Ο οπλίτης στην αρχαιότητα, ο στρατιώτης δηλαδή του πεζικού με βαρύ οπλισμό που πολεμούσε σε σχηματισμό φάλαγγας, ήταν ο κατεξοχήν πολεμιστής της κλασικής Ελλάδας. Όπως και σε πολλές άλλες εκφάνσεις της ζωής στην αρχαία Ελλάδα ο τρόπος πολέμου και ο τύπος του στρατιώτη που επικράτησε αντανακλούσε τη βαθύτερη φιλοσοφία και ιδεολογία του κλασικού κόσμου.
Στη θέση των ομηρικών ηρώων που μονομαχούσαν υστερόβουλα μεταξύ τους προς απόκτηση προσωπικής δόξας εμφανίστηκε κατά τον 7ο αιώνα ο πειθαρχημένος Έλληνας οπλίτης της πόλης-κράτους που πολεμούσε πάντα μέσα από τις τάξεις της φάλαγγας για να προασπίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας του. Η αντίληψη της γενναιότητας και της στρατιωτικής ικανότητας επομένως άλλαξε κατά την κλασική εποχή. Το ατομικό ηρωικό μοντέλο αντικαταστάθηκε από το συλλογικό εκπαιδευμένο σώμα.
Όπως αναφέρει και ο Ευριπίδης στον Ηρακλή μαινόμενο, γενναίος δεν είναι αυτός που αγωνίζεται επιδέξια με τόξα για την επίτευξη δόξας αλλά αυτός που κρατάει σταθερά τη θέση του στο πεδίο της μάχης και είναι έτοιμος να δεχτεί τις πληγές.
Για να κατανοήσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά του Έλληνα οπλίτη είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τον κύριο τρόπο με τον οποίο πολεμούσε, δηλαδή μέσα από το σχηματισμό της φάλαγγας. Ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε τη λέξη φάλαγξ ήταν ο Όμηρος και στο ποίημά του είχε τη σημασία της οργανωμένης γραμμής μάχης. Ωστόσο η αναφορά αυτή ήταν καθαρά αναχρονιστική καθώς ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια που πιθανότατα συνετέθησαν τα έπη φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί αυτός ο τρόπος πολέμου.
Η τακτική ήταν πολύ απλή στη σύλληψή της: επάλληλες σειρές από βαριά οπλισμένους πεζικάριους σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους έρχονταν σε μετωπική σύγκρουση με την αντίπαλη φαλαγγιτική ομάδα οπλιτών. Η πρώτη σειρά μόνο πολεμούσε ενώ οι πίσω σειρές μόνο έσπρωχναν με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ρήγματος στις γραμμές του αντίπαλου.
Κάθε οπλίτης κάλυπτε με την ασπίδα την αριστερή μόνο πλευρά του και τη δεξιά του διπλανού (παραστάτη) του. Η πιο εύλογη απορία που μπορεί να έχει ο σημερινός μελετητής είναι η εξής: έστω και ένα μικρό σώμα από ιππείς ή τοξότες που μπορούσε να υπερκεράσει τον αναγκαστικά αργό και μη ευέλικτο σχηματισμό της φάλαγγας θα έφερνε την καταστροφή στα νώτα ή στη δεξιά ακάλυπτη πλευρά του ζυγού. Ήδη ο Θουκυδίδης είχε παρατηρήσει ότι στις μάχες η φάλαγγα είχε τη τάση να στρίβει προς τα δεξιά καθώς ασυναίσθητα κάθε οπλίτης προσπαθούσε να καλύψει τη δεξιά πλευρά του.
Η απάντηση βρίσκεται στη στρατιωτική λογική που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και στις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου. Σκοπός ενός πολέμου κατά την εποχή των ελληνικών πόλεων-κρατών δεν ήταν η απόλυτη καταστροφή της αντίπαλης πόλης αλλά η υποταγή της, ο εξαναγκασμός της στους επιθυμητούς όρους μιας συμφωνίας, η υφαρπαγή των οικονομικών πόρων της.
Η ολοκληρωτική καταστροφή μιας πόλης θα τάραζε την ευαίσθητη ισορροπία του αρχαίου κόσμου, μία ισορροπία δυνάμεων που πράγματι όταν διαταράχθηκε με τις ακρότητες του Πελοποννησιακού πολέμου σήμανε την αρχή του τέλους για τον κλασικό πολιτισμό.
Οι οπλίτες προέρχονταν από τις μεσαίες τάξεις των ελεύθερων πολιτών, δηλαδή την πιο σημαντική και ανερχόμενη πολιτική δύναμη των πόλεων-κρατών. Οι οπλίτες, με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες, δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν πολίτες που έκαναν το χρέος τους προς την πατρίδα.
Επομένως επιδίωξη των αρχαίων ήταν να αποφεύγουν τις πολύνεκρες μάχες, οι οποίες θα αποστερούσαν από την εκάστοτε πόλη το πιο ζωτικό οικονομικά και πολιτικά κομμάτι της: τη μεσαία τάξη (χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης τονίζει ότι οι ελεύθεροι πολίτες είναι το απαραίτητο κύτταρο κάθε πολιτειακής οργάνωσης: «άνδρες γαρ πόλις»).
Είναι ενδεικτικό επίσης ότι όταν μία παράταξη τρέπονταν σε φυγή οι αντίπαλοι στρατιώτες σπάνια την καταδίωκαν. Αυτό που προείχε ήταν η νίκη στη μάχη και όχι η διάλυση του εχθρού. Η πολεμική σύρραξη έπρεπε να είναι σύντομη, ευθεία, αποφασιστική και όχι αντίθετα μακροχρόνια, βασισμένη σε περίπλοκες τακτικές κινήσεις και αμφιλεγόμενη. Οι κανόνες με βάση τους οποίους οι Έλληνες διεξήγαν τους πολέμους τους διέπονταν από την αρχή της ελαχιστοποίησης της αιματοχυσίας χωρίς όμως την ίδια στιγμή να αποστερούν τη μάχη από το στοιχείο του προσωπικού αγώνα όπως υπογράμμιζε και ο Ευριπίδης στο απόσπασμα που προαναφέραμε.
Ο πόλεμος υπηρετούσε τα δημοκρατικά συμφέροντα της πόλης (διαφύλαξη του ανθρώπινου υλικού, συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των πολεμιστών-πολιτών) και όχι το αντίθετο (ολοκληρωτική υπεροχή με κάθε μέσο και κόστος). Ο σχηματισμός της φάλαγγας παρόλα τα εμφανή και εγγενή ελαττώματά της αντανακλούσε και ανταποκρινόταν στην ελληνική νοοτροπία σύμφωνα με την οποία «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα» αλλά, όπως το διατύπωσε ο Αριστοτέλης, «στην άμιλλα ενυπάρχει και η νίκη». Τέλος πρέπει να σημειώσουμε ότι σχεδόν όλοι οι γνωστοί φιλόσοφοι και ποιητές της αρχαιότητας είχαν υπηρετήσει σε κάποια στιγμή ως οπλίτες. Ορισμένοι, όπως ο Αισχύλος, τη θεωρούσαν ως την πιο ένδοξη στη ζωή τους.
Ο ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ο οπλισμός διακρίνεται σε αμυντικό και επιθετικό, αλλά από όσα έχουμε αναφέρει έως τώρα πρέπει να έχει γίνει φανερό ότι το βάρος του οπλισμού έπεφτε στην αμυντική θωράκιση του πολεμιστή. Η λέξη οπλίτης προέρχεται από το όπλον που σήμαινε αρχικά την ασπίδα, επομένως οπλίτης ήταν αυτός που έφερε την ασπίδα, το κύριο στοιχείο της εξάρτυσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες πολυάριθμες ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις των οπλιτών οι τελευταίοι αναπαρίστανται μόνο με τρία στοιχεία: ασπίδα, κράνος και δόρυ. Άλλα μέρη του οπλισμού ήταν: οι επωμίδες, οι κνημίδες, ο θώρακας και το ξίφος.
Οι οπλίτες συνήθως φόραγαν την πανοπλία τους λίγο πριν τη μάχη καθώς ο εξοπλισμός ήταν ιδιαίτερα βαρύς (έφτανε τα 22-27 κιλά). Κάθε οπλίτης έπρεπε ο ίδιος να φροντίζει για την προμήθεια και τη συντήρηση του ατομικού του οπλισμού, υποχρέωση αρκετά πολυέξοδη. Κάποιοι γονείς μεταβίβαζαν τα όπλα τους στους γιους τους (κυρίως την ασπίδα η οποία διέθετε ιδιαίτερη συμβολική διακόσμηση) ενώ η πιο σύνηθες πηγή εξοπλισμού ήταν η λαφυραγωγία. Αυτές οι πρακτικές όμως επέτειναν την ανομοιομορφία κάθε στρατεύματος με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να μην αναγνωρίζονται μεταξύ του στον αναβρασμό της μάχης οι φίλιοι οπλίτες και να συμπλέκονται.
Γνωρίζουμε ότι οι Σπαρτιάτες ήταν οι πρώτοι που καθιέρωσαν μία ομοιόμορφη εμφάνιση χαράζοντας το γράμμα «Λ» στις ασπίδες τους.Ασπίς: «Ήταν συνήθως στρογγυλή, με διάμετρο περίπου 0,9 μ, μπρούτζινη ή χάλκινη ή αποτελούνταν από επάλληλους δίσκους δέρματος ραμμένους μεταξύ τους και στερεωμένους σε ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό. Η εξωτερική πλευρά ήταν πάντοτε κυρτή και έφερε στο κέντρο τον ομφαλόν, που μερικές φορές είχε κάποια παράσταση, το επίσημον, ή κάποιο ρητό. Αρχικά τα επίσημα ήταν ατομικά και χρησίμευαν στην αναγνώριση του κατάφρακτου οπλίτη μέσα από την πανοπλία του.
Με την επικράτηση όμως των δημοκρατικών πολιτευμάτων το επίσημον έγινε ομοιόμορφο και αντιπροσωπευτικό της πόλης. Η εσωτερική πλευρά είχε μία λωρίδα με υποδοχή στο μέσο της ασπίδας (πόρπαξ), από όπου ο οπλίτης περνούσε το βραχίονα, και ένα δερμάτινο ιμάντα (αντιλαβή ή όχανον) στο εσωτερικό χείλος, από όπου περνούσε το αριστερό χέρι. Χωρίς αυτά η ασπίδα ήταν άχρηστη και οι ανατιθέμενες ασπίδες ήταν υποχρεωτικά χωρίς αντιλαβές και πόρπακες, για να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ενδεχόμενη στάση κατά του Δήμου.
Εκτός μάχης ένας τελαμών (λουρί) επέτρεπε να την κρεμούν στους ώμους, όπως τα σακίδια σήμερα. Στην περίμετρό της υπήρχε η ίτυς, ένα στεφάνι, που προσέθετε ακαμψία και σταθερότητα στην κατασκευή. Μερικές φορές την ασπίδα την επιμήκυναν προς τα κάτω με ένα είδος ποδιάς από δέρμα, για να προστατεύει τα πόδια του οπλίτη από τα εχθρικά τοξεύματα».