Η νύχτα στην Πάτρα είχε για πολλές δεκαετίες τη δική της «βασίλισσα» και καθώς εκείνα τα χρόνια όλα τα λαμπερά τα εξαρτούσαν από την πόλη του φωτός, αυτή την
…ενζενί της διασκέδασης που επρόκειτο να εξελιχθεί σε grande dame, την είπαν «Παριζιάνα». Η ιστορία της έχει κάτι από το παραμύθι της νεότητας της πόλης και του συλλογικού ενθουσιασμού που κάποτε οδήγησε το κέφι σε ξέφρενους καλπασμούς αλλά και κάτι από το μύθο του ταλαντούχου που θα τα καταφέρει ακόμη και αν πετάξεις τον …σπόρο του σε ένα βράχο και αναχωρήσεις βέβαιος για το αποτέλεσμα.
Εν προκειμένω ο βράχος λεγόταν Μακρόνησος και ο αριστερός που επέστρεψε στιγματισμένος στο τέλος του εμφυλίου για να βάλει πηχυαίους τίτλους στο χώρο της διασκέδασης και να σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή, ονομαζόταν Νίκος Κρεμμύδας.
«Η Παριζιάνα ξεκίνησε το 1949 ως μια οικογενειακή επιχείρηση που ίδρυσε ο πατέρας μου. Είχε μόλις γυρίσει από την εξορία και δεν ήταν πολλές οι δουλειές που μπορούσε να κάνει ένας στιγματισμένος αριστερός εκείνη την εποχή. Ο χώρος όπου έκανε το μαγαζί ήταν σταθμός της Χωροφυλακής. Οι πρώτοι πελάτες μας ήταν οι περίοικοι και οι περαστικοί και το μαγαζί τα πρώτα χρόνια σερβίριζε κάνα καφέ κάνα ουζάκι, κάνα μεζέ, πολύ απλά πράγματα. Η περιοχή όμως είχε πολύ μεγάλες και πολύ πολυτελείς βίλες. Του Σπηλιόπουλου, του Κρωβ, του Λαδόπουλου… και σιγά σιγά παρουσιάστηκε η ανάγκη να υπάρξει το πρώτο delivery. Μαγείρευε δηλαδή ο πατέρας μου με την μάνα μου τη Δώρα και την οικογένειά του και τα πήγαινε στις βίλες» λέει ο γιος του Νίκου Κρεμμύδα, Κώστας, «γυαλίζοντας» στη μνήμη μας την μαρκίζα της «γαλλίδας της περιοχής Τσαούση» που ξεκίνησε σαν Σταχτοπούτα.
Σιγά σιγά η επιχείρηση άρχισε να αποκτά έρεισμα σε αυτό τον οικονομικά ανθηρό κύκλο και καθώς η περιοχή ήταν απομακρυσμένη από την Πάτρα, άρχισε να εκδράμει η λεγόμενη καλή κοινωνία, για μπάνιο και φαγητό. «Μεγαλοδικηγόροι, μεγαλογιατροί, μεγαλοεπιχειρηματίες, έστελναν το πρωί με ταξί τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους για μπάνιο και το μεσημέρι έρχονταν και αυτοί για να φάνε όλοι μαζί».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 συναντά κανείς την καλοκαιρινή και τη χειμερινή Παριζιάνα (και από τις δύο πλευρές του δρόμου) σε πλήρη άνθηση ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ξεκινά δειλά- δειλά στις γιορτές και τα καλοκαίρια, να μπαίνει στο μαγαζί ολιγομελής ορχήστρα.
Στα 1965 μαζικοποιήθηκε η επισκεψιμότητα στην Παραλία Πατρών. Το μπάνιο άρχισε να χάνει την αίγλη του και γεννήθηκε η ανάγκη της μεταστροφής της Παριζιάνας σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, κάτι που απογείωσε τη φήμη της.
Τα πρώτα χρόνια η Παριζιάνα δούλευε από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 9 το πρωί. Τρεις βάρδιες με το δικό τους κοινό: «9 με 12 οι οικογένειες που τρώγανε το φαγητό τους και αναχωρούσαν. Στις 12 κατέφθαναν αυτοί που θέλανε να διασκεδάσουν. Τρώγανε και αυτοί, αλλά στην πορεία καταναλώνανε πιο πολύ αλκοόλ. Και μετά τις 3-4 το πρωί ερχόντουσαν αυτοί που τρώγανε τις σούπες. Η ορχήστρα έκανε διαλείμματα μισής ώρας και ξανάρχιζε».
Στην ιστορία έχει περάσει και η περίφημη μακαρονάδα με σάλτσα και τυρί το ξημέρωμα, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί κάτι που έως το 1983 αποτελούσε απαραίτητο φινάλε της διασκέδασης για όλους τους παρευρισκόμενους.
Ο Νίκος Κρεμμύδας, ο οποίος για πολλούς ήταν ο πρώτος Pr-ίστας στη χώρα καθώς είχε ένα δαιμόνιο ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις, είχε μόνιμη ορχήστρα στο μαγαζί και δεν έφερνε μεγάλες φίρμες από την Αθήνα. Προτιμούσε να έχει σταθερότητα στη παροχή υπηρεσιών και να υπάρχει η δυνατότητα διασκέδασης όλες τις ημέρες με το ίδιο εγγυημένο πρόγραμμα.
Ωστόσο η Παριζιάνα ήταν προορισμός όλων των τραγουδιστών και όλων των θιάσων που έρχονταν στην Πάτρα. Οι πελάτες- καλλιτέχνες ανέβαιναν συχνά και στην πίστα για το χατίρι των θαμώνων.
«Στην ταινία ο Φίλος μου ο Λευτεράκης, ο Βουτσάς αναφέρει την Παριζιάνα. Ήταν ένα δώρο του συμπρωταγωνιστή του Ντίνου Ηλιόπουλου στον πατέρα μου γιατί όταν έρχονταν δεν πληρώνανε, δεν τους άφηνε».
Το 1980 το μαγαζί έγινε ιδιοκτησία της οικογένειας Κρεμμύδα που το πήρε από την οικογένεια Μαραγκόπουλου.
Μετά το θάνατο του Νίκου Κρεμμύδα το μαγαζί έμεινε 5 χρόνια κλειστό. Αλλά η φήμη του είχε τη δική της κεκτημένη ταχύτητα.
«Είχε πεθάνει ο πατέρας μου το 1983 και το 85-86 μας παίρνανε από την Αθήνα και λέγανε «ένα τραπέζι για τις απόκριες».
Το 1988 ξεκίνησε η διαδρομή του με άλλους ενοικιαστές αλλά τον ίδιο πάντα τίτλο.
(Στην κεντρική φωτογραφία του θέματος: Οπερίφημος Γιώργος Μητσάκης τέρμα αριστερά. Δίπλα του ο Νίκος Κρεμμύδας και η οικογένειά του. Δεξιά ο πατέρας του. Μια αποτύπωση της οικογενειακής επιχείρησης τη δεκαετία του ’50 (αρχείο Κώστα Κρεμμύδα).
(Από αριστερά ο Τόλης, ο Νίκος ο Κούφης, ο Λέκκας ο κιθαρίστας, ο Λυκουργιώτης, φωτογράφος της εποχής και ο Νίκος Κρεμμύδας, τη δεκαετία του 70 (αρχείο Κώστα Κρεμμύδα).
(Το τζουκ μποξ σε περίοπτη θέση στο μαγαζί πάνω από το δρόμο, στα μέσα της δεκαετίας του ΄50 (αρχείο Κώστα Κρεμμύδα).
(ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ, ΤΗΣ ΓΙΩΤΑΣ ΚΟΝΤΟΓΕΩΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΑΝΑ)
ΤΕΜPO24.GR