Αιχμές για την Εκκλησία και τον Αρχιεπίσκοπο περιέχει άλλη μια συνέντευξη του Νίκου Φίλη που θεωρεί πως θυσιάστηκε από την κυβέρνηση, ενώ παράλληλα απαντά στο αν είναι άθεος.
Αναλυτικά το απόσπασμα της συνέντευξης στο iefimerida.gr για την Εκκλησία και το Θεό…
– Κύριε Φίλη, η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ εμπόδισε να προχωρήσει ο διαχωρισμός Εκκλησίας – κράτους, στον οποίο στόχευε ο ΣΥΡΙΖΑ…
«Όχι, δεν ισχύει αυτό. Πιστεύω ότι υπάρχει ευρεία κοινωνική συναίνεση για τη διαμόρφωση νέων διακριτών ρόλων μεταξύ κράτους και Εκκλησίας. Φαίνεται και στις δημοσκοπήσεις. Πρόκειται για στόχο που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Εχω στον νου μου το σχέδιο για ένα «καινοτόμο Σύνταγμα» που υπογράφουν, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής Αλιβιζάτος, ο Στέφανος Μάνος, καθώς και ο κ. Κτιστάκης, μέχρι πρότινος σύμβουλος του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά τη συντηρητική στροφή του κ. Μητσοτάκη σε θέματα δικαιωμάτων. Όλοι αυτοί προτείνουν τη ριζική συνταγματική αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους. Συμφωνώ με αυτό που λένε. Δεν μας βάζει κανείς εμπόδιο. Δεν είδα όμως να υιοθετείται αυτή η πρόταση από τα άλλα πολιτικά κόμματα, και μάλιστα από τα φιλελεύθερα. Το ζήτημα δεν δημιουργεί προβλήματα στην Αριστερά, γιατί δεν ψηφοθηρεί με την Εκκλησία και θα το ξεκινήσουμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ανοίξει τον διάλογο και να αναζητήσει ευρύτερες συνεργασίες, όχι όμως βιαστικά ούτε με τετελεσμένα».
«Θυσιάστηκα σε ένα παιχνίδι εξουσίας»
– Ο αντίστοιχος διάλογος στο θέμα των Θρησκευτικών αποδείχθηκε μοιραίος για εσάς;
«Παρά τα όσα ακούσαμε από την πλευρά της Εκκλησίας, εγώ είμαι πλήρως ικανοποιημένος γιατί η υπουργική απόφαση για το μάθημα των Θρησκευτικών με τη δική μου υπογραφή έχει ελάχιστες -πραγματικά ελάχιστες- και ανεπαίσθητες διαφορές από την αντίστοιχη με την υπογραφή του κ. Γαβρόγλου. Εγινε διάλογος με την Εκκλησία, όχι από μηδενική βάση όπως έλεγε η Εκκλησία, αλλά στη βάση νέων προγραμμάτων σπουδών».
– Τότε γιατί χρειάστηκε να σας «θυσιάσει» ο πρωθυπουργός;
«Γιατί, δυστυχώς, υπάρχει πάντα μια ιστορία blame game, ένα παιχνίδι εξουσίας εντός της Ιεραρχίας και της Ιεραρχίας σε σχέση με τα πολιτικά κόμματα. Δεν ήμουν μόνον εγώ, υπήρξαν κι άλλοι υπουργοί παλαιότερα. Στη δική μου περίπτωση υπήρξε -τουλάχιστον- συνέχιση της κυβερνητικής πολιτικής».
– Άρα, ήταν θέμα προσώπου και όχι απόψεων;
«Ηταν για τις απόψεις μου. Δεν έκανα προσωπική πολιτική ως υπουργός Παιδείας, αλλά την υποστήριζε εν συνόλω η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός, καθώς και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής».
– Εσείς όμως τη χρεωθήκατε και την πληρώσατε…
«Βεβαίως, γιατί είχα την ιδιαίτερη πολιτική ευθύνη. Αλλά την εκπαιδευτική ευθύνη, προς τιμήν του, την κράτησε το Ινστιτούτο».
«Πικρία όχι. Μου έμεινε όμως μια ανικανοποίητη διάθεση προσφοράς. Δεν μπόρεσα να προχωρήσω κι άλλα πράγματα στον χώρο της εκπαίδευσης. Δεν είχα μόνο ένα γενικό σχέδιο και οράματα, αλλά και συγκεκριμένες επιλογές στο μυαλό μου. Κάποια προχώρησαν…».
– Πολλά από αυτά χωρίς εσάς…
«Ναι. Κι αυτό είναι θετικό. Μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Επιβεβαιώνει, για πρώτη φορά, ότι όταν φεύγει ένας υπουργός δεν τελειώνει και η πολιτική που ακολούθησε».
– Τότε γιατί έπρεπε να φύγετε;
«Γιατί έπρεπε να εμφανιστεί σαν ένα παιχνίδι εξουσίας που έκανε η Εκκλησία και να φύγει από τη μέση ο «προβληματικός», όπως με ονόμασε ο Μακαριότατος. Να ‘ναι καλά, δεν κρατάω κακία, αλλά δεν είναι και πολύ χριστιανικό αυτό: Να μεταχειρίζεσαι την τηλεόραση ως άμβωνα και να καταριέσαι έναν άνθρωπο ως προβληματικό».
– Αρα, επιβλήθηκε η Εκκλησία και φύγατε;
«Σαφέστατα. Και παρότι ο πρωθυπουργός προσπάθησε να με πείσει να αναλάβω άλλα, πολύ σοβαρά υπουργεία, όπως το πρώτο τη τάξει υπουργείο, το Εσωτερικών, του είπα «όχι», γιατί είχα ένα έργο να ολοκληρώσω στην Παιδεία. Έτσι καταλαβαίνω εγώ τη συμμετοχή μου στην πολιτική».
– Πιστεύετε ότι ο Αρχιεπίσκοπος έχει αναλάβει την ευθύνη του σε αυτό;
«Σας απάντησα παραπάνω. Σας υπενθυμίζω ότι όταν ο γνωστός υμνητής της Χρυσής Αυγής μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος ευχήθηκε «να μου σαπίσει το αριστερό χέρι», και πάλι ο κ. Ιερώνυμος δεν τον αποδοκίμασε, επικαλούμενος μάλιστα το δημοκρατικό δικαίωμα του καθενός να λέει ό,τι θέλει! Φοβούμαι ότι η εικόνα μιας πολιτευόμενης Εκκλησίας, η οποία συμπληρώνει την εικόνα ενός θρησκευόμενου κράτους, όχι μόνο δεν συσπειρώνει, αλλά απομακρύνει τον κόσμο. Το αν έφυγε ο Φίλης μικρή σημασία έχει. Δημιουργείται, όμως, αρνητική εικόνα για μια πολιτευόμενη Εκκλησία που μας οδηγεί στην εποχή της «δεξιάς του Κυρίου», όπως έλεγε ο Χριστόδουλος».
– Δεν είναι πιο φιλελεύθερος ο Ιερώνυμος απ’ ό,τι ήταν ο Χριστόδουλος;
«Εμφανίστηκε στην αρχή λιγότερο παρεμβατικός και πιο ανοικτός. Στη συνέχεια συμμάχησε με ακραίους ιεράρχες και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του είναι η εκκλησιαστική περιουσία. Γενικότερα, μην ξεχνάτε ότι η Εκκλησία είναι μια μορφή εξουσίας. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, είναι φορέας δημόσιας εξουσίας. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Και τα λέω αυτά χωρίς να παραγνωρίζω το φιλανθρωπικό έργο που επιτελεί η Εκκλησία, με τη χορηγία ιδιωτών και την εθελοντική προσφορά πιστών και ιδιαίτερα γυναικών».
– Επικοινωνείτε με τον κ. Γαβρόγλου;
«Βεβαίως. Είμαστε φίλοι σαράντα χρόνια. Φίλοι και σύντροφοι. Τον εκτιμώ και νομίζω ότι με εκτιμά. Αλλά δεν είμαι σκιά στο υπουργείο. Οταν χρειάζεται, μιλάμε».
– Κύριε Φίλη, είστε άθεος;
«Δεν θα ήθελα να κάνω επίδειξη του τι είμαι. Είμαι αυτό που υπαγορεύει η συνείδησή μου. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός ήταν κατά του φαρισαϊσμού και μας δίδαξε να προσευχόμαστε «εις το ταμείον μας», δηλαδή να έχουμε μια προσωπική-ιδιωτική σχέση με τη θρησκεία. Σέβομαι τη διαφορετικότητα, την ετερότητα, το δικαίωμα ενός πολίτη να πιστεύει ή να μην πιστεύει. Θα ήταν λάθος ως πολιτικός και ως φορέας εξουσίας που υπήρξα να διατυμπανίζω τις προσωπικές μου απόψεις. Πάντως, ξέρω τι είναι η Εκκλησία, τι είναι η βυζαντινή ψαλμωδία, και ας εκνεύρισε αυτό κάποιους από τους ιεράρχες. Βλέπετε, δεν ανταποκρίνομαι σε ορισμένα στερεότυπα και γι’ αυτό δέχτηκα ως υπουργός επιθέσεις από πολλές πλευρές που θύμιζαν «δολοφονίες χαρακτήρων»».