Αλλες χρονιές, τέτοιες μέρες, το Μέγαρο Μουσικής βρισκόταν στα καλύτερά του: οι μεγάλες ορχήστρες έδιναν τη θέση τους στα πιο χαλαρά σχήματα του Κήπου που βρίσκεται δίπλα στα δύο εντυπωσιακά κτίρια, ένας θεσμός που καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνοντας πλήθος κόσμου – Φέτος, για την ώρα, κανένα πρόγραμμα δεν είναι γνωστό
Καμία εκδήλωση δεν έχει ακόμα ανακοινωθεί που θα περιλαμβάνει κάποιο όνομα πρώτης γραμμής σε αντίθεση με το Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος που ετοιμάζεται να κάνει ανακοινώσεις για τις δικές του καλοκαιρινές εκδηλώσεις στο Πάρκο. Ούτε εντυπωσιακή συναυλία, ούτε μεγάλη εικαστική έκθεση που θα ανοίξει τους εντυπωσιακούς κήπους του Μεγάρου στον κόσμο. Υποτίθεται ότι ο διορισμός της Αννας Καφέτση στο πόστο της υπεύθυνης των Εικαστικών του Μεγάρου με την καθιέρωση ειδικού Κέντρου Εικαστικών Τεχνών και την εξαγγελία του θεσμού «Ο Κήπος βλέπει» θα έφερνε έναν άλλο αέρα, αλλά τίποτα δεν φαίνεται να προχωρά.
Ακόμα και η ορχήστρα του Ντουνταμέλ, το μοναδικό μεγάλο όνομα που αναμενόταν να αφιχθεί στο Μέγαρο μέσα στον Μάιο, ακύρωσε την εμφάνισή του δίνοντας άλλο ένα χτύπημα στο πολλαπλά βαλλόμενο Μέγαρο. Το πρόγραμμά του άνευρο, χωρίς όραμα και ουσιαστική πρόταση για τον πολιτισμό, μοιάζει άκρως αποσπασματικό, φορτωμένο με πειραματικές ομάδες και δίχως μεγάλες ορχήστρες οι οποίες ήταν πάντα το σήμα κατατεθέν του. Μοναδική συνέπεια ως προς την περιοδική εμφάνισή τους εμφανίζουν οι τηλεοπτικές αναμεταδόσεις από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας καθώς και οι γνωστές συζητήσεις των πανεπιστημιακών της Αριστεράς που οργανώνει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Δουζίνας, κάτι που εύλογα δημιουργεί το ερώτημα αν ο φορολογούμενος θα πρέπει να φορτώνεται με τα αδιανόητα χρέη του κρατικού πλέον Μεγάρου για να ακούει συζητήσεις για τη σεξουαλική βία ή τον δεξιό και αριστερό λαϊκισμό (όχι δεν είναι τρολιά αλλά συζήτηση που πρόκειται να λάβει χώρα στο Μέγαρο με ομιλητή τον Eric Fassin!). Δεν έχει κανείς αντίρρηση ότι οι συζητήσεις ποτέ δεν έβλαψαν έναν πνευματικό οργανισμό, αλλά είναι τραγική ειρωνεία να είναι αυτές που καθορίζουν το πρόγραμμα σε ένα υπερχρεωμένο φαραωνικό κατασκεύασμα που δημιουργήθηκε για να τιμά την κλασική μουσική και να φιλοξενεί μεγάλες ορχήστρες και σπουδαίους μαέστρους.
Εξτρα δώρο 60 εκατ. εκτός από τα «πάγια» 400 εκατομμύρια!
Γι’ αυτό και είναι παράδοξο αντί για την Ορχήστρα του Ισραήλ -μια ορχήστρα που έκανε συχνά την εμφάνισή της στο Μέγαρο- αυτή τη στιγμή το πρόγραμμα να συμπληρώνεται από επετειακές εκδηλώσεις της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών – και αντί για τον Ζουμπίν Μέτα να υπάρχει μόνο ο Μίλτος Λογιάδης, δηλαδή ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου που διευθύνει και την ΚΟΑ! Η απάντηση φυσικά είναι ότι η οικονομική επιχορήγηση που δίνεται στο Μέγαρο είναι μικρή και τα λειτουργικά του έξοδα τεράστια καθώς όλες οι έξτρα επιχορηγήσεις πηγαίνουν στα υπέρογκα χρέη του, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την ανυπαρξία οράματος. Μόλις πριν από λίγο καιρό δόθηκαν άλλα 60 εκατ. ευρώ για τη διευθέτηση χρεών που αφορούν τα ασφαλιστικά ταμεία και άλλες βραχυπρόθεσμες οφειλές του Μεγάρου, εκτός φυσικά από τα χρήματα που δίνονται για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του. Ας μην ξεχνάμε ότι το κράτος αυτή τη στιγμή έχει επιβαρυνθεί συνολικά με χρέη που αγγίζουν τα 400 εκατ. ευρώ, τα οποία σημειωτέον δημιουργούσαν σοβαρή τρύπα στον Προϋπολογισμό. Ολα αυτά αφορούν συσσωρευμένα χρέη χρόνων, -τόσο λειτουργικά όσο και κατασκευαστικά- που είχαν δοθεί για την ανέγερση του δεύτερου κτιρίου με δάνειο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου στους διάφορους διοικητές του Μεγάρου, αρχής γενομένης από τον Χρήστο Λαμπράκη, ο οποίος είχε οραματιστεί την ολοκλήρωσή του. Να σημειώσουμε φυσικά ότι στα χρέη αυτά δεν προσμετρούνται τα χρέη προς τρίτους – μουσικούς, προμηθευτές.
Ναι στον Πλούταρχο, όχι στον Βοσκόπουλο!
Δεδομένων των οικονομικών αναγκών οι χώροι του Μεγάρου στην πλειονότητά τους παραχωρούνται σε κάθε λογής εκδηλώσεις και συνέδρια, τα οποία υποτίθεται ότι αποφέρουν αρκετά λεφτά στα ταμεία ανεβάζοντας τις εισπράξεις. Ετσι, μόλις πριν από λίγες ημέρες είδαμε την άλλοτε λαμπερή αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» να μαυρίζει κυριολεκτικά από τους ρασοφόρους, καθώς εκεί έλαβε χώρα ειδική εκδήλωση προς τιμήν του ηγούμενου Εφραίμ, του γνωστού δηλαδή ηγούμενου από την υπόθεση του Βατοπαιδίου. Η εκδήλωση «Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός» ήταν απλώς ένα συμπλήρωμα σε άλλες αλά λούνα παρκ εκδηλώσεις του Μεγάρου με πολυθεάματα, οικογενειακά σόου, βραδιές ρεμπέτικου, λευκούς κύκνους – ακόμα και ειδική βραδιά με τον Γιάννη Πάριο.
Ας μην ξεχνάμε ότι η αλησμόνητη βραδιά, αφιερωμένη στον γνωστό τροβαδούρο είχε λάβει χώρα παράλληλα με τον «Φάουστ» από την Εθνική Λυρική Σκηνή, απόδειξη ότι η έλλειψη πολιτιστικού προγραμματισμού και πρότασης δικαιολογεί και την πρωτόγνωρη για τα σημερινά δεδομένα αδιαφορία. Τη στιγμή, δηλαδή, που το κράτος δαπανά τεράστια ποσά για τη συντήρηση του εντυπωσιακού -και υποτίθεται κρατικού- Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, δεν μπορεί να φροντίσει για την ανανέωση αλλά και τη συντήρηση του Μεγάρου Μουσικής. Επισκέπτες καταγγέλλουν μια εικόνα που θυμίζει εγκατάλειψη, με καμένες λάμπες στους δημόσιους χώρους κ.λπ. Το βασικότερο, όμως, είναι η απουσία οράματος όπως και μεγάλων ονομάτων που θα μπορούσαν να φέρουν ξανά τον γνωστό κόσμο του Μεγάρου – σε αντίθεση με την εντελώς ανανεωμένη Εθνική Λυρική Σκηνή στην οποία δίνεται το μεγαλύτερο βάρος καθώς πρέπει να διαθέτει ένα καλό πρόγραμμα για να μπορέσει να επιβιώσει στο εξαιρετικά κοστοβόρο Κέντρο Πολιτισμού στο Φάληρο. Η εύλογη απορία γιατί να μη μετακόμιζε η Λυρική από το θέατρο Ολύμπια στο Μέγαρο από τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση το τελευταίο να κρατικοποιηθεί δεν έχει απάντηση και έτσι προτιμήθηκε η κατασκευή ενός τεράστιου οικοδομήματος, έστω και με τα χρήματα του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το οποίο ωστόσο το κράτος αδυνατεί να βρει πόρους για να το συντηρήσει στο μέλλον.
Για την ώρα το μόνο που ανησυχεί τους ιθύνοντες του Μεγάρου είναι να μη χαλάσει το προφίλ του με τον Τόλη Βοσκόπουλο, στον οποίο αρνήθηκαν τη δυνατότητα συναυλίας, τη στιγμή που κατά καιρούς στο Μέγαρο έχουν φιλοξενηθεί από τη Μαρινέλλα έως τον Πάριο και από τον Σταμάτη Κόκοτα έως τον Πλούταρχο. Δεν θέλει και πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι αυτό που σοκάρει δεν είναι προφανώς το ιστορικό πλέον όνομα του Βοσκόπουλου, αλλά αυτό της άμεσα συνδεδεμένης με το ΠΑΣΟΚ συζύγου του. Οσο για το επιλεκτικό του πράγματος, ας μην ξεχνάμε ότι το Μέγαρο μπορεί να προκρίνεται ως πολύ «ποιοτικό» για να υποδεχθεί στις ολόχρυσες αίθουσές του τον Βοσκόπουλο, αλλά αρκετά «σεμνό» (;) ώστε να φιλοξενεί ολόκληρη την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι ούτε χρόνος από τότε που τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του εν λόγω κόμματος επισκέπτονταν -πολλοί από αυτούς για πρώτη φορά- το περίφημο «Αίθριο των Μουσών», ή ανέβαιναν τις κυλιόμενες του δεύτερου κτιρίου προβληματιζόμενοι για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς.
Τα «δικά μας» παιδιά
Το συγκλονιστικό είναι ότι επί κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου και επί υπουργίας Γιώργου Παπακωνσταντίνου ως υπουργού Οικονομικών το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να επωμιστεί για τα καλά τα χρέη του Μεγάρου αναλαμβάνοντας τον ρόλο του πρωτοφειλέτη αντί για του εγγυητή που ήταν μέχρι τότε, με αντάλλαγμα το δικαίωμα να μπορεί το Δημόσιο να ορίζει την πλειοψηφία των μελών που διοικούσαν το Μέγαρο – δηλαδή του ΟΜΜΑ. Το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε μόλις πρόσφατα από τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού το Μέγαρο θεωρείται πλέον κρατικό, με αποτέλεσμα τα περισσότερα από τα νεο-διορισθέντα μέλη του να είναι είτε πρώην μέλη της κυβέρνησης είτε φιλικά προσκείμενα προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σημερινός νούμερο ένα άνδρας του Μεγάρου, ο πρόεδρος Νίκος Θεοχαράκης,γνωστός από τον καιρό της επιτελικής θέσης που διατηρούσε στο υπουργείο Οικονομικών επί εποχής Βαρουφάκη. Γνωστός, δηλαδή, και για την εποχή των capital controls, ως επιβράβευση εκείνης της θητείας προκρίθηκε ορθή και η «αναβάθμισή» του διά της υποβαθμίσεως στα ουδέτερα, για την κυβέρνηση, άδυτα του Μεγάρου.
Στο πλάι του διάφοροι συγγενείς και φίλοι που βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στο κρατικοποιημένο Μέγαρο, μεταξύ των οποίων και ο πιο πρόσφατος διορισμός της Κατερίνας Κνήτου, η οποία είναι και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ έχει εργαστεί και στο γραφείο της Θεανώς Φωτίου. Ενώ δηλαδή οι φορολογούμενοι εξακολουθούν να επωμίζονται τα χρέη του Μεγάρου, όλοι ποντάρουν με κάθε τρόπο στην κατάπτωση τόσο της φήμης όσο και της ίδιας του της ταυτότητας, άμεσα συνυφασμένη με τις μεγάλες ορχήστρες και τα αστέρια της κλασικής μουσικής. Τουλάχιστον η Ρίτα Σακελλαρίου -σε αντίθεση με τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ- είχε το θάρρος κάποτε να παραδεχθεί ότι προτιμάει να μείνει με τον δικό της «παίδαρο», επαναστατώντας για πρώτη φορά κόντρα στον φημολογούμενο ελιτισμό του Μεγάρου που σήμερα θυμίζει απλώς περασμένα μεγαλεία.
Της Τίνας Μανδηλαρά για το protothema