Του Σταύρου Καλεντερίδη
Τι θα συνέβαινε αν κάποιος πολίτης έφερνε προς συζήτηση και ψηφοφορία το Σκοπιανό ζήτημα στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία; Συγκεκριμένα, ποια θα ήταν άραγε η μοίρα όποιου πρότεινε παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας και σύνθετη ονομασία (αυτό δηλαδή που προτείνουν σήμερα όλα τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα); Πώς θα τον αντιμετώπιζαν αυτόν και την πρόταση του οι συμπολίτες του στην Εκκλησία του Δήμου; Ακολουθεί μια κατατοπιστική περιγραφή της κατάστασης:
Είναι σχεδόν σούρουπο. Ένα γλυκό αεράκι ενοχλεί την ηρεμία των δέντρων στον αττικό λόφο των Νυμφών. Η Βουλή έχει καλέσει τους Αθηναίους πολίτες σε έκτακτη συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου. Σκύθες περιπολούν κρατώντας τις άκρες ενός σχοινιού βαμμένου κόκκινου. Σημαδεύουν όποιον δεν κατευθύνεται γρήγορα προς την Πνύκα, για να τον εκθέσουν ως ασυνεπή στους συμπολίτες του. Η αμέλεια του βασικού δημοκρατικού καθήκοντος θεωρείται μεγάλη ντροπή για τους Αθηναίους.
Οι ελεύθεροι πολίτες λαμβάνουν θέσεις στον χώρο γύρω από το λαξεμένο στον φυσικό βράχο βήμα και συνομιλούν σιωπηλά μεταξύ τους. Ο επιστάτης των πρυτάνεων παίρνει πρώτος τον λόγο και κηρύττει την έναρξη της συνέλευσης. Με βροντερή φωνή ο κήρυκας φωνάζει «τις αγορεύειν βούλεται;» «ποιος θέλει να πάρει τον λόγο;». Κάποιος ολιγαρχικός σηκώνεται και δηλώνει την επιθυμία του να μιλήσει. Ο κήρυκας του δίνει το λόγο. Οι συμπολίτες του τον αναγνωρίζουν, και του ανοίγουν τον δρόμο για να βγει μπροστά. Ο ολιγαρχικός ανεβαίνει στο βήμα και ξεκινάει να περιγράφει την ανάγκη παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας των Αθηναίων στους γείτονες τους. Χρησιμοποιεί διάφορα επιχειρήματα κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα των συμπολιτών του για ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος. Μιλάει για «σύνθετες ονομασίες», «κοινώς αποδεκτές λύσεις» και «έντιμους συμβιβασμούς».
Με την ολοκλήρωση του λόγου του ο ολιγαρχικός περιμένει να ακολουθήσει η συνήθης νομοθετική διαδικασία: αγορεύσεις εναντίον και υπέρ της πρότασης του, συγκρούσεις λόγων, ψηφοφορία και τέλος αποφάσεις. Ωστόσο τα αντανακλαστικά των Αθηναίων είναι πιο ζωντανά από ποτέ. Αντί για τη συνήθη πρακτική θα ακολουθήσει το αυτονόητο, δεδομένης της εξωφρενικής και μισόδημης πρότασης που υποστηρίχθηκε. Τον λόγο θα λάβει ένας δημοκράτης πολίτης και θα αποδομήσει με λίγες κουβέντες το ξεπούλημα της εθνικής κυριαρχίας που επιχειρείται από τους Ολιγάρχες. Δίχως δισταγμό, προχωρεί σε γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι». Πρόκειται για μηνυτήρια αναφορά κατά νόμου που διακρίνεται ως επιζήμιος για την πόλη. Με το εν λόγω εργαλείο δημοκρατίας οι Αθηναίοι έχουν καταρρίψει στο παρελθόν κάθε σχέδιο νόμου που ήταν από ασύμφορο έως επικίνδυνο. Κανείς δεν μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα των πολιτών και της πόλης σε μια πραγματική δημοκρατία. Έντρομος ο ολιγαρχικός παρατηρεί την υπερψήφιση της γραφής από τη συνέλευση του δήμου. Με κλεφτές ματιές κοιτάει δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να βρει τρόπους διαφυγής. Η συνέλευση όμως αποκάλυψε την πλεκτάνη του, και τώρα ο ίδιος συνειδητοποιεί πως η τιμωρία του πρόκειται να είναι παραδειγματική.
Διέξοδος δεν υπάρχει για το σατραπίζειν. Στη δημοκρατία υπάρχει προσωπική ευθύνη όσων επιθυμούν να εμφανίζονται ως πολιτικά πρόσωπα. Όχι μόνο πολιτική αλλά και ποινική. Υπάρχει λογοδοσία για επιβλαβείς και ανθελληνικές πολιτικές προτάσεις. Οι ποινές επί καταδίκης γραφής «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» είναι βαρύτατες για όποιον πρότεινε τον εν λόγω νόμο. Για όποιον δηλαδή πρότεινε ξεπούλημα, παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας και υποταγή στα συμφέροντα των αντιπάλων και των εχθρών της πόλης. Στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων (ατιμία), δήμευση περιουσίας, και εξορία. Οι ποινές επί καταδίκης εξικνούντο μάλιστα έως το κώνειο. Με την ανακοίνωση της ποινής, όποιος σκεφτόταν να προτείνει στους Αθηναίους την οικειοθελή παραχώρηση και απώλεια των εθνικών τους δικαιωμάτων, τώρα θα το σκεφτεί διπλά. Αυτοί οι αποτρεπτικοί μηχανισμοί είναι άλλωστε η ασπίδα της δημοκρατίας.
Με το πέρας της γραφής, και της υποδειγματικής τιμωρίας του επίδοξου σφετεριστή και προδότη της εμπιστοσύνης των συμπολιτών του, θα λήξει η συνέλευση με τα ζυγισμένα λόγια του κήρυκα «έδοξε τη βουλή και τω δήμω». Δηλαδή, λάβαμε αυτές τις αποφάσεις διότι έτσι φάνηκε σωστό, στον δήμο. Οι ελεύθεροι πολίτες θα κατηφορίσουν αργά το λόφο και θα κατευθυνθούν στις ταπεινές οικείες τους, γνωρίζοντας πως επιτέλεσαν υπερήφανα το καθήκον τους. Ως άξιοι συνεχιστές πανάξιων προγόνων, δεν επέτρεψαν τον παραμικρό χώρο σε όσους επιθυμούν να μηδίσουν. Δεν άφησαν ούτε μία χαραμάδα, δεν παρέδωσαν ούτε μισή σπιθαμή γης στους έμμισθους δημαγωγούς, τους χρηματοδοτούμενους από εξωγενείς δυνάμεις που επιβουλεύονται την πόλη και τη δημοκρατία.
Πώς λοιπόν θα αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι τους προσκυνημένους πολίτες – πολιτικούς οι οποίοι θα πρότειναν την παράδοση της Μακεδονίας με σύνθετη ονομασία; Κάνοντας το αυτονόητο: δεν θα ψήφιζαν προφανώς για το ζήτημα αυτό καθ’ αυτό μιας και κάτι τέτοιο θα ήταν παραφροσύνη. Αντιθέτως, θα αναγνώριζαν τους ανθελληνικούς σκοπούς αυτών που υποστηρίζουν το ξεπούλημα και θα ψήφιζαν για να επιλέξουν την παραδειγματική τους τιμωρία.