Του Δημοσθένη Κούκουνα,
Έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη και μαύρες μέθοδοι για να θιγεί η ανάμιξη του Κων. Μητσοτάκη στην Εθνική Αντίσταση επί Κατοχής, που επιχειρήθηκε να αμαυρωθεί. Αλλά η θετική συμβολή του κατά την περίοδο εκείνη στην Κρήτη έχει αναγνωρισθεί από όλες τις πλευρές, αν και τα ιστορικά γεγονότα θα επαρκούσαν για να το επιβεβαιώσουν.
Είναι χαρακτηριστική η δημοσίευση το 1985 φωτογραφίας του Κ. Μητσοτάκη με δύο ένστολους Γερμανούς από την εφημερίδα Αυριανή. Αν και η φωτογραφία δεν ήταν προϊόν φωτομοντάζ, ωστόσο αφέθηκε να εννοηθεί ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών. Παρά τη δημοσιότητα που δόθηκε για πολιτικούς λόγους τότε, το γεγονός δεν μείωσε τη δημόσια εικόνα του, διότι διαπιστώθηκε ότι οι δύο εικονιζόμενοι Γερμανοί αξιωματικοί κάθε άλλο παρά χιτλερικοί ήταν.
Στο πλαίσιο της ίδιας σκοπιμότητας, εκδόθηκαν δύο βιβλία, που έγραψαν δημοσιογράφοι, δεδηλωμένοι φανατικοί έως εμπαθείς πολιτικοί αντίπαλοί του (Νίκος Κακαουνάκης, Βίος και Πολιτεία του Μητσοτάκη, Κάκτος, Αθήνα 1985 και Χάρη Πασβαντίδη, Ο Εφιάλτης, Αθήνα 1991). Δεν ήταν αυτά τα μόνα που έχουν δει το φως της δημοσιότητος κατά το παρελθόν για το ίδιο θέμα, ενώ μια σειρά άλλων δημοσιευμάτων σε εφημερίδες κατά το παρελθόν, κυρίως υποκινούμενα από πολιτικούς ή εσωκομματικούς αντιπάλους του, επιχειρούσαν τον ίδιο στόχο. Το ζήτημα δεν είναι να κριθεί το μέγεθος της αξιοπιστίας των συγγραφέων, που δεν μας αφορά, αλλά να διακριβωθούν τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία μέσα στις σελίδες των προαναφερθέντων βιβλίων κακοποιούνται βάναυσα και κυρίως κακόπιστα.
Υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο Αλβανικό Μέτωπο και στη συνέχεια, μετά τη συνθηκολόγηση, παρέμεινε υποχρεωτικά για περισσότερο από ένα χρόνο στην Αθήνα μέχρι να εξασφαλίσει άδεια για να επιστρέψει στα Χανιά. Ο πατέρας του, σεβαστή προσωπικότητα της πόλης, είχε την άποψη ότι το εθνικό συμφέρον επέβαλε ο τόπος να περάσει ειρηνικά την περίοδο αυτή, αφού μετά τη λήξη της Μάχης της Κρήτης ο κατακτητής είχε επιβληθεί με μια σειρά ομαδικών εκτελέσεων, γι’ αυτό και πρωταγωνίστησε σε κάθε ευκαιρία – μαζί με άλλους επιφανείς πολίτες της Κρήτης – να διασφαλισθεί η ησυχία στην τοπική κοινωνία.
Ούτε καν 25χρονος δεν ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν επέστρεψε στην κατεχόμενη Κρήτη και ως γερμανομαθής άρχισε να δικηγορεί ενώπιον του γερμανικού στρατοδικείου που λειτουργούσε στην έδρα του Φρουρίου Κρήτης. Αμέσως όμως διασυνδέθηκε με τοπικές αντιστασιακές κινήσεις και με τις συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες που λειτουργούσαν, παρέχοντας υπηρεσίες στην Εθνική Αντίσταση.
Ο Μητσοτάκης πήρε μέρος στην πρώτη συμφωνία του Θερίσου (7 Νοεμβρίου 1943), κατά την οποία επιτεύχθηκε συμφωνία συνεργασίας μεταξύ των οργανώσεων ΕΟΚ και ΕΑΜ. Εκ μέρους της πρώτης είχαν παραστεί οι Νικ. Σκουλάς, Μ. Σπανουδάκης, Κων. Μητσοτάκης και Μιχ. Μποτωνάκης και εκ μέρους του ΕΑΜ οι Εμμ. Μάντακας, Αντ. Μαρής, Εμμ. Ζεβελάκης και Στ. Σφακιωτάκης, ενώ ήταν παρών ο Μιλτ. Πορφυρογένης, καθώς και ως εκπρόσωπος του Συμμαχικού Στρατηγείου ο «Αλέκος» (Γιαν Φίλντινγκ). Ο Κ. Μητσοτάκης, ακριβώς λόγω της διάθεσης που είχε επιδείξει για συνεργασία με την «άλλη» πλευρά, τους αριστερούς, είχε προκαλέσει την εχθρότητα του αρχηγού της ΕΟΚ Νικ. Σκουλά, ο οποίος μέχρι τότε δύο φορές είχε αρνηθεί να τον δεχθεί στη διοίκηση της οργάνωσης. Μετά από τη συμφωνία αυτή, ο Μάντακας και ο Πορφυρογένης έφυγαν για την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου πήραν μέρος στην ΠΕΕΑ.
Περισσότερο καθοριστικός ήταν ο ρόλος του στη νεώτερη συμφωνία, στην οποία κατέληξαν οι εκπρόσωποι των δύο κυρίων παρατάξεων στην Τρομάρισσα των Λευκών Ορέων (15 Σεπτεμβρίου 1944). Επρόκειτο, θα μπορούσε να πει κανείς, για μια μικρή Καζέρτα χωρίς ξένους επιδιαιτητές όμως. Προβλεπόταν η ίδρυση πενταμελούς κοινής διοικητικής επιτροπής με αντικείμενο την περαιτέρω διεξαγωγή του αγώνα στον Νομό Χανίων μέχρι την πλήρη απελευθέρωση και την άφιξη της εθνικής κυβέρνησης, αποκηρυσσόταν το Τάγμα Χωροφυλακής Παπαγιαννάκη και αναλαμβανόταν η συγκρότηση τοπικού εθνικού στρατού, στον οποίο θα εντάσσονταν οι ένοπλοι αντάρτες υπό καθεστώς ισοτιμίας και με διοικητή κοινής εμπιστοσύνης. Το συμφωνητικό υπογραφόταν για λογαριασμό της Παγκρήτιας Επιτροπής ΕΑΜ από τους Ν. Γαλάνη (Μανουσάκη), Ν. Σακλαμπάνη, Γρ. Κοντεκάκη και Κυρ. Κολοκυθά, για δε την ΕΟΚ από τους Ν. Σκουλά, Ιωσ. Βολουδάκη, Μιχ. Μποτωνάκη, Εμμ. Νικολούδη και Κων. Μητσοτάκη.
Με συμπληρωματικό πρωτόκολλο, εννέα ημέρες αργότερα, ορίσθηκε ως διοικητής του 14ου Συντάγματος και φρούραρχος Χανίων ο συνταγματάρχης Στυλ. Σφακιωτάκης με υποδιοικητή τον ταγματάρχη Εμμ. Νικολούδη, ενώ εγκρινόταν η διαδοχή του Ιω. Πασσαδάκη από τον Επίσκοπο Αγαθάγγελο, που θα έχει δύο συμβούλους, έναν από την κάθε οργάνωση (ορίστηκαν ο συνταγματάρχης π.δ. Γ. Παπουτσάκης από το ΕΑΜ και ο δικηγόρος Στ. Κελαϊδής από την ΕΟΚ). Επίσης ορίστηκαν τα μέλη της κοινής διοικητικής επιτροπής: Ν. Μανουσάκης ή Γαλάνης (πέθανε σε λίγες μέρες και αντικαταστάθηκε από τον Δ. Βλαντά) και Ιωσ. Μαυριγιαννάκης για το ΕΑΜ, Νικ. Σκουλάς και Ιωσ. Βολουδάκης για την ΕΟΚ.
Ο Κων. Μητσοτάκης εθεωρείτο συμπαθής και από τον Βλαντά και τον Πορφυρογένη, αλλά και από τον Πασσαδάκη, ο οποίος μεσολάβησε για τη διάσωσή του.
* Από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα «Η ΚΡΗΤΗ ΥΠΟ ΚΑΤΟΧΗ – Η Μάχη της Κρήτης και η Εθνική Αντίσταση, Κατοχή και δοσιλογισμός στην Κρήτη», έκδοση Ariston Books (2017).