Σαν σήμερα 18 Σεπτέμβρη 1834 η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, με διάταγμα της αντιβασιλείας και εμείς βρήκαμε την ευκαιρία να κάνουμε ένα ταξίδι στη μετεπαναστατική Αθήνα που τότε ήταν ένα χωριό 300 σπιτιών και πολλών ερειπίων.
Να δούμε πώς αναπτύχθηκε η πόλη αλλά να «ρίξουμε και μια ματιά» στην κοσμική Αθήνα της εποχής.
«Η Αθήνα, που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες» λέει ένας περιηγητής της εποχής. Και έτσι ήταν. Οταν αποφασίστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς τρεις καλύβες όλο κι όλο – η μία του νεοδιορισμένου τελώνη.
Ερείπια, σωροί από πέτρες και γκρεμισμένα σπίτια. Δε διακρίνονται μήτε δρόμοι μήτε οικόπεδα. Με την απόφαση μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αθήνα – Σεπτέμβρης του 1834 – τα λίγα σπίτια δεσμεύονται για τις ανάγκες του κράτους και των υπαλλήλων του. Η δοθείσα αποζημίωση τις περισσότερες φορές δεν ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις των ιδιοκτητών τους. Η πρώτη σύγκρουση κατοίκων και αρχών.
Ταυτόχρονα εγκρίθηκε και το πρώτο Σχέδιο της Πόλης των Αθηνών που προέβλεπε τη δημιουργία τριών κεντρικών δρόμων και τη διαπλάτυνση και ευθυγράμμιση των άλλων οδών της νέας πόλης. Αθηνάς, Αιόλου και Ερμού οι τρεις κεντρικοί δρόμοι της Πόλης. Οι ρυμοτομικές παρεμβάσεις απαιτούσουν απαλλοτριώσεις. Αλλος έχανε την αυλή του, άλλος τον κήπο και άλλος ολόκληρο το οικόπεδο. Με τη συνδρομή και της Αστυνομίας οι κάτοικοι αναγκάζονταν να αποδεχτούν την απαλλοτρίωση. Γκρεμίζουν το σπίτι τους με αποζημίωση 40 λεπτά τον πήχη και αναγκάζονται να αγοράσουν οικόπεδο σε άλλο σημείο προς 3 δραχμές τον πήχη. Οι επιτήδειοι είχαν αγοράσει τις εκτάσεις και τώρα τις μοσχοπουλούσαν.
Περίλυπος και εξέφραζε την κακοτυχία του ο Αθηναίος με τη φράση «Με πήρε το Σχέδιο» που σε αντίστοιχες περιπτώσεις τη χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα.
Κοσμικότητες…
Η ζωή στη νέα πόλη δύσκολη για τους κατοίκους της. Τα τρόφιμα ελάχιστα. Κερδοσκόποι και μαυραγορίτες έλεγχαν το εμπόριο τροφίμων. Αυτά τα προβλήματα όμως δεν άγγιζαν το βασιλικό συρφετό και τους παρατρεχάμενούς τους. Γι’ αυτούς η ζωή κυλούσε ανιαρά και μονότονα. Μέχρι που ο πρέσβης της Αγγλίας το 1834 έδωσε τον πρώτο χορό και η βασίλισσα Αμαλία αποφάσισε κάποια μέρα να μη συμμεριστεί τη «χωριάτικη» ζωή του συζύγου της και να οργανώσει τον πρώτο βασιλικό χορό. Από τότε οι βραδινές εσπερίδες έγιναν το επίκεντρο της κοσμικής αθηναϊκής ζωής.
Τώρα, γιατί ασχολούμαστε εμείς με τέτοιες κοσμικότητες; λαογραφικό και γλωσσικό το ενδιαφέρον μας…
Το σκηνικό των ανακτορικών εσπερίδων το ίδιο: Καλεσμένοι όλοι οι πρωτεργάτες της Επανάσταση, όλοι οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι, διάφοροι επίσημοι ξένοι που βρίσκονταν στην Αθήνα, και οι επήλυδες αριστοκράτες.
«Τυχερός» ήταν όποιος κατάφερνε να τον προσκαλέσουν σε κάποια από αυτές τις λιγοστές εσπερίδες. Η Μαριορή όμως – χήρα (εύθυμη) Κοντολέοντος – όπου εσπερίδα και χορός παρούσα. «Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις βρισκότανε και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο που φορούσε στο πρόσωπό της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της αποψινής συγκέντρωσης Μαριορή – Ζαφειρίτσα, απάντησε: “Ετσι δε θα φαίνεται όταν θα …κοκκινίζει καμιά φορά αν… (και συμπλήρωσε): Μωρέ όλα τα’ χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει”». Μιας και η Μαριορή στερούνταν τα στοιχειώδη μα προσποιούνταν την εύπορη…
Το πιο πιθανό βέβαια είναι ο Κωλέττης να είχε ακούσει το «όλα τα ‘χ’ η Μαριδίτζα ο φερετζές της λείπει», το είπε στη συγκεκριμένη περίπτωση και πιστώθηκε τη φράση που έκτοτε τη συναντούμε ως Μαριορή ή αιώνια Ζαφειρούλα με το φερετζέ της.
Τα ρούχα των ανδρών, αποτελούσαν σωστό μωσαϊκό και ακόμα περισσότερο τα φορέματα των γυναικών. Οι Φαναριώτισσες και μερικές Αθηναίες, λιγοστές βέβαια, φορούσαν ευρωπαϊκά φορέματα, φερμένα τα περισσότερα απ’ το Παρίσι και λονδρέζικα κουστούμια οι άντρες. Και όσες δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν έκαναν τις παραγγελίες τους στην Ευρώπη. Και μια ωραία πρωία της ερχόταν ένα κουτί και παρότι δεν είχε γίνει πρόβα ήταν στα μέτρα της κυρίας («μου ήρθε κουτί») και στον ανακτορικό χορό ήταν ντυμένη άψογα με ρούχα «του κουτιού».
Οι πιο πολλές όμως φορούσαν τις τοπικές εθνικές ενδυμασίες τους. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άντρες. Λίγοι απ’ αυτούς φορούσαν φράκο. Οι πιο πολλοί φορούσαν φουστανέλα ή βράκα.
Οι ντόπιοι δε ήξεραν τους ευρωπαϊκούς χορούς (βαλς, μαζούρκα και πολωνέζα) χόρευαν μόνον εκείνοι που τους γνώριζαν, διπλωμάτες και λοιποί δυτικοτραφείς… Ηταν φυσικό οι λεβεντόγεροι αγωνιστές του ’21 να πλήττουν. Ζωντάνευαν όμως όταν η ορχήστρα έπαιζε ελληνικούς χορούς. Ζωντάνευαν τόσο πολύ ώστε στις «γυροβολιές», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν το τσαρούχι και το πετούσαν στο αέρα. Από τη οροφή της αίθουσας όμως κρέμονταν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες, τα οποία κινδύνευαν από τα εκσφενδονιζόμενα τσαρούχια. Πράγμα που έκανε τους διπλανούς τους να λένε ειρωνικά: «Σιγά τον πολυέλαιον να μη σβησθούν τα φώτα!», δεν αξίζει να γίνεται λόγος…
Πηγή: atexnos