Ο παπά – Λάμπρος Ζέρβας ήταν ο εφημέριος του χωριού Ρωμύλι της Πυλίας, όπου ζούσε με την παπαδιά και την οικογένειά τους.
Το 1860 έπεσε θύμα ληστείας, όταν κάποιοι ανταγωνιστές του έστειλαν στο σπίτι του κλέφτες με την πρόφαση ότι ήθελαν να αγοράσουν ένα από τα βόδια του. Οι δύο ξένοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του ιερέα. Μόλις η οικογένεια έπεσε το βραδυ για ύπνο, οι δύο κλέφτες ειδοποίησαν τους υπόλοιπους που είχαν κρυφτεί έξω από το χωριό. Ετσι, όλοι μαζί μπήκαν εύκολα στο σπίτι για να το ληστέψουν. Άρπαξαν ότι μπορούσαν, αλλά επειδή δεν βρήκαν χρήματα άρχισαν να βασανίζουν τον παπά, προκειμένου να τους αποκαλύψει την κρυψώνα. Μια από τις κόρες του παπα-Λάμπρου, η Παναγιώτα, κατάφερε να διαφύγει και όταν έφτασε στο φεγγίτη άρχισε να φωνάζει και να καλεί τους συγχωριανούς σε βοήθεια. Το χωριό ξύπνησε και η συμμορία τράπηκε σε φυγή, όταν οι ένοπλοι γείτονες έφτασαν στο σπίτι του παπά. Από τους πυροβολισμούς δύο ληστές τραυματίστηκαν. Μάλιστα ο ένας χτυπήθηκε βαριά και μετά από λίγο ξεψύχησε. Έτσι, η ληστεία αποφεύχθηκε έστω και την τελευταία στιγμή, αλλά ο παπά- Λάμπρος ενεπλάκη σε βεντέτα με τους ληστές.
Παπαλάμπραινα
Στου Παπαλά-Παπαλάμπραινα
στου Παπαλάμπρου την αυλή
στου Παπαλάμπρου την αυλή
είναι μια μάζεψη πολλή.
Καν ο Παπάς-Παπαλάμπραινα
καν ο παπάς είν’ άρρωστος
καν η παπαδιά πεθαίνει
Παπαλάμπραινα καημένη.
Ούτ’ ο παπάς-Παπαλάμπραινα
ούτε ο παπάς είν’ άρρωστος
ούτ’ η παπαδιά πεθαίνει
Παπαλάμπραινα καημένη.
Οι κλέφτες τους –Παπαλάμπραινα
οι κλέφτες τους εγδύσανε
οι κλέφτες τους εγδύσανε
και τα λεφτά ζητήσανε.
Μια λυγερή-Παπαλάμπραινα
μια λυγερή εφώναξε
μια λυγερή εφώναξε
τους κλέφτες τους εφώναξε.
Τρέξε Γιωργά-Παπαλάμπραινα
Τρέξε, Γιωργάκη ξάδερφε
τρέξε, Γιωργάκη ξάδερφε
οι κλέφτες μας εκάψανε.