Τι πρέπει να κάνετε άραγε εάν την ώρα του σεισμού βρίσκεστε στον 7ο όροφο πολυκατοικίας σας; Να κατευθυνθείτε στην ταράτσα, να παραμείνετε κάτω από κάποιο έπιπλο ή να επιχειρήσετε να εγκαταλείψετε το κτίριο, κατεβαίνοντας από τις σκάλες;
Μπορεί μία κατοικία, που έχει χαρακτηριστεί κατά τον πρωτοβάθμιο έλεγχο ως μη κατοικήσιμη, να κατοικηθεί άμεσα έπειτα από δευτεροβάθμιο έλεγχο; Τι πιθανότητες υπάρχουν ο μεγάλος μετασεισμός να σημειωθεί μετά την πρώτη εβδομάδα από τον κύριο; Η υποστύλωση ενός κτιρίου, που έχει υποστεί σοβαρές ζημιές από τον σεισμό, ξεκινάει από το ισόγειο ή τους πάνω ορόφους;
Ερωτήματα όπως τα παραπάνω -εξαιρετικά επίκαιρα μετά τον καταστροφικό σεισμό στη Λέσβο- απαντήθηκαν στη διάρκεια εσπερίδας με τίτλο «Άμεσες μετασεισμικές ενέργειες υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης», που διοργάνωσε χθες το Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ-ΤΚΜ).
«Βλέπουμε ότι οι κάτοικοι στους καταυλισμούς παίρνουν δίπλα τους λουλούδια. Είτε σε σκηνές διαμένουν, είτε σε κοντέινερς παίρνουν τα λουλούδια, γιατί τους δίνουν μία σιγουριά: Ότι η ζωή συνεχίζεται». Κλείνοντας την παρουσίασή του με την παρατήρηση αυτή ο πρώην διευθυντής Πολιτικής Προστασίας Κώστας Κοκολάκης περιέγραψε τις δράσεις, τις οποίες η Πολιτεία πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να αναλάβει, αμέσως μετά από έναν καταστροφικό σεισμό, ώστε να προστατεύσει τους πολίτες και τις περιουσίες τους.
«Σε ένα επείγον περιστατικό είναι δύο ειδών οι ανάγκες. Εκείνες που δημιουργούνται από το ίδιο το συμβάν και εκείνες που δημιουργούνται από την αντιμετώπιση του συμβάντος» είπε ο κ. Κοκολάκης, διευκρινίζοντας ότι η επικράτηση συνθηκών πανικού ή η λανθασμένη ενημέρωση μπορεί να δημιουργήσουν μεγαλύτερα προβλήματα και από τον ίδιο τον κύριο σεισμό. Δείχνοντας εικόνες και περιγράφοντας περιστατικά π.χ. κατάρρευσης κτιρίων αρκετές μέρες μετά τον κύριο σεισμό και λανθασμένων επιλογών που απέβησαν μοιραίες, επισήμανε:
«Μετά τη σεισμική δόνηση προέχει η ασφάλεια και σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφευχθεί ο πανικός. Εξερχόμενοι του διαμερίσματός τους, εάν βρίσκονται σε υψηλό όροφο, κάποιοι θα σκεφθούν πως πρέπει να κατευθυνθούν προς την ταράτσα και όχι προς την έξοδο της πολυκατοικίας. Όμως, πρέπει να γνωρίζουν, ότι σε μία πιθανή κατάρρευση του κτιρίου η πτώση της ταράτσας δε θα είναι σαν να πατούν το κουμπί του ασανσέρ, θα είναι τόνοι τσιμέντου που θα καταρρεύσουν μαζί από ύψος…».
Σε ό,τι αφορά τη μετασεισμική ακολουθία ο κ. Κοκολάκης είπε ότι στατιστικά 2 στις 3 περιπτώσεις ένας μεγάλος μετασεισμός θα σημειωθεί κατά την 1η εβδομάδα μετά τον κύριο, εξήγησε, ωστόσο, ότι «η τάση είναι πτωτική ως προς το μέγεθος, αλλά μπορεί να είναι αυξητική ως προς την ένταση». Εκτίμησε, συνεπώς, πως «πολύ σωστά απαγορεύτηκε η είσοδος των κατοίκων στη Βρίσα, καθώς δεν μπορούν να εφαρμοστούν οδοί διαφυγής και περιμένοντας κάποιον μετασεισμό δεν ξέρεις τι μπορεί να προκαλέσει, τι προβλήματα μπορεί να έχεις», ενώ «ίσως δεν είναι τόσο γνωστό ότι τα κτίρια από οπλισμένο σκυρόδεμα δεν καταρρέουν άμεσα».
Τις διαδικασίες και τεχνικές επέμβασης για προσωρινές υποστυλώσεις και αντιστηρίξεις των κτιρίων, που υπέστησαν ζημιές από σεισμό, περιέγραψε ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Κοσμάς Στυλιανίδης.
«Άμεση προσωρινή υποστύλωση συνίσταται σε κτίρια που έπαθαν σοβαρές ζημιές από τον σεισμό, κυρίως στα κατακόρυφά τους στοιχεία. Η υποστύλωση πρέπει να γίνεται κατ΄ αρχήν στον όροφο που έπαθε τις βλάβες. Κατά κανόνα αυτός είναι ο κάτω όροφος» ανέφερε, ενώ επισήμανε ότι «η υποστύλωση πρέπει να γίνεται σε κάποια απόσταση από το στοιχείο που παρουσίασε βλάβη, ώστε να δίδεται χώρος για την εκτέλεση των εργασιών επισκευής και ενίσχυσης».
Ενστάσεις ως προς το πρωτόκολλο μετασεισμικού ελέγχου καταλληλότητας των κτιρίων υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ήτοι τις ταχείες αυτοψίες, όπως προβλέπονται σήμερα διατυπώθηκαν από εισηγητές και παριστάμενους στην εκδήλωση μετά και την παρουσίαση που έκανε ο ερευνητής του ΙΤΣΑΚ-ΟΑΣΠ Βασίλης Λεκίδης.
«Η προσπάθεια που ξεκίνησε με τα έντυπα αυτοψίας του 1978, πήγαινε πολύ καλά, με λογικές φάσεις και στάδια για τον έλεγχο των κτιρίων από πλευράς καταλληλότητας μετά από έναν σεισμό, αλλά στους τελευταίους σεισμούς -10 με 12 χρόνια- άλλαξε το οργανωτικό σχήμα και οι διαδικασίες» ανέφερε.
Σήμερα με την ολοκλήρωση του Πρωτοβάθμιου ελέγχου που κατατάσσει τα κτίρια σε «κατοικήσιμα» και «μη κατοικήσιμα» ξεκινά ο δευτεροβάθμιος και οριστικός έλεγχος των κτιρίων.
Ο δευτεροβάθμιος έλεγχος πραγματοποιείται στα κτίρια, τα οποία κατά τον πρωτοβάθμιο χαρακτηρίστηκαν ως «μη κατοικήσιμα». Τα κτίρια αυτά κατατάσσονται εν συνεχεία σε τρεις κατηγορίες: «Πράσινα», τα κτίρια που έχουν ήπιες ή μηδαμινές βλάβες και μπορούν άμεσα να χρησιμοποιηθούν, «κίτρινα», τα κτίρια που έχουν σοβαρές βλάβες, αλλά είναι δυνατή η επισκευή τους, δεν πρέπει όμως να χρησιμοποιηθούν μέχρι την πλήρη επιδιόρθωσή τους και «κόκκινα» τα κτίρια που κρίνονται επικινδύνως ετοιμόρροπα και πρέπει να κατεδαφιστούν.
Ο κ. Λεκίδης εξήγησε πως με τον συγκεκριμένο τρόπο ελέγχου δημιουργείται συχνά σύγχυση στην τελική καταγραφή, ειδικά στις περιπτώσεις των «μη κατοικήσιμων» κτιρίων, που μετεξελίσσονται σε κατοικήσιμα κατηγορίας «πράσινο».
«Τα πρώτα έντυπα του ΥΑΣΒΕ ετοιμάστηκαν το 1978 και τυπώθηκαν στην Αθήνα, γιατί δε λειτουργούσε τίποτα στη Θεσσαλονίκη. Τέλειωσε όλη η διαδικασία καταγραφής τις πρώτες 40 μέρες μετά τον σεισμό. Πώς γίνεται μετά από 40 χρόνια να γυρίζουμε σε έντυπα κοντά στο ’78; Ας μην απορούμε και ας μην κάνουμε τους σοφούς, αντιγράψαμε τότε τα αμερικάνικα, τα οποία είχαν ήδη αντιγράψει οι Ρουμάνοι» ανέφερε σε παρέμβαση που έκανε ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Γιώργος Πενέλης, υπογραμμίζοντας ότι «η γραφειοκρατία και ο ακαδημαϊσμός όταν μπερδευτούν, μπορεί να αποτελέσουν πολύ κακούς συμβούλους».
Μνήμες από τον σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη και τις πρώτες αντιδράσεις της Πολιτείας μοιράστηκε ο πολιτικός μηχανικός, πρώην δήμαρχος, Μίμης Δημητριάδης, ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος του τότε υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, Νίκου Ζαρντινίδη.
«Το βράδυ της 20ης Ιουνίου 1978 η Πολιτεία βρέθηκε τελείως απροετοίμαστη, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης, όσο και επάρκειας υλικοτεχνικών υποδομών. Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός, η απειρία ήταν μεγάλη και στηριχθήκαμε σε μία επιστημονική ομάδα, την οποία αποτέλεσαν καθηγητές του Πολυτεχνείου μας. Η Θεσσαλονίκη τις πρώτες μέρες ήταν πόλη-φάντασμα, έπρεπε να γίνουν διανοίξεις οδών, ενώ η Πολιτεία προσπαθούσε να δείξει μία παρουσία έντονη για την αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας πολιτών» ανέφερε.
Ο κ. Δημητριάδης έδειξε λιγότερο γνωστές εικόνες της Θεσσαλονίκης τις πρώτες μέρες μετά τον σεισμό του 1978, όπως τον πάνω πυργίσκο στον Λευκό Πύργο, από τον οποίο είχαν καταρρεύσει τρεις επάλξεις, ή το γήπεδο της Τούμπας, από όπου έπεσε ολόκληρη κερκίδα.
Σε ό,τι αφορά τις αναστυλώσεις που έγιναν τότε, σημείωσε πως «το εργατικό δυναμικό τις πρώτες μέρες είχε εξαφανιστεί, ενώ οι θέσεις των υποστυλώσεων έπρεπε να αντιμετωπίσουν θέματα μηχανικής αλλά και αρχαιολογίας. Ο σεισμός της Θεσσαλονίκης έγινε αφορμή να αλλάξουν πολλά πράγματα. Όμως, μέσα σε τρεις μήνες η ζωή της πόλης ξανάρχισε».