμοί που κατονομάζονται περιλαμβάνουν το αμερικανικό Υπουργείο Υγείας (HHS), το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιών και Λοιμωδών Νοσημάτων, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), το Υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ), το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS), το Υπουργείο Εξωτερικών και τον Οργανισμό Ηλεκτρονικής Ασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών .

Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που κατονομάζονται στην αγωγή περιλαμβάνουν τον επικεφαλής των υγειονομικών υπηρεσιών των ΗΠΑ Vivek Murthy, τον Υπουργό Υγείας Xavier Becerra, τον Υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας Alejandro Mayorkas, την εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου Karine Jean-Pierre και όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI.

Ο Ντάουτι συγκεκριμένα κατονόμασε το Facebook, το Twitter, το YouTube/Google, το WhatsApp, το Instagram, το WeChat και το TikTok στην δικαστική του απόφαση, η οποία περιλαμβάνει μια εξαίρεση που επιτρέπει στην κυβέρνηση να επικοινωνεί με αυτές τις πλατφόρμες σε σχέση με αναρτήσεις που περιέχουν εγκληματική δραστηριότητα ή απειλές για την εθνική ασφάλεια.

         Η απόφαση επικροτείται ευρέως

Σε ανάρτησή του στο Twitter μετά την απόφαση, ο γερουσιαστής Eric Schmitt (R-Mo.), ο οποίος ήταν γενικός εισαγγελέας του Μιζούρι όταν κατατέθηκε η αγωγή το 2022, δήλωσε: «Η σημερινή δικαστική νίκη είναι μια τεράστια νίκη για το Σύνταγμα και ένα πλήγμα στη λογοκρισία».

Ο Γενικός Εισαγγελέας του Μιζούρι Άντριου Μπέιλυ έγραψε στο Τουίτερ: «Το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημά μας να ΕΜΠΟΔΙΣΟΥΜΕ κορυφαίους αξιωματούχους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να παραβιάζουν τα συνταγματικά δικαιώματα εκατομμυρίων Αμερικανών».

Σε σχόλια που μοιράστηκαν με το The Defender, αρκετοί ειδικοί της νομικής, της δημόσιας υγείας και των ΜΜΕ επικρότησαν την απόφαση του Ντάουτι.

Ο Δρ Aaron Kheriaty, ψυχίατρος και διευθυντής του Προγράμματος Βιοηθικής και Αμερικανικής Δημοκρατίας στο Κέντρο Ηθικής και Δημόσιας Πολιτικής, ο οποίος είναι ένας από τους ενάγοντες στην δίκη, δήλωσε στο The Defender:

«Το Σύνταγμα των ΗΠΑ είναι κάτι σαν θαύμα. Αλλά αν δεν το υπερασπιστούμε, είναι απλώς ένα κομμάτι χαρτί.

«Η δίκη αυτή αποτελεί σημαντικό μέρος τούτης της προσπάθειας και δεν είναι τυχαίο ότι ο δικαστής εξέδωσε την απόφαση την 4η Ιουλίου [Ημέρα Ανεξαρτησίας, εορτασμός για την εθνική ανεξαρτησία των ΗΠΑ]. Είναι εξαιρετικά σπάνιο οι δικαστικές αποφάσεις να δημοσιεύονται σε ομοσπονδιακές αργίες. Η χθεσινή απόφαση για δικαστική εντολή ήταν ένα σημαντικό βήμα σε έναν μακρύ δρόμο προς το Ανώτατο Δικαστήριο [Εφετείο] … Η χθεσινή απόφαση σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του Λεβιάθαν της λογοκρισίας».

Σχολιάζοντας τη δήλωση του δικαστή ότι «η διάκριση κατά συγκεκριμένων οπτικών είναι μια ιδιαίτερα κατάφωρη μορφή λογοκρισίας διαδικτυακού περιεχομένου εναντιωνόμενου σε μια κομματική γραμμή», ο Kheriaty πρόσθεσε:

«Αντίθετα με τον τρόπο που το παρουσιάζουν κάποια από τα ΜΜΕ, αυτό δεν είναι κομματικό ζήτημα. Ο δικαστής ενέκρινε το αίτημά μας [για διακοπή της κυβερνητικής παρέμβασης στη λειτουργία των πλατφορμών] επειδή αυτό που κάνει η κυβέρνηση παραβιάζει σαφώς τον ύψιστο νόμο της χώρας, δηλαδή το αμερικανικό Σύνταγμα.

«Δεν είναι θέμα πολιτικής γραμμής. Είναι θέμα νομιμότητας. Η δράση της κυβέρνησης είναι εγκληματική. Τελεία και παύλα».

Η Kim Mack Rosenberg, ενεργός γενική σύμβουλος της Υπεράσπισης Παιδικής Υγείας, περιέγραψε την απόφαση του Ντάουτι ως «ένα σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση του θεμελιώδους δικαιώματος κάθε Αμερικανού όχι μόνο να μιλά ελεύθερα αλλά και να ακούει και να αναλύει μια ποικιλία απόψεων».

Πρόσθεσε: «Ως Αμερικανίδα και εκ μέρους της Υπεράσπισης Παιδικής Υγείας, νιώθω ιδιαίτερα συγκλονισμένη που ο δικαστής Τέρυ Ντάουτι εξέδωσε την απόφασή του για την υποστήριξη της ελευθερίας του λόγου την Ημέρα της Ανεξαρτησίας. Η ελευθερία του λόγου αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων μας και ο δικαστής Ντάουτι μίλησε έντονα και γενναία υπέρ της αποτροπής της παραβίασης αυτών των δικαιωμάτων στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

«Πραγματικά και λυπηρά, οι Αμερικανοί έχουν στερηθεί όχι μόνο το δικαίωμά τους να μιλούν για αμφιλεγόμενα θέματα –ιδίως τα τελευταία τρία χρόνια– αλλά και το κρίσιμα σημαντικό δικαίωμα να ακούν και να αξιολογούν διάφορες οπτικές για θέματα ζωτικά για τις ελευθερίες μας».

Ο W. Scott McCollough, δικηγόρος σε θέματα διαδικτύου και τηλεπικοινωνιών με έδρα το Ώστιν, δήλωσε ότι η απόφαση της Τρίτης ήταν «ένα λαμπρό φως». Ο McCollough δήλωσε ότι η απόφαση «αναγνωρίζει την ελευθερία» και ότι «η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει αυτό που έκανε με αυτές τις εταιρείες κοινωνικών μέσων», οι οποίες, όπως είπε, «έχουν ουσιαστικά γίνει κυβερνητικοί πράκτορες».

Ο Mark Crispin Miller, Ph.D., καθηγητής σπουδών μέσων μαζικής ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, χαρακτήρισε την απόφαση «καλά νέα», προσθέτοντας: «Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεργεί με εταιρείες –όπως εταιρείες “κοινωνικών μέσων”– για να περιορίσει την ελευθερία λόγου των πολιτών. Για να το θέσουμε πιο ωμά, μια τέτοια συμπαιγνία είναι, κυριολεκτικά, φασιστική».

Η Δρ Meryl Nass, μέλος της επιστημονικής συμβουλευτικής επιτροπής του CHD, δήλωσε ότι, αν και η δίκη αυτή δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, οι συνέπειές της είναι «εξαιρετικά σημαντικές».

Η Nass δήλωσε ότι οι αποκαλύψεις που προέρχονται από αυτή την υπόθεση και από τους «φακέλους του Τουίτερ» αποκαλύπτουν «τον εξαιρετικό μηχανισμό λογοκρισίας, πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, που έχει εδραιωθεί εντός του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και έχει ανατεθεί σε ακαδημαϊκά κέντρα, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και κερδοσκοπικές εταιρείες».

Ομοίως, ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Paul D. Thacker, που δημοσίευσε αρκετές δόσεις των «φακέλων Τουίτερ», δήλωσε στο The Defender ότι η απόφαση έχει επίσης συνέπειες για τη συμπαιγνία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της «παραπληροφόρησης».

«Νομίζω ότι αυτό που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη είναι πόσο ζωτικά έχουν γίνει ορισμένα τμήματα του ακαδημαϊκού χώρου για τη βιομηχανία λογοκρισίας», δήλωσε ο Thacker. «Η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει στη λογοκρισία των Αμερικανών. Νομίζω ότι αυτό πραγματικά παραβλέπεται».

Ο ειδικός σε θέματα τεχνολογίας Michael Rectenwald, Ph.D., συγγραφέας του βιβλίου Αρχιπέλαγος Google: το ψηφιακό γκούλαγκ και η προσομοίωση της ελευθερίας, και πρώην καθηγητής φιλελεύθερων σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, δήλωσε στο The Defender:

«Αυτές οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν ήταν ποτέ αυστηρά ιδιωτικές επιχειρήσεις της ελεύθερης αγοράς. Κανένας δεν μπορεί να πει αξιόπιστα: “αλλά είναι ιδιωτικές εταιρείες, μπορούν να λογοκρίνουν ό,τι και όποιον θέλουν”, όταν έχουν λειτουργήσει ως κούκλες εγγαστρίμυθου από το καθεστώς Μπάιντεν.

«Όπως επεσήμανα πριν από τέσσερα χρόνια στο “Αρχιπέλαγος της Google”, αυτοί οι μεγάλοι ψηφιακοί Γολιάθ είναι κρατικοί μηχανισμοί και ήταν τέτοιοι από την ίδρυσή τους. Χρηματοδοτούνται από το κράτος, στελεχώνονται από πρώην κρατικούς πράκτορες και εκτελούν τις εντολές του κράτους …

«Η συμπαιγνία μεταξύ της κυβέρνησης και αυτών των εταιρειών ισοδυναμεί με φασισμό».

Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο The Gateway Pundit, ο Jim Hoft, ιδρυτής και αρχισυντάκτης του ιστότοπου, χαρακτήρισε την απόφαση ως «νίκη της Ημέρας Ανεξαρτησίας» και δήλωσε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, έως τώρα, «επικεντρώθηκε αφενός στη συσκότιση και την παρακώλυση στοιχείων και αφετέρου επιχείρησε πολλές τακτικές για να απεγκλωβιστεί από την αγωγή».

«Τώρα που η κυβέρνηση έχασε την κύρια προσπάθειά της να μας συντρίψει, αρχίζει ο πραγματικός πόλεμος», έγραψε ο Hoft. «Έχοντας χάσει αυτή την κρίσιμη μάχη, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να συμμετάσχει στη δικαστική εξέταση στοιχείων», μια διαδικασία κατά την οποία, όπως είπε, οι ενάγοντες θα «διεξαγάγουν μια ευρεία έρευνα σχετικά με τη φασιστική συνωμοσία της κυβέρνησης με τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες του Διαδικτύου (Big Tech)».

         Ένα «χτύπημα» κατά της «προσπάθειας του Λευκού Οίκου για τον περιορισμό της διαδικτυακής παραπληροφόρησης για την υγεία»
         Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει δοθεί καμία επίσημη απάντηση από την κυβέρνηση Μπάιντεν ή από τις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες που κατονομάζονται στην αγωγή.
         Ένας ανώνυμος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου δήλωσε στον Ηνωμένο Τύπο, υπό τον όρο της ανωνυμίας, ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης «θα αξιολογήσει τις επιλογές του σε αυτή την υπόθεση», προσθέτοντας ότι «αυτή η κυβέρνηση έχει προωθήσει υπεύθυνες ενέργειες για την προστασία της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και της προστασίας όταν αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως μια θανατηφόρα πανδημία και επιθέσεις άλλων χωρών στις εκλογές μας».
         «Η πάγια άποψή μας παραμένει ότι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν κρίσιμη ευθύνη να λαμβάνουν υπόψη τους τις επιπτώσεις που έχουν οι ίδιες στον αμερικανικό λαό, αλλά να κάνουν ανεξάρτητες επιλογές σχετικά με τις πληροφορίες που παρουσιάζουν», δήλωσε ο αξιωματούχος.
         Σε παρόμοιο μήκος κύματος, οι Ειδήσεις Υγείας Κάιζερ περιέγραψαν την απόφαση ως «χτύπημα» κατά της «προσπάθειας του Λευκού Οίκου να περιορίσει τη διαδικτυακή παραπληροφόρηση για την υγεία».
         Σε ένα τουίτ ο Λάντρι [Γενικός Εισαγγελέας της Λουιζιάνα] δήλωσε ότι αναμένει πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα ασκήσει έφεση, αλλά ότι ο ίδιος και ο Μπέιλυ [Γενικός Εισαγγελέας του Μιζούρι] «θα υπερασπιστούν δυναμικά» την υπόθεση.
         «Δεν τελειώσαμε ακόμα. Μόλις αρχίσαμε», έγραψε ο Λάντρυ, προσθέτοντας ότι η υπόθεση μπορεί τελικά να ακουστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.

         Δικαστής: Οι ενάγοντες «πιθανόν να επιτύχουν»
         Η αγωγή κατατέθηκε στις 5 Μαΐου 2022. Η Νέα Συμμαχία επί των Πολιτικών Ελευθεριών, μια μη κερδοσκοπική ομάδα που εκπροσωπεί επικριτές των εμβολίων και των lockdown όπως τους Δρες Τζαγιάντα Μπατατσάρια [του Στάνφορντ], Μάρτιν Κούλντορφ [του Χάρβαρντ], Aaron Kheriaty και Jill Hines, προσχώρησε στην αγωγή τον Αύγουστο του 2022, όπως και ο Hoft.
         Η αγωγή ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεργάστηκε με πλατφόρμες όπως το Twitter, το Meta [Facebook], το YouTube, το Instagram και το LinkedIn, για την «καταστολή ανεπιθύμητων ομιλητών, οπτικών και περιεχομένου» σε θέματα όπως το COVID-19, η ακεραιότητα των εκλογών και το σκάνδαλο με τον φορητό υπολογιστή του Χάντερ Μπάιντεν, προκειμένου να αποτραπεί η εξάπλωση της «παραπληροφόρησης».
         Ο Δρ Άντονι Φάουσι και αρκετοί αξιωματούχοι της διοίκησης Μπάιντεν έδωσαν ένορκες καταθέσεις στο πλαίσιο της εν εξελίξει αγωγής.
         Σύμφωνα με το CNN, «αν και ο Ντάουτι δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί της ουσίας των ισχυρισμών των δύο Πολιτειών, η εντολή του … αποτελεί την πιο σημαντική νίκη τους στην εν εξελίξει δίκη».
         Ωστόσο, στο υπόμνημα που συνοδεύει την απόφασή του, ο Ντάουτι έγραψε ότι οι ενάγοντες «είναι πιθανό να επιτύχουν επί της ουσίας να αποδείξουν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε την εξουσία της για να φιμώσει την αντιπολίτευση», προσθέτοντας:
         «Όλα κατεστάλησαν: Η αντίθεση στα εμβόλια COVID-19· η αντίθεση στις μάσκες και στα lockdown· η αντίθεση στη θεωρία ότι ο ιός προέρχεται από τη φύση και όχι από εργαστήριο· η αντίθεση στην εγκυρότητα των εκλογών του 2020· η αντίθεση στις πολιτικές του προέδρου Μπάιντεν· δηλώσεις ότι η ιστορία για τον φορητό υπολογιστή του Χάντερ Μπάιντεν ήταν αληθινή· και η αντίθεση στις πολιτικές των κυβερνητικών αξιωματούχων που βρίσκονταν στην εξουσία».
         Ο Ντάουτι απέρριψε τα επιχειρήματα των δικηγόρων της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηνωμένο Τύπο, υποστήριξαν ότι η αγωγή έχει ως στόχο να «καταστείλει το δικαίωμα ομιλίας των ομοσπονδιακών κυβερνητικών αξιωματούχων υπό το πρόσχημα της προστασίας των δικαιωμάτων ομιλίας άλλων».
         Οι δικηγόροι της κυβέρνησης ισχυρίστηκαν επίσης ότι η δικαστική εντολή θα «εμπόδιζε σημαντικά» την ικανότητα της κυβέρνησης να «παράσχει ακριβείς πληροφορίες στο κοινό για θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος, όπως η υγειονομική φροντίδα και η ακεραιότητα των εκλογών».
         Ο Ντάουτι είχε προηγουμένως αρνηθεί να απορρίψει την αγωγή. Σε μια απόφαση της 20ής Μαρτίου, έκρινε ότι οι ισχυρισμοί των εναγόντων ήταν εύλογοι και άξιοι περαιτέρω δικαστικής διαδικασίας, επιτρέποντας στους ενάγοντες να συλλέξουν αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των email που στάλθηκαν μεταξύ του Λευκού Οίκου και των εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
         «Αυτή η λογοκρισία ενθαρρύνθηκε –ίσως και επιβλήθηκε– από την κυβέρνηση Μπάιντεν και αρκετούς βασικούς κυβερνητικούς οργανισμούς», έγραψε ο Ντάουτι τον Μάρτιο.
         Προς το παρόν, δεν φαίνεται να έχει οριστεί ημερομηνία για την έκδοση οριστικής απόφασης σχετικά με την προσωρινή διαταγή.
         Τον Νοέμβριο του 2022, η Υπεράσπιση Παιδικής Υγείας και άλλες οργανώσεις και άτομα ζήτησαν να παρέμβουν στην αγωγή εκ μέρους του δημόσιου συμφέροντος και των αντίστοιχων οργανώσεών τους: την Υπεράσπιση Παιδικής Υγείας, την Mercola.com, την Αλήθεια για τα Εμβόλια και την Αλήθεια για τον Καρκίνο.
         Ο Κένεντι, ο Δρ Τζόζεφ Μέρκολα, και οι Τσαρλίν και Τάι Μπόλιγκερ ήταν μεταξύ των 12 ατόμων που ξεχώρισε το Κέντρο για την Αντιμετώπιση του Ψηφιακού Μίσους ως μέλη της «Δωδεκάδας Παραπληροφόρησης» λόγω του περιεχομένου που μοιράστηκαν στο διαδίκτυο σχετικά με τα εμβόλια.
         Επιδιώκουν την ανοικτή πρόσβαση του κοινού σε κρίσιμες ένορκες καταθέσεις και έγγραφα από την υπόθεση Πολιτεία του Μισούρι κατά Μπάιντεν, που έχουν ήδη παραχθεί για λογαριασμό των εναγόντων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε άλλες δικαστικές υποθέσεις, όπως στην αγωγή της Υπεράσπισης Παιδικής Υγείας τον Μάρτιο του 2023 κατά της κυβέρνησης Μπάιντεν.
         Ο McCollough δήλωσε στο The Defender ότι η αγωγή είναι μία από τις πολλές υποθέσεις που βρίσκονται ενώπιον των δικαστηρίων με σημαντικές επιπτώσεις για το μέλλον της ελευθερίας του λόγου στις ΗΠΑ.
         Οι υποθέσεις αυτές περιλαμβάνουν δύο εκκρεμείς υποθέσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ που αφορούν το άρθρο 230 – το οποίο δίνει στους παρόχους διαδικτύου νομική προστασία για τη φιλοξενία, τον περιορισμό και την αφαίρεση του περισσότερου περιεχομένου των χρηστών, δύο υποθέσεις που αφορούν πολιτειακούς νόμους που περιορίζουν τη λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις εν εξελίξει αγωγές Missouri κατά Biden και Υπεράσπισης Παιδικής Υγείας κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
         Ο McCollough δήλωσε ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου στην υπόθεση 303 Creative LLC κατά Elenis, η οποία έκρινε ότι η Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος απαγορεύει στην Πολιτεία του Κολοράντο να υποχρεώνει έναν δημιουργό ιστοτόπου να δημιουργήσει έναν ιστότοπο με μηνύματα που παραβιάζουν τις αξίες του, συνδέεται «σε μεγάλο βαθμό» με τις άλλες τρέχουσες υποθέσεις.
         Ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής και των υποθέσεων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που εκκρεμούν, τα δικαστήρια «θα καταλάβουν επιτέλους» ποιος είναι ο ρόλος των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης στη ρύθμιση του λόγου και στην εργασία για λογαριασμό της κυβέρνησης, δήλωσε.
         Ο McCollough δήλωσε ότι η έκβαση αυτών των υποθέσεων «θα καθορίσει πού θα πάει αυτή η χώρα, αν θα υποκύψουμε πράγματι σε αυτό το παγκόσμιο σύνολο κοινωνιών, όλες υπό τον έλεγχο μιας ομάδας παγκόσμιων ελίτ που ελέγχουν την πληροφόρηση, την οικονομία και κάθε πτυχή της ζωής μας».

         πηγή: Υπεράσπιση Παιδικής Υγείας (Children Health Defense)
         Συγγραφέας στα Αγγλικά : Μιχάλης Νεβραδάκης, Ph.D.
         Μεταφραστής: Κίμων Πετρόχειλος, M.A.

         Σημείωση του Μεταφραστή:
         Αν και το κράτος δεν έχει το συνταγματικό δικαίωμα να εμποδίζει και να λογοκρίνει τη δημοσιογραφία, ο δημοσιογράφος έχει ευθύνη για την αλήθεια αυτών που γράφει. Το ίδιο και ο κάθε πολίτης έχει ευθύνη για ό,τι αναρτά στο διαδίκτυο. Χρειάζεται να είμαστε στοχαστικοί, υπεύθυνοι και ανοιχτοί στον έλεγχο, την κριτική και τον αντίλογο, διότι αυτή είναι η διαδικασία με την οποία εντοπίζουμε την αλήθεια.

Πηγή: www.youtubetranslations.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: