Tο Eurogroup θα εγκρίνει την εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα
για να αποφευχθεί ένα ατύχημα ρευστότητας, ωστόσο δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια συμφωνία που να ανοίγει τον δρόμο για την ένταξη της χώρας στο QE, όπως σημειώνει η JP Morgan σε νέα της έκθεση.
Αυτό θα παραμείνει ένα σημαντικό θέμα στην ατζέντα στους επόμενους μήνες και θα ξαναπέσει στο τραπέζι με έναν πιο εποικοδομητικό τρόπο προς τα τέλη του έτους και μετά τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Η Ελλάδα θα προσέλθει στη συνεδρίαση έχοντας σε γενικές γραμμές εκπληρώσει τα προαπαιτουμένα, αποδεχόμενη ουσιαστικά τα αιτήματα του ΔΝΤ για πρόσθετη δημοσιονομική λιτότητα ύψους 2% του ΑΕΠ κατά το 2019-2020. Για να συμμορφωθεί με αυτό το σκληρό σύνολο προαπαιτουμένων, η ελληνική κυβέρνηση ελπίζει να επιτύχει έναν καθαρό δρόμο εξόδου από την πολυετή ύφεση. Ο πιο πιεστικός στόχος ήταν να σφραγίσει το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης και να λάβει την επόμενη δόση που απαιτείται για τις αποπληρωμές του Ιουλίου.
Ωστόσο, οι στόχοι της ελληνικής πλευράς είναι πιο μεγάλοι και δύσκολοι, συμπεριλαμβανομένης της παροχής επαρκών λεπτομερειών για την ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές για να υπάρξει θετική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους από όλους τους θεσμούς – συμπεριλαμβανομένου και του ΔΝΤ – που θα προετοιμάσει το έδαφος για την ένταξη στο QE της ΕΚΤ στο εγγύς μέλλον.
Αυτές οι προσδοκίες, όπως σημειώνει η JP Morgan, συνδέονται στενά με την επιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να λάβει μια σημαντική πολιτική ώθηση την στιγμή που έχει χάσει σημαντικό έδαφος στις δημοσκοπήσεις.
Δίκαιο deal αλλά όχι το τέλος του παιχνιδιού
Αυτό που είναι εφικτό αυτή τη στιγμή είναι μια δίκαιη συμφωνία αλλά όχι το τέλος του παιχνιδιού. Η Ελλάδα θα λάβει επαίνους για το μεγάλο πακέτο λιτότητας που ενέκρινε η κυβέρνηση, λαμβάνοντας έτσι την ταχεία εκταμίευση της επόμενης δόσης. Το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, αντίθετα, θα παραμείνει υπό συζήτηση. Μια πιθανή συμβιβαστική λύση θα αφορά τη δέσμευση του ΔΝΤ να συμμετάσχει «κατ “αρχήν» στο πρόγραμμα, αλλά με την μελλοντική οικονομική του συμμετοχή να εξαρτάται από τον προσδιορισμό των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό για μία θετική ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αλλά και για να ικανοποιήσει τους Γερμανούς, οι οποίοι επιμένουν στη συνεχιζόμενη συμμετοχή του ΔΝΤ.
Θα είναι αρκετό για την ελληνική κυβέρνηση;
Σύμφωνα με την JP Morgan, αυτό είναι αναμφισβήτητα το περισσότερο που μπορεί να πετύχει η Ελλάδα σε αυτό το στάδιο, δεδομένων των εκλογών στη Γερμανία οι οποίες περιορίζουν την ουσιαστική απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους. Ωστόσο είναι πιθανό ότι οι συνεχείς προσπάθειες – ειδικά από τη νέα γαλλική κυβέρνηση – για μία πιο ολοκληρωμένη λύση, να οδηγήσουν τελικά σε κάποια επιπλέον παραχώρηση στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, παραμένοντας εντός των ορίων της ανακοίνωσης του Μαΐου του 2016 για την ελάφρυνση του χρέους, η Ελλάδα μπορεί να λάβει αναλυτικότερη ευρωπαϊκή δέσμευση για την παράταση των προθεσμιών λήξης και περιόδων χάριτος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών κάτω του 15% του ΑΕΠ.
Ίσως πιο σημαντικό, οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα μπορούσαν να δεσμευτούν ρητά να συζητήσουν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους πριν από το τέλος του έτους. Και είναι επίσης πιθανό η Ελλάδα να λάβει μεγαλύτερη δόση (περίπου 10 δισ. ευρώ) με στόχο την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυβέρνησης ή την ενίσχυση της ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα.
Ακόμη όμως και με αυτές τις πιθανές παραχωρήσεις, η συνολική συμφωνία θα ήταν χαμηλότερη από τις αρχικές προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης. Ωστόσο, δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να αποδεχθεί τη διαθέσιμη συμφωνία. Η ελληνική ρητορική έχει ήδη αλλάξει, με τις προσδοκίες να μειώνονται, ενώ ο κίνδυνος που θα δημιουργηθεί από την απόρριψη της συμφωνίας με σκοπό να ασκηθεί πίεση στους Ευρωπαίους εταίρους για περαιτέρω βελτίωση της προσφοράς τους πριν από την προθεσμία του Ιουλίου, είναι μεγάλος.
Επιπλέον, η απουσία (μετά τον Ιούλιο του 2017) μεγάλων λήξεων μέχρι τον Απρίλιο του 2019 θα σήμαινε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να επικεντρωθεί εκ νέου στην εσωτερική ατζέντα και στα μέτρα στήριξης της οικονομίας χωρίς ιδιαίτερη εξωτερική επιρροή.
Τι γίνεται με το QE;
Εάν η συμφωνία πλησιάσει τις προσδοκίες της JP Morgan, δεν θα είναι αρκετή για να επιτρέψει στα ελληνικά ομόλογα να γίνουν αποδεκτά στο QE. Άλλωστε, η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές ότι θα χρειαζόταν αξιόπιστα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για να μία θετική ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Η Κομισιόν και ο ESM θα μπορούσαν να παράσχουν μια τέτοια αξιολόγηση, δεδομένου του δικού τους συνόλου ευνοϊκότερων προβλέψεων, ωστόσο αυτό δεν θα ήταν αρκετό για την ΕΚΤ για να αποφασίσει την ένταξη της Ελλάδας στο QE.
Από την άλλη πλευρά, oι Ευρωπαίοι γνωρίζουν την ανάγκη να εξασφαλίσουν μια επιτυχημένη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές πριν από το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 για να αποφευχθεί η ανάγκη για ένα (μικρότερο) τέταρτο μνημόνιο. Όπως σημειώνει η JP Morgan χρειάζεται περαιτέρω πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων για να μπορέσει να βγει η Ελλάδα στις αγορές, για την οποία το QE είναι σημαντικός καταλύτης.
Έτσι, οι Ευρωπαίοι θα δεσμευτούν να επανεξετάσουν με εποικοδομητικό τρόπο το QE προς το τέλος του έτους, με αναφορά στο χρόνο που θα τεθεί σε ισχύ, μετά το πέρας των γερμανικών εκλογών. Σε εκείνο το σημείο, μία θετική αξιολόγηση για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους από τον ESM με βάση τα συμφωνηθέντα μέτρα μπορεί να αποδειχθεί αρκετή για να λύσει τα χέρια της ΕΚΤ, πιθανώς στο δ” τρίμηνο ή στις αρχές του 2018. Όταν η ανάκαμψη και η συνεχιζόμενη δημοσιονομική πειθαρχία κυριαρχήσουν στην ελληνική οικονομία, η σημασία της συμμετοχής του ΔΝΤ θα μπορούσε να γίνει λιγότερο σημαντική καθώς πλησιάζει το τέλος του τρίτου προγράμματος, καταλήγει η JP Morgan.
Δεν του είχαν ζητήσει ρουσφέτι, επί πρωθυπουργίας τους, ο Κώστας Καραμανλής και ο Αλέξης Τσίπρας και τα λιγότερα του τα ζήτησε ο Αντώνης Σαμαράς, δήλωσε σήμερα ο πρώην πρόεδρος του «Ερρίκος Ντυνάν» ο Ανδρέας Μαρτίνης, δεύτερη ημέρα εξέτασής του ως μάρτυρας στην εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που διερευνά τα σκάνδαλα στο χώρο της Υγείας.
ΠΗΓΗ: capital.gr