Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 έχει για τα καλά εντρυφήσει στην ελληνική κοινωνία ακόμη και 9 χρόνια μετά με την κατάσταση συνεχώς να χειροτερεύει. Το 13,16% του πληθυσμού ζει σε κατάσταση ακραίας φτώχειας με τους ανέργους, τους νέους και τους αυτοαπασχολούμενους να αποτελούν τα μεγάλα θύματα.
Νέα έρευνα της διαΝΕΟσις δείχνει ότι το 2016, αν και το ποσοστό ακραίας φτώχειας έχει μειωθεί σε σχέση με το 2015, 1.488.714 συμπολίτες μας δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Από αυτούς, το 68,5% είναι άνεργοι και το 20,6% αυτοαπασχολούμενοι. Ποσοστό 2,9% των ατόμων που παραμένουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας είναι συνταξιούχοι ενώ το 0,6% είναι υπάλληλοι Δημοσίου/ΔΕΚΟ/Τραπεζών.
Το 30,8% είναι ηλικίας από έως 17 ετών και από 45 έως 64, το 22,6% είναι ηλικίας 18 έως 29 ετών, το 14,2% από 30 έως 44 ετών και το 2,4% άνω των 65 ετών.
Το όριο της ακραίας φτώχειας για το 2016 κυμαίνεται από τα 176 ευρώ για ένα μονομελές νοικοκυριό στην επαρχία με ιδιόκτητο σπίτι μέχρι τα 879 ευρώ για τετραμελές νοικοκυριό που ζει στην Αθήνα στο νοίκι. Πρόκειται για νούμερα ελαφρά μικρότερα σε σχέση με το 2015, εξαιτίας της μείωσης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Τα ποσοστά ακραίας φτώχειας μειώθηκαν για τρίτη χρονιά το 2016 καθώς διαμορφώθηκαν στο 13,6% έναντι 15% το προηγούμενο έτος, 15,7% το 2014 και 17,1% το 2013.
Η ακραία φτώχεια είναι σταθερά χαμηλότερη στις αγροτικές (αραιοκατοικημένες) περιοχές από ό,τι στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις.
Η Κρήτη, η Ήπειρος, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πλήττονται λιγότερο, ενώ η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλία και η Δυτική Ελλάδα πλήττονται περισσότερο.
Το μεγαλύτερο μέρος της «νέας» ακραίας φτώχειας οφείλεται στην αλματώδη αύξηση της ανεργίας μέσα στην κρίση. Το 2016 πάνω από 584.000 άτομα ζούσαν σε οικογένειες με άνεργο «αρχηγό».
Συνολικά το 2016, 1.131.000 πολίτες ήταν άνεργοι και τo 2016 μόνο 127.000 άνεργοι ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας, ένα ποσοστό κάλυψης μόλις 11,2%, που έχει συρρικνωθεί ραγδαία από το 35,1% του 2011. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν είναι σύνηθες σε ανεπτυγμένα κράτη.
Καθώς οι άνεργοι αυξάνονται, η εισοδηματική τους ενίσχυση μειώνεται. Συνήθως στις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικές κρίσεις συμβαίνει το αντίθετο: oι κυβερνήσεις σπεύδουν να επεκτείνουν την κάλυψη των ανέργων, όσο αυτοί αυξάνονται εξαιτίας της κρίσης.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και σε χώρες με παραδοσιακά ισχνή κοινωνική πρόνοια, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ, επισημαίνουν οι αναλυτές της διαΝεόσις. Στη χώρα μας, όμως, η στήριξη των ανέργων έχει περιοριστεί δραματικά. Οι προϋποθέσεις χορήγησης επιδόματος ανεργίας σε άνεργους αυτοαπασχολούμενους, για παράδειγμα, είναι τόσο αυστηρές που μόλις 4.135 άτομα το έλαβαν το 2016.
Στην έρευνα γίνεται αναφορά στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, το οποίο ξεκίνησε από τον Φεβρουάριο του 2017 και μέχρι το τέλος της χρονιάς αναμένεται να ωφεληθούν περίπου 280.000 νοικοκυριά με 700.000 μέλη με δημοσιονομικό κόστος 760 εκ. ευρώ.
Ωστόσο, στην έρευνα γίνεται μια εκτίμηση των αποτελεσμάτων που θα είχε το πρόγραμμα αν είχε λειτουργήσει από το 2016, και υπολογίστηκε πως, με τη μορφή και το σχεδιασμό που έχει, θα έσωζε από τη φτώχεια μόνο περίπου 64.000 πολίτες.