O Κωνσταντίνος διέπραξε ακόμη ένα από το πλήθος των σφαλμάτων του.
Έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα την επομένη της ορκωμοσίας Καραμανλή αιφνιδιαστικώς.
Εν πάση περιπτώσει, ο Καραμανλής έδειξε πως είχε
σκοπό να φροντίσει για τας απαραδέκτους εκκρεμότητας περί του θεσμού, εξ αρχής:
Με την Συντακτική πράξη της 1ης Αυγούστου 1974, επανέφερε εν ισχύ το Σύνταγμα του 1952.
Ανέστειλε όμως τις διατάξεις της μορφής του πολιτεύματος!
Ενώ δηλαδή, αφού επανήλθε το Σύνταγμα του 1952 σε ισχύ, θα έπρεπε αυτοδικαίως να επανέλθει και το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, η Συντακτική Πράξη επέβαλε, όπου ανεφέρετο Βασιλεύς, να τοποθετηθεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας!
Επρόκειτο στην πραγματικότητα για ένα διπλό συνταγματικό πραξικόπημα:
Πρώτον, διότι – επαναστατικώ δικαίω – και χωρίς καμιά διαδικασία αναθεωρήσεως, κατήργησε το Σύνταγμα του 1968/73, το οποίο – έστω και κολοβωμένο από το καθεστώς Ιωαννίδη – αποτελούσε το νόμιμο Σύνταγμα της Ελλάδας, επιδοκιμασμένο από το λαό με δύο δημοψηφίσματα και επικυρωμένο από τον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο Επικρατείας!
Δεύτερον, διότι εφ’ όσον – έστω και εντελώς παρατύπως – επανέφερε το Σύνταγμα του 1952, δεν είχε το δικαίωμα να παραλείψει τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος εκείνου, που αφορούν την μορφή του πολιτεύματος.
Δεν μπορείς να θέτεις σε ισχύ ένα Σύνταγμα επιλεκτικά.
Ή το θέτεις ή δεν το θέτεις!
Επρόκειτο για πράξη αυθαιρεσίας και πρωτοφανούς πολιτικού αμοραλισμού.
Την χαριστική βολή στον Κωνσταντίνο την έδωσε με το Δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974.
Επρόκειτο για ενέργεια πολιτικής σκοπιμότητας και εντελώς περιττή νομικώς.
Διότι είχε προηγηθεί το Δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973, το οποίο είχε ήδη καταργήσει τον θεσμό της Βασιλείας.
Ήθελε όμως να φανεί ότι αυτός και όχι ο Παπαδόπουλος, ήταν ο ιδρυτής του νέου πολιτεύματος.
Και να καλύψει την εντελώς παράνομη κατάργηση του Συντάγματος 1968/73!
Έτσι ξεμπέρδεψε με τον Βασιλέα.
Ο δρόμος για τον θώκο της Προεδρίας ήταν πλέον γι’ αυτόν ανοικτός.
Απέμενε η εξόντωση του Παπαδόπουλου.
Κατά μαρτυρία του Γ. Κάρτερ, λίγες ημέρες μετά την επάνοδο Καραμανλή, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος συνεκάλεσε μια σύσκεψη στενών συνεργατών του, πρώην υπουργών.
Ο ίδιος αναφέρει:
«Η συγκέντρωση θα πραγματοποιείτο στην Καλλιθέα, στην οικία του πρώην υφυπουργού Διομήδους Αγγελόπουλου.
Στην συγκέντρωση παρέστησαν περίπου 12 πρώην υπουργοί και υφυπουργοί των Κυβερνήσεων Παπαδόπουλου. Όλοι με περγαμηνές αποτελεσματικής δράσεως.
Πρώτος έλαβε τον λόγο ο αδελφός του Προέδρου, Κώστας, ο οποίος εδήλωσε ότι ομιλεί «κατ’ εντολήν και εξ ονόματός του».
Ολιγόλογος εξ’ ιδιοσυγκρασίας, αρκέσθηκε να μεταφέρει την απόφαση του Προέδρου να πολιτευθεί «ηγούμενος κόμματος αντιπολιτεύσεως του Καραμανλή!»
(«Τα καύσιμα ετελείωσαν», σελ. 153-154).
Πολλοί συμφώνησαν, πιστεύοντας ότι ένα Παπαδοπουλικό κόμμα θα καθιέρωνε ως πολιτικό ηγέτη τον Γ. Παπαδόπουλο, θα εξέφραζε τις αρχές της Επαναστάσεως θα διασφάλιζε το έργο της και θα αποκτούσε τον σεβασμό του επανακάμψαντος παλαιοκομματισμού, εκφράζοντας τις νέες δυνάμεις. Άλλοι πίστευαν ότι ο Γ. Παπαδόπουλος έπρεπε να παραμείνει ως «εθνικόν κεφάλαιον εν εφεδρεία», να αφήσει τον Καραμανλή να φθαρεί και να κατέλθει στις μεθεπόμενες εκλογές.
Η πληροφορία ότι ο Γ. Παπαδόπουλος μπορεί να κατήρχετο στον πολιτικό στίβο κατά τις επερχόμενες εκλογές, διέρρευσε και μετεδόθη από το πρακτορείο Reuters στις 23 Σεπτεμβρίου 1974.
Την επόμενη μέρα, 24 Σεπτεμβρίου 1974, με εντολή του Κ. Καραμανλή, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Σόλων Γκίκας ανέθεσε στον τότε Επιθεωρητή Χωροφυλακής, υποστράτηγο Ν. Πορρικό, να επισκεφθεί τον Παπαδόπουλο στην οικία του στο Λαγονήσι με μήνυμα-τελεσίγραφο της Κυβερνήσεως.
Πράγματι, ο Πορρικός επεσκέφθη τον Παπαδόπουλο και του είπε: «κ. Πρόεδρε, σας επισκέπτομαι κατ’ εντολήν της Κυβερνήσεως.
Επιθυμία του Πρωθυπουργού είναι να μην προβείτε σε οιανδήποτε δήλωση και βεβαίως να εγκαταλείψετε κάθε σκέψη καθόδου στις εκλογές.
Διότι σε διαφορετική περίπτωση, θα υποχρεωθεί και είναι αποφασισμένος να πάρει μέτρα εναντίον σας, μέχρι φυλακίσεως».
Η απάντηση του Παπαδόπουλου στον εκβιασμό ήταν υπερήφανη και σταθερή:
«Πείτε του κ. Καραμανλή ότι τις αποφάσεις τις λαμβάνω μόνος μου!»
Η σύγκρουση Καραμανλή-Παπαδόπουλου είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της.
Ο Καραμανλής έτρεμε τον Παπαδόπουλο ως πολιτικό του αντίπαλο στον εκλογικό στίβο….
Πολύ επιτυχημένα, ο Γ. Κάρτεργράφει: «Μέσα στα επτά περίπου χρόνια που εκυβέρνησε την Ελλάδα ο Γ. Παπαδόπουλος, απέδειξε ότι διέθετε προσόντα ηγέτου κι επέτυχε να αναγνωρισθεί από μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ως ο νέος ηγέτης που θα μπορούσε να διεκδικήσει στο μέλλον την ηγεσία της Δεξιάς – κι όχι μόνον – στον εκλογικό στίβο.
Η ανατροπή του εμείωσε το ποσοστό αυτό των Παπαδοπουλικών, αλλά δεν το εκμηδένισε.
Ένα ποσοστό τουλάχιστον 15-20% του εκλογικού σώματος εξακολουθούσε και μετά την επάνοδο του Καραμανλή να προσβλέπει στον καθιερωμένο πλέον δημόσιο άνδρα, τον Γ. Παπαδόπουλο.
Επομένως, αν ο Γ. Παπαδόπουλος επολιτεύετο, σε καμιά περίπτωση ο Καραμανλής δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει το 54% του εκλογικού σώματος που κατέστησε πανίσχυρη την κυβέρνησή του.
Η απόφαση λοιπόν του Παπαδόπουλου να ιδρύσει κόμμα υπό την ηγεσία του θα αποδυνάμωνε εξοντωτικά την εκλογική βάση του Καραμανλή, αλλά και θα οδηγούσε σε διάσπαση την παράταξη της Δεξιάς.
Αιφνιδίως, η Δεξιά είχε αποκτήσει και δεύτερο ηγέτη, δοκιμασμένο στην άσκηση της εξουσίας με όραμα και δυναμισμό, επικίνδυνο για το παρόν και το μέλλον!
Οι δύο ηγέτες – ο παλαιός και ο νέος – έπρεπε να κονταρομαχήσουν μέχρι θανάτου.
Για τον Καραμανλή λοιπόν ο κίνδυνος Παπαδόπουλου έπρεπε να εκλείψει». («Τα καύσιμα ετελείωσαν», σελ.159) Ο Καραμανλής αμέσως άρχισε να δρα προκειμένου να εξοντώσει τον πολιτικό του αντίπαλο.
Στις 3 Οκτωβρίου 1974 – μόλις 10 ημέρες από την άρνηση του Γ. Παπαδόπουλου να υποκύψει στον εκβιασμό του – εκδίδεται Συντακτική Πράξη (ΦΕΚ 277) με την οποία για πρώτη φορά εβάπτιζε ως «πολιτικό έγκλημα» την 21η Απριλίου και ανακαλούσε την αμνηστία της 26ης Ιουλίου 1974 – που ο ίδιος ο Καραμανλής είχε δώσει – μόνον για τους «πρωταίτιους» της Επαναστάσεως.
Η Συντακτική Πράξη αυτή παραβίασε τρεις θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου, του Συντάγματος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων:
α) Εισήγαγε νομοθέτημα αναδρομικής ισχύος: Εβάπτιζε ως αδίκημα 8 χρόνια μετά – αναδρομικά – την 21η Απριλίου 1967.
Όμως είναι γνωστό το αξίωμα ότι «Επανάσταση (ή πραξικόπημα) επικρατήσασα δημιουργεί δίκαιον» και συνεπώς δεν είναι ποινικώς κολάσιμη.
Σύμφωνα με το άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικος τιμωρείται μόνον:
«Ο αποπειρώμενος να μεταβάλη το πολίτευμα του κράτους».
Δηλαδή ως πολιτικό έγκλημα νοείται η αποτυχούσα απόπειρα Επαναστάσεως.
Εάν όμως η Επανάσταση επικρατήσει, δημιουργεί αυτομάτως δίκαιο και νομιμοποιείται.
Η 21η Απριλίου επεκράτησε πλήρως και μάλιστα για 7 ολόκληρα χρόνια.
Άρα νομικώς το έγκλημα ήταν ανύπαρκτο.
Κι όμως η Συντακτική Πράξη την εβάπτιζε «έγκλημα» 8 χρόνια μετά την τέλεσή της, παραβιάζοντας το θεμελιώδες αξίωμα «Nullum crimen nula paena sine praevia lege» (Δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως νόμος που να το προβλέπει).
Και παραβίαζε και το Σύνταγμα που ρητώς αναφέρει: «Νομοθέτημα αναδρομικής ισχύος απαγορεύεται απολύτως»….
β) Ανακάλεσε επιλεκτικώς αμνηστία:
Είναι γνωστό διεθνώς το αξίωμα: «Αμνηστία δοθείσα, ουδέποτε ανακαλείται».
Κι όμως!
Η Συντακτική Πράξη της 3ης Οκτωβρίου 1974 δεν ανακάλεσε μία, αλλά τρεις αμνηστίες: Την αμνηστία της 26ης Ιουλίου 1974 (Π.Δ. 519 – ΦΕΚ 211) την οποία έδωσε ο ίδιος ο Καραμανλής ως Πρωθυπουργός για όλα τα αδικήματα που είχαν σχέση με την 21η Απριλίου.
Και την ανακάλεσε επιλεκτικώς μόνον για τους πρωτεργάτες αξιωματικούς της.
Την αμνηστία της 20ης Αυγούστου 1973 (Π.Δ. 168 – ΦΕΚ 186) που είχε δώσει ως Πρόεδρος ο Γ. Παπαδόπουλος και αμνήστευε και αυτό όλα τα πολιτικά αδικήματα που είχαν σχέση με την 21η Απριλίου κι έπειτα.
Και την επικύρωση την αμνηστίας της 20ης Αυγούστου 1973 με την Συντακτική Πράξη της 5ης Αυγούστου 1974 (ΦΕΚ 217) και πάλι από τον Πρωθυπουργό Καραμανλή!
Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε ένα παγκόσμιο φαινόμενο στην Ιστορία του Δικαίου:
Ανακάλεσε παρανόμως τρεις αμνηστίες για ένα ανύπαρκτο αδίκημα!
γ) Στέρησε το δικαίωμα του «φυσικού δικαστού»: Άλλη θεμελιώδης αρχή του Δικαίου είναι η στέρηση του «φυσικού δικαστού».
Δηλαδή του δικαιώματος κάθε ανθρώπου να δικάζεται από το αρμόδιο για την πράξη του Δικαστήριο.
Η Συντακτική Πράξη της 3ης Οκτωβρίου 1974 όμως παρεβίασε κι αυτήν την αρχήν, αφού όριζε ότι οι διωκόμενοι «υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ».
Κι όμως!
Για το αδίκημα της «στάσεως» αρμόδιο ήταν το Στρατοδικείο, ενώ γι’ αυτό της «εσχάτης προδοσίας» ήταν το ορκωτό Κακουργιοδικείο.
Αντιθέτως, έτσι ορίσθηκε «Ειδικό Δικαστήριο» εντελώς παράνομα, ενώ η ίδια η Συντακτική Πράξη δέσμευε την Δικαιοσύνη, διότι εκ των προτέρων προσδιόριζε την δικαζόμενη πράξη ως «πολιτικό έγκλημα», πριν καν εκδικασθεί!
Στις 23 Οκτωβρίου 1974 ο Γ. Παπαδόπουλος και μαζί του οι Στ. Παττακός, Ν. Μακαρέζος, Μ. Ρουφογάλης και Ι. Λαδάς συνελήφθησαν και εκτοπίστηκανστην νήσο Κέα (Τζιά).
Ο εκτοπισμός τους έγινε καθαρά για να μην έχει την δυνατότητα ο Παπαδόπουλος να κινηθεί πολιτικά και να αντιδράσει στην πολιτική του δίωξη.
Μόλις δύο ημέρες πριν – στις 21 Οκτωβρίου 1974 – ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Σόλων Γκίκας διένειμε στον Παπαδόπουλο και στους συνεργάτες του15 λευκά διαβατήρια.
Ο Στ. Παττακός διηγείται:
«Όσοι θα τα εδέχοντο θα ελάμβανον: Εισιτήριον δια χώραν της αρεσκείας του έκαστος μετά της οικογενείας του, την δαπάνην του ταξιδίου και την διαβεβαίωσιν ότι θα ανελαμβάνετο υπό της Κυβερνήσεως η δαπάνη διαβιώσεώς του εις το εξωτερικόν»! («Δυστυχώς ενικήσαμεν», Α’ μέρος, σελ. 96) Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι ο Καραμανλής φοβόταν τον Παπαδόπουλο.
Έκαμε ότι μπορούσε για να «τον βγάλει» από την μέση.
Με την Συντακτική Πράξη – παραβιάζοντας κάθε έννοια Δικαίου – πίστευε ότι του «έτριξε τα δόντια».
Και τώρα του παραχωρούσε το παν για να φύγει από την χώρα και να του αφήσει ελεύθερο τον πολιτικό στίβο.
Όμως ο Παπαδόπουλος του 1974 δεν υπήρξε Καραμανλής του 1963.
Δεν υπήρξε λιποτάκτης της παρατάξεως και του κόσμου του.
Ούτε προδότης των αρχών του.
Και πάλι αρνήθηκε.
Κι αφού ο Καραμανλής δεν μπόρεσε να τον πείσει να φύγει, τον εξόρισε!
Στις 18 Ιανουαρίου 1975 το νομικό έγκλημα εις βάρος του Παπαδόπουλου συμπληρώθηκε.
Ψηφίστηκε το διαβόητο Δ’ Ψήφισμα (ΦΕΚ 6).
Πρώτον, το ψήφισμα αυτό ψηφίσθηκε από αναθεωρητική Βουλή, αρμόδια μόνον για αναθεώρηση του Συντάγματος και όχι για έκδοση ποινικών νόμων.
Δεύτερον, εισήγαγε παρανόμως δεύτερο νόμο αναδρομικής ισχύος.
Τρίτον, βάπτιζε – προτού αποφανθεί η Δικαιοσύνη – τους διωκόμενους ως ενόχους «στάσεως» και «σφετερισμού εξουσίας», παρεμβαίνοντας στο έργο και στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Και τέταρτον, εβάπτισε – κατά παράβαση όχι μόνο κάθε εννοίας δικαίου αλλά και ης ιδίας της λογικής – μια Επανάσταση που επικράτησε πλήρως για επτά χρόνια, ως «πραξικόπημα» το οποίο «ουδέποτε επικράτησε»!
Δηλαδή για να λύσουν τα χέρια της δικαιοσύνης στο πρόβλημα ότι όταν μία Επανάσταση ή πραξικόπημα επικρατήσουν, δημιουργούν δίκαιο, διεκήρυξαν ότι δήθεν «η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», συγκρουόμενοι με την λογική και την ίδια την ιστορία επτά ολοκλήρων ετών.
Η χονδροειδής προσπάθεια θυμίζει τους ιερείς που βαπτίζουν το κρέας ως ψάρι για να το φάνε σε ημέρα νηστείας!
Έξαφνα με μία φράση, δεν υπήρχε Ελλάς και δεν υφίστατο ελληνικό κράτος για επτά έτη.
Το τραγελαφικό της υποθέσεως είναι ότι τόσο Φ.Γκιζίκης, όσο και ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, με τα ανωτέρω νομοθετήματα, μπορούσαν εξίσου να διωχθούν, αφού η κυβέρνηση Καραμανλή αποτελούσε νομική συνέχεια των κυβερνήσεων της «7ετίας».
Είναι χαρακτηριστική η κατάθεση του τότε Προέδρου της ΕΔΗΚ Ιωάννη Ζίγδη στις 26 Νοεμβρίου 1974:
«Η Κυβέρνησις Καραμανλή ωρκίσθη στις 24-7-1974 ενώπιον του «Προέδρου της Δημοκρατίας Στρατηγού Γκιζίκη», ανεγνώρισε έτσι το πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας του Δημοψηφίσματος Ιουλίου 1973.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση Καραμανλή είναι συνέχεια των κυβερνήσεων της δικτατορίας και επιβεβαίωση της νομιμότητος αυτών.
Με την κυβέρνηση Καραμανλή ανεγνωρίσθη ότι η λεγόμενη «Επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967» επεβλήθη και επομένως εδημιούργησε δίκαιον.
Κατόπιν αυτών δεν γνωρίζω ότι υπάρχει θέμα διώξεως των υπευθύνων της δικτατορίας».
Η δίκη-παρωδία κατά του Γ. Παπαδόπουλου και των συνεργατών του κράτησε μέχρι την 23η Αυγούστου 1975.
Ούτε ο Γ. Παπαδόπουλος, ούτε οι υπόλοιποι ανεγνώρισαν την νομιμότητα της δίκης.
Δεν εδέχθησαν διορισμό δικηγόρου, δεν απολογήθησαν και εθεώρουν εαυτούς ως «οιονεί απόντες ».
Οι Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Παττακός, Ν. Μακαρέζος «κατεδικάσθησαν» εις θάνατον.
Αλλά ο Καραμανλής αυθημερόν μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη, φοβούμενος την λαϊκή αντίδραση και εξαγγέλλοντας το περιβόητο:
«Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».
Λίγες μέρες πριν, στις 15 Αυγούστου 1975, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, είχε απευθύνει μήνυμα προς τον ελληνικό λαό, την δημοσίευση του οποίου απαγόρευσε ο Καραμανλής.
Μεταξύ πολλών άλλων, ο Παπαδόπουλος έλεγε:
«Η Επανάστασις είναι πλέον παρελθόν.
Το επιτελεσθέν όμως υπ’ αυτής έργον ζει εις την μνήμην όλων των Ελλήνων και ως μέτρον συγκρίσεως προκαλεί τον μόνιμον φόβον των κυβερνώντων και των φιλοδοξούντων να κυβερνήσουν την Χώραν οι οποίοι απεφάσισαν και οργάνωσαν την εξόντωσίν μας ως πολιτικών αντιπάλων των».
Αυτή ήταν η ουσία.
Ο Καραμανλής είχε εξοντώσει με κάθε μέσο τον υποψήφιο πολιτικό του αντίπαλο.
Και για να το πράξει είχε προχωρήσει σε ένα πρωτοφανές δικαστικό πραξικόπημα.
Και το γεγονός αυτό, το παρεδέχθη και ο ίδιος στην Βουλή, στις 16 Οκτωβρίου 1975:
«Τας πολιτικάς κυρώσεις – είπε – η Κυβέρνησις ενεπιστεύθη όπως επεβάλλετο, εις την Δικαιοσύνην, αφού προηγουμένως την διευκόλυνεν εις το έργον της με συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα, όπως η γνωστή Συντακτική Πράξις και το γνωστό Ψήφισμα.
Και δεν πρέπει να πλανώμεθα.
Εάν δεν είχαν γίνει αυτά, αυτήν την στιγμήν ουδείς θα ήτο δυνατόν να δικάζεται και ουδείς θα ευρίσκετο εις την φυλακήν».
Πιο κυνική ομολογία δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Ο Καραμανλής ομολόγησε ότι εάν δεν είχε παραβιάσει κάθε έννοια δικαίου με τα παράνομα νομοθετήματά του, κανείς δεν θα μπορούσε να δικάσει τον Παπαδόπουλο.
Και ότι με αυτά «διευκόλυνε» την Δικαιοσύνη (βλ. χειραγώγησε) ώστε να το πράξει.
Στην ουσία απλώς την κατήργησε.
Ο δρόμος πλέον για τον Καραμανλή ήταν ανοικτός.
Είχε εξοντώσει και τον πολιτικό και τον πολιτειακό του αντίπαλο….
Εννέα χρόνια μετά, σε μαγνητοφωνημένο διάγγελμα μέσα από το παράνομο δεσμωτήριό του στις 29 Ιανουαρίου 1984, ο Γ. Παπαδόπουλος έλεγε:
«Από τον Οκτώβριον του 1974 είμεθα δεσμώται, οι συνεργάται μου κι εγώ.
Και παραμένομεν δεσμώται.
Δεν μας έκλεισαν εις τας φυλακάς το Δίκαιον και ο Νόμος.
Την ελευθερίαν μας την εστραγγάλισεν η ωμή σκοπιμότης, δια να μπορούν να μας συκοφαντούν χωρίς αντίλογον και να παραπλανούν την κοινήν γνώμην χωρίς έλεγχον».
Μάνος Χατζηδάκης
Φέρτε το Βλ**κα να σας κυβερνάει ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΕΣ θα σας βάλουν τον ψηχακια το γιό του κόπροι όλοι τους. Τον Πληρώνει ακόμα ο Ελληνικός λαός