Λένε, πως λίγο πρίν το χάραμα, είναι η φωλιά της κακιάς ώρας. Αυτή η κακιά ώρα, φαίνεται πως στοίχισε τον 19 χρονο Θωμά τη ζωή του.
Στο σημείο που άφησε την τελευταία του πνοή ο νεαρός άντρας μαχαιρωμένος θανάσιμα απο έναν απο τους τρείς κουκουλοφόρους (κατα τη μαρτυρία της φίλης του) δράστες, κάποιοι ακούμπησαν λίγα λουλούδια. Έγραψαν δυό στίχους σ’ ενα χαρτί με κόκκινο στυλό κι άφησαν ενα τσιγαράκι με το όνομα του επάνω κι ενα μπουκάλι μπύρα, προδίδοντας την απλότητα της απόλυτα φυσιολογικής καθημερινότητας του, στο πάρκο ηρώων.
Τίποτα το ηρωϊκό δεν έχει αυτό το παλιόπαρκο, στην πιο ήσυχη γειτονιά του Αμαρουσίου : Σπασμένα τα μάρμαρα στα σκαλιά του, δυό γιγαντιαία πεύκα που το σκεπάζουν σχεδόν ολόκληρο, το θόρυβο απο τ’ αυτοκίνητα που περνούν στον πολυσύχναστο δρόμο δίπλα του, το φαναφαρόνικο αρχαιοελληνικής μεγαλοπρέπειας κτήριο, που μάλλον είναι δημοτική πινακοθήκη.
Τις καθημερινές τα μεσημέρια, εκεί ακούς μόνο τον ενοχλητικό θόρυβο απο το ρούφηγμα του φραπέ στη μία και μόνη καφετέρια-εστιατόριο που έχει τραπεζάκια έξω. Το απόγευμα ίσως ο θόρυβος απο τα σκέιτμπορντ των πιστισρικάδων και των φίλων του Παναθηναϊκού, που είχαν δίπλα την πλατεία το στέκι τους, να ενοχλούσε λίγο τους καλοφαγάδες, που έβρισκαν στο χώρο, ιδανική ξεκούραση μ’ ενα καλό πιάτο φαγητό. Ως εκεί. Τίποτα τραγικό, τίποτα σπουδαίο. Τίποτα που να προμηνύει οτι κάποια στιγμή, έστω κι αυτη την κακιά πρωϊνή ώρα, κάποιος ή κάποιοι, θ’ αφαιρούσαν με τόσο βάρβαρο τρόπο, τη ζωή ενός νέου.
Τα στόματα είναι κλειστά, φοβούνται να μιλήσουν και οι γείτονες και οι καταστηματάρχες. Τα παιδιά όμως, που είτε δουλεύουν, είτε συχνάζουν εκεί, δεν κρύβουν το σοκ που έχουν περάσει : -«Φταίει κι ο Δήμος Αμαρουσίου», μας λένε, επειδή δεν την φώτισε, δεν την πρόσεξε, δεν την άφησε ήσυχη στους θαμώνες της την πλατεία κι εμείς που δεν μένουμε εκεί, καταλαβαίνουμε απλώς, ότι, αν ήταν πιο πολυσύχναστη και δεν ήταν τόσο απόμερη και σκοτεινή, έστω και τις πρωϊνές αυτές ώρς, δεν θα μπορούσε να συμβί κανενός είδους έγκλημα εκεί.
Η αλήθεια θα φανεί, όπως γίνεται πάντα, καθώς με το χρόνο, όλα μαθαίνονται. Τα ξεβράζει, πότε η τύχη, πότε η ενοχή, πότε το απρόσμενο φώς που πάντα νικά το σκοτάδι.
Χάθηκε όμως η ζωή ενός νέου, μόλις 19 χρόνων κι αυτό δεν ανατρέπεται με τίποτα, ούτε με το κλάμα των φίλων και δικών, ούτε με τις σπονδές στο σημείο που έγινε το κακό και αυτοί που χουν την ευθύνη να διασφαλίζουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην καθημερινή μας ζωή, θα πρέπει να λογοδοτήσουν και να ασκηθούν στο να κάνουν επιτέλους, καλύτερα τη δουλειά τους…
Νίκος Τσιαμτσίκας