Στις 31 Οκτωβρίου 1448, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Η’ πέθανε. Καθώς δεν είχε παιδιά, τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος ο Δραγάτζης (αυτό ήταν το οικογενειακό επώνυμο της μητέρας του). Η στέψη του έγινε στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449 και δύο μήνες αργότερα «παρά πάντων ασπασίως», η υποδοχή του στην Κωνσταντινούπολη. Όταν έγινε αυτοκράτορας, ήταν 44 ετών. Είχε τη φήμη καλού στρατιωτικού, ενώ ήταν γνωστός και για την ακεραιότητά του.
Ο σουλτάνος των Οθωμανών, Μουράτ Β’, τον Φεβρουάριο του 1451 πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Μωάμεθ Β’. Ήταν μόλις 19 ετών και μέχρι τότε δεν είχε δείξει ιδιαίτερες ικανότητες.
«Ήταν εξαιρετικά μορφωμένος, αλλά είχε διαποτιστεί από τη μυστικοπάθεια και την κτηνωδία που χρειαζόταν κάθε Οθωμανός ηγεμόνας προκειμένου να επιβιώσει. Τα πορτρέτα του Μωάμεθ δείχνουν ένα αποφασιστικό πρόσωπο όπου κυριαρχούν τα διαπεραστικά σκούρα μάτια και μία μεγάλη γαμψή μύτη… Του άρεσε το ποτό και ήταν παθιασμένος αμφιφυλόφιλος» (John C. Carr, «Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου»). Κατά τον Steven Runciman, η εικόνα του θυμίζει «παπαγάλο που είναι έτοιμος να φάει ώριμα κεράσια».
Ο Μωάμεθ είχε στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Έπρεπε όμως να εδραιωθεί στο θρόνο του, καθώς μερικές ανατολικές επαρχίες του οθωμανικού κράτους είχαν αρχίσει να δείχνουν αυτονομιστικές τάσεις, ενώ καιροφυλοακτούσε και ο διεκδικητής του θρόνου, Καραμάνογλου.
Στα τέλη του 1444 με αρχές του 1445, ο Μωάμεθ Β’ είχε ανέβει πάλι στο θρόνο των Οθωμανών, σε ηλικία μόλις 13 ετών (!), καθώς ο πατέρας του παραιτήθηκε, άγνωστο γιατί. Από τότε σχεδίαζε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Το 1446, όμως, ήρθε σε σύγκρουση με τον μεγάλο βεζίρη Χαλίλ, ο οποίος οργάνωσε πραξικόπημα και επανέφερε τον Μουράτ Β’ στο θρόνο. Το γεγονός αυτό δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό.
To 1451, o Mωάμεθ Β’, μεγαλύτερος και σοφότερος, έδειξε αρχικά κάποια υποχωρητικότητα απέναντι στα χριστιανικά έθνη. Έτσι, την άνοιξη του 1451, Σέρβοι, Βλάχοι, Γενουάτες, Ραγουζαίοι (Ραγούζα : το σημερινό Ντουμπρόβνικ της Κροατίας), Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου και άλλοι, έστειλαν πρεσβείες για να τον συλλυπηθούν για το θάνατο του πατέρα του και την άνοδό του στο θρόνο. Όλοι τους έγιναν ευμενώς δεκτοί και επέστρεψαν στις πατρίδες του νομίζοντας πως θα επικρατήσει ειρήνη.
Άλλα και στους Βυζαντινούς, ο Μωάμεθ φέρθηκε άψογα. Ανανέωσε τη συνθήκη που είχε υπογράψει ο πατέρας του, τους επέστρεψε την Ηράκλεια και τους παραχώρησε τα έσοδα μιας περιοχής κοντά στον Στρυμόνα (τα οποία ήταν γύρω στα 300.000 άσπρα, ασημένια νομίσματα δηλαδή), και θα χρησίμευαν για τις δαπάνες του Ορχάν (Orchan), ο οποίος ήταν μέλος της οθωμανικής δυναστείας και αποτελούσε κίνδυνο για τον Μωάμεθ, καθώς θα μπορούσε να διεκδικήσει το θρόνο με τη βοήθεια των Βυζαντινών.
Από τους Βυζαντινούς, μόνο ο αξιωματούχος του παλατιού και ιστοριογράφος, Γεώργιος Φραντζής, θεωρούσε επικίνδυνο τον Μωάμεθ, καθώς είχε μάθει ότι ήταν φιλόδοξος και αποφασιστικός και, λόγω της ηλικίας του, ορμητικός και ανυποχώρητος.
Ο Μωάμεθ ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον του Καραμάνογλου με επιτυχία. Οι Βυζαντινοί θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ζητήσουν διπλάσιο χρηματικό ποσό για τον Ορχάν. Παράλληλα, άρχισε νυχθημερόν να καταστρώνει σχέδια για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αποφάσισε λοιπόν να οικοδομήσει τείχος στον Βόσπορο. Έτσι, στα τέλη του 1451, άρχισε να συγκεντρώνει χτίστες και άλλους έμπειρους τεχνίτες από όλο το κράτος του. Ο Κωνσταντίνος διαμαρτυρήθηκε μάταια γι’ αυτήν την απόφαση. Τα νέα διαδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στους κατοίκους της προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση. Το τείχος άρχισε να χτίζεται το Μάρτιο του 1452 και ολοκληρώθηκε στα τέλη Αυγούστου του ίδου έτους. Σήμερα λέγεται Rumili – Hisar(κάστρο της Δύσης). Ο Μωάμεθ το είχε ονομάσει Bogaz – Kesen. Ο τόπος όπου χτίστηκε το φρούριο και όπου βρισκόταν ως τότε η εκκλησία του αρχάγγελουΜιχαήλ, ονομαζόταν παλιά Φονέας και Λαιομοκοπία, ο δε Μωάμεθ τον μετονόμασε σε Μπάσκεσεν (Κεφαλοκόπτης). Οι Βυζαντινοί πάντως το ονόμασαν Νεόκαστρο.
Οι τελευταίες προετοιμασίες των Οθωμανών – Οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του Κ.Παλαιολόγου για βοήθεια
Ο Μωάμεθ Β’ τοποθέτησε στο κάστρο φρουρά από 400 άνδρες και κανόνια («πετροβόλους μηχανάς») και διέταξε κάθε πλοίο που θα περνούσε τον Βόσπορο να σταματάει εκεί και να πληρώνει «κομμέρκιον», δηλαδή δασμό. Αλλιώς, θα βυθιζόταν.
Έτσι, εξασφάλισε τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας και απομόνωσε την Κωνσταντινούπολη από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, απ’ όπου προμηθευόταν τα απαραίτητα τρόφιμα. Μια βενετσιάνικη γαλέρα που αρνήθηκε να σταματήσει, βυθίστηκε με μία μόνο κανονιά. Τα μέλη του πληρώματός της αποκεφαλίστηκαν και ο καπετάνιος ανασκολοπίστηκε.
Εν τω μεταξύ ο Μωάμεθ, σε μια επίδειξη πυγμής, επί τρεις μέρες, με τον στρατό του περιφερόταν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, μελετώντας τα προσεκτικά.
Ο πανικός ανάμεσα στους Βυζαντινούς μεγάλωνε διαρκώς. Ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να διορθώσει τα τείχη της Πόλης. Το τείχος του Θεοδοσίου Β’ (του λεγόμενου «Μικρού»), που είχε χτιστεί τον 5ο αιώνα, ξεκινούσε από την Προποντίδα και κατέληγε στον Κεράτιο Κόλπο. Είχε μήκος περίπου 4.950 μέτρα. Αργότερα ο Ηράκλειτος, που ήταν αυτοκράτορας από το 610 ως το 641, θέλοντας να κλείσει μέσα στα τείχη και τις Βλαχέρνες, γκρέμισε το διπλό τείχος από την Κερκόπορτα και πέρα, κι έχτισε από αυτή ως τον Κεράτιο ένα μονό τείχος. Έτσι, τα τείχη που προστάτευαν την Πόλη έφταναν τα 6.806 μέτρα.
Οι πόρτες της Βασιλεύουσας έκλεισαν και ο Παλαιολόγος έστειλε απεσταλμένους παντού, για να ζητήσει βοήθεια. Υπήρχε, επίσης, για προστασία της Κωνσταντινούπολης, η περίφημη αλυσίδα που σε καιρό πολέμου έφραζε την είσοδο του Κεράτιου Κόλπου. Η μια της άκρη ξεκινούσε από την πύλη του Αγίου Ευγενίου (σημ. Γιαλί – Κιοσκ) κι έφτανε απέναντι στο κάστρο του Γαλατά.
Για πρώτη φορά, στο μεταξύ, οι Τούρκοι είχαν έναν αξιόμαχο στόλο, με επικεφαλής (καπουδάν πασά) τον Βούλγαρο εξωμότη Μπαλτάογλου. Η δύναμή του ήταν 145 πλοία (σύμφωνα με το Βενετό Νικολό Μπάρμπαρο). Βέβαια, κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 300, σίγουρα υπερβολικά μεγάλο νούμερο.
Από τα 145 πλοία, 15 ήταν γαλέρες, 70-80 φούστες (<ιταλ. fusta), καράβια με δύο σειρές κουπιά, και τα υπόλοιπα ήταν παρανδαρίες (εμπορικά καράβια που μετατρέπονταν σε πολεμικά) και μπριγκαντίνια, πρόδρομοι των μπρικιών.
Από την άλλη πλευρά, οι Βυζαντινοί είχαν να αντιπαρατάξουν δέκα πολεμικά πλοία, πέντε βενετσιάνικα και πέντε γενοβέζικα πολεμικά, τρία από την Κρήτη, ένα από την Ανκόνα, ένα καταλανικό κι ένα από την Προβηγκία.
Ο Κωνσταντίνος, για να επισκευάσει τα τείχη, «γύρεψε από τους άρχοντες να βοηθήσουν στη δύσκολη τούτη ώρα τη Βασιλεύουσα. Μα αυτοί προτίμησαν να κρατήσουν τα πλούτη τους…». Φιλάργυρους, δημεγέρτες και τραδιτόρους (προδότες) τους χαρακτηρίζει ο ανώνυμος χρονογράφος του Βαρβερινού Κώδικα (Δ. Φωτιάδης, «Η Επανάσταση του 1821»).
Στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας στράφηκε προς τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, ζητώντας τους μολυβένιους τρούλους και τα χρυσά κι ασημένια αναθήματα, τονίζοντας πως αν ο Θεός σώσει κι αυτή τη φορά την Πόλη, θα τους τα επιστρέψει και με το παραπάνω. Οι κληρικοί κι οι μοναχοί αντέδρασαν έντονα. Τον χαρακτήρισαν εξωμότη, αποστάτη, προδότη πουλημένο στους Φράγκους και ανθρωπάκι που δούλευε για τη δόξα του πάπα της Ρώμης.
Είναι γνωστή η κόντρα Ενωτικών και Ανθενωτικών, που δυστυχώς δεν έπαψε ούτε εκείνες τις κρίσιμες ώρες για την Κωνσταντινούπολη.
Ο Μωάμεθ Β’ έστειλε στο Μοριά τον χειμώνα του 1452-1453 μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με αρχηγό τον Τουραχάν, που έφτασε ως τη Μεσσηνία. Ο σκοπός του ήταν,κάτι που πέτυχε, να μην μπορούν τα αδέλφια του Κωνσταντίνου, Θωμάς (άρχοντας της ΒΔ Πελοποννήσου, με πρωτεύουσα τη Γλαρέντζα, τη σημερινή Κυλλήνη) και Δημήτριος (άρχοντας της ΝΔ Πελοποννήσου με πρωτεύουσα τον Μυστρά), να στείλουν βοήθεια.
Ο Ούγγρος Ιωάννης Ουννάδης, υπολογίσιμος αντίπαλος των Τούρκων, ζήτησε, για να στείλει βοήθεια, δύο πόλεις, προκαταβολικά μάλιστα, τη Μεσημβρία και τη Σηλυβρία. Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε, μα η ουγγρική βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Ο βασιλιάς της Καταλανίας ζήτησε για αντάλλαγμα τη Λήμνο. Οι Βυζαντινοί δέχτηκαν. Ούτε αυτός, όμως, έστειλε βοήθεια. Ο Σέρβος ηγεμόνας Γέωργιος Βράνκοβιτς, που είχε πολεμήσει τους Οσμανλήδες πριν λίγα χρόνια, φοβούμενος πανωλεθρία, έστειλε, αντί για τους Βυζαντινούς, στρατεύματα στον Μωάμεθ!
Από την άλλη πλευρά, οι Δυτικοί είχαν τις δικές τους αντιπαραθέσεις και δεν ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν σημαντική βοήθεια στους Βυζαντινούς. Ο Πάπας Νικόλαος έστειλε μια γαλέρα με 50 πολεμιστές κι έναν καρδινάλιο, τον Ισίδωρο, με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Αυτός σταμάτησε στη Χίο, που ανήκε τότε στους Γενοβέζους, στρατολόγησε άλλους 150 άντρες κι ένα ακόμα πλοίο, κι έφτασε στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Βενετοί έστειλαν πέντε καράβια, υποχρεώνοντας τον Κωνσταντίνο να πληρώνει τα πληρώματά τους! Η μεγαλύτερη βοήθεια ήρθε από τη Γένοβα. Επικεφαλής της ήταν ένας σπουδαίος πολεμιστής, ειδικός στην περιτοιχισμένη άμυνα. Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης, επικεφαλής 700 ανδρών, 400 από τους οποίους ήταν «κατάφρακτοι». Ο Ιουστινιάνης με τους άνδρες του έφτασε στην Πόλη στις 26 Ιανουαρίου 1453 κι έγινε δεκτός με τιμές και ενθουσιασμό. Μετά από λίγες μέρες διορίσθηκε «στρατηγός αυτοκράτωρ και κύριος του πολέμου παντός και πάσης του πολέμου χρείας τε και παρασκευής» (Κριτόβουλος Τμήμα Α’). Ο Ιουστινιάνης, δύο χρόνια νωρίτερα, ήταν διοικητής της πόλης Κάφα (της αρχαίας Θεοδοσίας).
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Την 1η Απριλίου 1453, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης γιόρτασαν το Πάσχα. Οι πρώτοι Τούρκοι φάνηκαν στον ορίζοντα τη Δευτέρα του Πάσχα. Ο Κωνσταντίνος διέταξε να κλείσουν ερμητικά όλες οι πύλες και να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Κεράτιο Κόλπο.
Στο μεταξύ, έφτασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης η γιγάντια λουμπάρδα (κανόνι), που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ορμπάν (Ουρβανός). Αυτός απευθύνθηκε αρχικά στους Βυζαντινούς, που όμως δεν είχαν χρήματα να τον πληρώσουν, έτσι στράφηκε στους Τούρκους.
Ο Δούκας και ο Φραντζής, περιγράφουν ως φοβερό τέρας το κανόνι. Στην πρώτη δοκιμαστική βολή, θα λέγαμε, χρησιμοποιήθηκε μια πέτρινη μπάλα που ζύγιζε, σύμφωνα με διάφορες εκδοχές, 550, 680 ή 1.200 κιλά! Δύο από τις πέτρινες μπάλες που έριξε αυτή η λουμπάρδα σώζονται ως τις μέρες μας! Ο Άγγλος ιστορικός Pears, που τις μέτρησε, βρήκε ότι η διάμετρός τους είναι 1,17 μέτρα! 50-70 ζευγάρια βόδια τράβαγαν το κανόνι κι ακολουθούσαν 700 – 2.000 άνδρες. Άλλοι για να το χειρίζονται κι άλλοι για να ανοίγουν τους δρόμους που δεν μπορούσε να περάσει το θηριώδες αυτό όπλο.
Δύο μήνες, από τις αρχές Φεβρουαρίου ως τις αρχές Απριλίου, χρειάστηκαν για να φτάσει η λουμπάρδα από την Ανδριανούπολη ως την Κωνσταντινούπολη. Εκτός από αυτή, τη «βασιλικιά» λουμπάρδα, οι Τούρκοι είχαν άλλα 70, κατ’ άλλους 100 και κατ’ άλλους 200, κανόνια.
Στις 5 Απριλίου 1453, ο Μωάμεθ έστησε την κόκκινη χρυσαφένια σκηνή του απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, στο λόγο γνωστό σήμερα ως Μαλτεπέ. Οι πολιορκητές ήταν δεκάδες χιλιάδες. Οι αριθμοί ποικίλουν. Από 80.000 ως 400.000. Πιθανότερος αριθμός είναι οι 160.000 που αναφέρει ο Βενετός Μπάρμπαρο. Οι υπερασπιστές ήταν 3.973 Ρωμιοί και περίπου 2.000 ξένοι : Γενοβέζοι, Βενετσιάνοι, Ισπανοί, Ιταλοί (από άλλες πόλεις) κλπ. Υπήρχαν επίσης μερικοί Τούρκοι μισθοφόροι, κάτω από τις διαταγές του πρίγκιπα Ορχάν.
Αντίθετα, ο στρατός του Μωάμεθ είχε στις τάξεις του 30.000 χριστιανούς! «Ρωμιούς, Σέρβους, Βούλγαρους, Λατίνους, Βοημούς, καθώς και αντιπροσώπους απ’ όλα τα χριστιανικά έθνη, όπως γράφει ο ιστορικός Σλουμπερζέ. Ο Κωνσταντίνος είχε «αναμείξει» τις μονάδες των διαφόρων εθνικοτήτων κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίσει τη μέγιστη συνεργασία και ν’ αποφύγει «εθνικιστικούς καβγάδες».
Ο Μωάμεθ ζήτησε από τους Βυζαντινούς να παραδοθούν, όμως εκείνοι ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν. Στις 9 Απριλίου ο στόλος των Τούρκων επιχείρησε να σπάσει την αλυσίδα και να μπει στον Κεράτιο Κόλπο, αλλά απέτυχε. Στις 12 Απριλίου, άρχισαν οι βολές των κανονιών. Το κανόνι του Ουρβανού μπορούσε να ρίχνει ως 7 μπάλες την ημέρα, προκαλώντας τεράστιες ζημιές στα «γέρικα» τείχη της Πόλης. Τη νύχτα, οι πολιορκημένοι επιδιόρθωναν πρόχειρα τις ζημιές.
Στις 20 Απριλίου, τρία γενουατικά κι ένα βυζαντινό πλοίο, με επικεφαλής το ναύαρχο Φλαντανελά, έσπασαν τον τουρκικό αποκλεισμό και έφτασαν στη Βασιλεύουσα μεταφέροντας σιτάρι.
Έξαλλος ο Μωάμεθ «καρατόμησε» τον Μπαλτάογλου και δήμευσε την περιουσία του.
Ο Μωάμεθ συνέλαβε ένα σατανικό σχέδιο. Να μπει ο στόλος του στον Κεράτιο Κόλπο από την ξηρά. Έφτιαξε έτσι μία δίολκο (πρώτοι διδάξαντες και σ΄αυτό οι αρχαίοι Έλληνες στον τότε Ισθμό της Κορίνθου, την εποχή του Περίανδρου, τον 6ο π.Χ. αιώνα), μήκους 7-8 χλμ. Μάλλον, όμως, οι ιστορικοί κάνουν ένα λάθος εδώ. Όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Δ. Φωτιάδης, η ιδέα ήταν πιθανότατα των Γενοβέζων του Γαλατά, που θέλησαν να καλοπιάσουν τον Μωαμέθ. Και, με την ευκαιρία, του πούλησαν το λαρδί που χρειαζόταν για ν’ αλειφτούν τα ξύλα προκειμένου να γλιστρούν πιο εύκολα τα καράβια. Και οι Γενοβέζοι, όμως, είχαν μάθει τον δίολκο από έναν Έλληνα, τον Κρητικό Νικόλαο Σόρβολο (ή Καραβίτη). Στη διάρκεια του πολέμου της Βενετίας εναντίον του δούκα του Μιλάνου, για να σώσει τα οχυρά της Βερόνα και της Μπρέσια, μετέφερε 31 βενετσιάνικα πολεμικά πλοία από την ξηρά στη λίμνη Γκάρντια, πάνω σε ξύλινους κυλίνδρους, σε δρόμους που άνοιξαν χιλιάδες εργάτες σε βραχώδη εδάφη!
Πάντως, μ’ αυτόν τον τρόπο, 72 τουρκικά πλοία πέρασαν από τον Βόσπορο στον Κεράτιο Κόλπο, αφήνοντας έκπληκτους τους Βυζαντινούς. Λίγες μέρες αργότερα, οι Τούρκοι έστησαν ένα πλωτό γεφύρι στον Κεράτιο Κόλπο, το οποίο στηριζόταν σε 1.000 βαρέλια περίπου. Ένωσαν έτσι την Πύλη του Κυνηγού με την απέναντι πλευρά του Κόλπου.
Στις 7 Μαΐου, 30.000 Τούρκοι επιτέθηκαν λυσσαλέα εναντίον της Πόλης. Οι υπερασπιστές της, όμως, απέκρουσαν την έφοδο αυτή. Διακρίθηκε ιδιαίτερα ένας πολεμιστής που λεγόταν Ραγκαβής, καθώς ρίχτηκε στο τουρκικό ασκέρι και σκότωσε τον σημαιοφόρο της προσωπικής φρουράς του Μωάμεθ. Σκότωσε πολλούς ακόμα, πριν χτυπηθεί θανάσιμα.
Στις 12 Μαΐου, νέο τουρκικό ρεσάλτο αποκρούστηκε από τους πολιορκημένους. Μπροστάρης στην άμυνα της Πόλης ήταν ο Κωνσταντίνος.
Στις 18 Μαΐου, μέσα σε μια νύχτα, οι Τούρκοι με τους Φράγκους καταφέρνουν και στήνουν έναν τεράστιο κινούμενο ξύλινο πύργο απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και μ ετο πρώτο φως της μέρας προσπαθούν να τον «κολλήσουν» στα τείχη, για να μπουν στη συνέχεια στην Πόλη. Μόλις νύχτωσε, οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα και τον σπουδαίο Ιουστινιάνη, κατάφεραν κι έκαψαν τον ξύλινο πύργο! Έκπληκτος ο Μωάμεθ, φέρεται να είπε τότε : «Ακόμα κι αν οι 37.000 προφήτες του Ισλάμ με βεβαίωναν πως μέσα σε μια νύχτα και το χαντάκι (το οποίο είχαν γεμίσει οι Τούρκοι για να κολλήσουν τον πύργο στα τείχη) θα άδειζαν και τον ξύλινο πύργο μου θα έκαιγαν, δεν θα το πίστευα».
Ο πύργος αυτός ήταν απομίμηση, προφανώς, ενός ακόμα αρχαίου ελληνικού δημιουργήματος. Πρόκειται για την ελέπολι, που επινοήθηκε από τον Πολύειδο τον Θεσσαλό, και τη χρησιμοποίησε ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας, ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην πολιορκία του Βυζαντίου (!) το 341 π.Χ. 1794 χρόνια αργότερα, η ιστορία, κατά κάποιον τρόπο, επαναλήφθηκε, καθώς η Κωνσταντινούπολη ήταν χτισμένη στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου! Η ελέπολις τελειοποιήθηκε από τον Επίμαχο τον Αθηναίο για λογαριασμό του Δημητρίου Α’ του Πολιορκητή. Ένα μπριγκαντίνι, εν τω μεταξύ, που είχε ξανοιχτεί στο Αιγαίο για να δει αν έρχεται βενετσιάνικη βοήθεια, επέστρεψε με δυσάρεστα μαντάτα στην Πόλη. Δεν φαινόταν καμιά βοήθεια στον ορίζοντα.
Παράξενα σημάδια (ένα αλλόκοτο φως στον τρούλο της Αγίας Σοφιάς) και η πτώση της εικόνας της Παναγίας στη διάρκεια της λιτανείας στις 25 Μαΐου, κατέβαλαν ακόμα περισσότερο τους καταρρακωμένους υπερασπιστές της Πόλης. Ο Μωάμεθ, έστειλε έναν εξωμότη για να πείσει τον Παλαιολόγο να παραδώσει την Πόλη, εκείνος όμως αρνήθηκε.
Το βράδυ της 28ης Μαΐου, ορθόδοξοι και καθολικοί συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία για μια κατανυκτική δέηση. Γύρω στη 1.30 π.μ. της 29ης Μαΐου 1453, ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση των Τούρκων εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Πρώτοι εφόρμησαν οι βασιβουζούκοι, Οθωμανοί άτακτοι, που αποκρούστηκαν. Ακολούθησε επίθεση από τα επίλεκτα μικρασιατικά τμήματα υπό τον Ισάκ πασά, η οποία επίσης, αποκρούστηκε με δυσκολία. Έξαλλος ο Μωάμεθ, έστειλε τους γενίτσαρους εναντίον των πολιορκημένων. Συνάντησαν σθεναρή αντίσταση και δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν. Η Κερκόπορτα όμως, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Δεκάδες βασιβουζούκοι μπήκαν στην Πόλη. Θα είχαν αποκρουστεί κι αυτοί, αν ένα τουρκικό βέλος, δεν χτυπούσε στον δεξιό μηρό τον Ιουστινιάνη.
Παρά τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου να τον μεταπείσει, ο γενναίος Γενοβέζος και μαζί οι κατάφραχτοι πολεμιστές του και οι υπόλοιποι άνδρες του, έφυγαν μ’ ένα γενουατικό πλοίο. Ο παρεξηγημένος στο παρελθόν ηρωικός αυτός πολεμιστής, πέθανε στη Χίο από γάγγραινα, δύο μήνες αργότερα.
Σε λίγο μια οθωμανική σημαία κυμάτιζε πάνω από την Κερκόπορτα. Οι γενίτσαροι έκαμψαν την αντίσταση των υπερασπιστών της Πόλης. Ο Κωνσταντίνος, στάθηκε να τους αντιμετωπίσει με το ξίφος στο χέρι, στην Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη. Μαζί του, ο ξάδελφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο Ιωάννης Δαλματάς(ή Δαλμάζης) κι ο Ισπανός ευγενής δον Φρανσίσκο δε Τολέδο. Πρώτος, ρίχτηκε στα οθωμανικά στίφη ο Θεόφιλος. Ακολούθησε ο Κωνσταντίνος, που έβγαλε τα αυτοκρατορικά ενδύματα και τα εμβλήματά του, συνοδευόμενος από τον Δαλματά και τον δον Φρανσίσκο.
«Τότε Τούρκος έπληξε τον βασιλέα κατά πρόσωπον και άλλος όπισθεν έδωσεν ετέραν πληγήν. Κατέπεσεν ο βασιλεύς εκ του ίππου και εξέπνευσεν επί των αυτόθι πτωμάτων φίλων και εχθρών».
Έτσι, γράφτηκε το τέλος της χιλιόχρονης, και πλέον, βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με ορισμένες άγνωστες και πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες και λεπτομέρειες για την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453, θα επανέλθουμε τις επόμενες ημέρες.
ΠΗΓΕΣ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ Θ’ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
JOHN C. CARR, «ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2016
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Α’ ΤΟΜΟΣ, εκδ. Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ 2016
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ. ΠΑΣΠΑΤΗΣ «ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1453», Α’ έκδοση Αθήνα 1890, επανέκδοση εκδ. ΕΚΑΤΗ 2009