Στις 29 Ιουλίου 2000, δύο τρομοκράτες της βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ETA εισήλθαν μεταμφιεσμένοι στην καφετέρια δικαστηρίου στην ισπανική πόλη Τολόζα και δολοφόνησαν πυροβολώντας στο κεφάλι τον 49χρονο Χουάν Μαρί Γιορέγκι, κυβερνήτη της Guip?zcoa από το 1994 ως 1996 και στέλεχος του σοσιαλιστικού κομματος.
Οι δυο δολοφόνοι και η συνεργός τους, που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο διέφυγαν, συνελήφθησαν λίγο αργότερα και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. H χήρα του Γιορέγκι, Μάξιμπελ Λάσα, διευθύντρια στην υπηρεσία παροχής βοήθειας στα θύματα της τρομοκρατίας, θέλησε λίγο μετά να γνωρίσει τους δολοφόνους του άνδρα της. Άρχισε να τους επισκέπτεται στη φυλακή. Οι δύο, ο Λουις Καράθκο και η Ιβον Ετχεθαρέτα, δέχτηκαν να τη δουν. Ο τρίτος που τράβηξε και τη σκανδάλη, ο Πατξι Μακαθάγκα, αρνήθηκε.
Η Μάξιμπελ επί χρόνια συναντούσε στη φυλακή τους δύο τρομοκράτες. Μεμονωμένα. Τούς ρωτούσε γιατί το έκαναν, τι σκεφτόντουσαν μετά τη δολοφονία, αν εκείνη την ημέρα είχαν κουράγιο να …φάνε ή αν κοιμήθηκαν καλά! Της ζήτησαν συγγνώμη. Όπως λέει σε συνέντευξή της στην εφημερίδα El Mundo η Μάξιμπελ, τούς είπε ότι «προτιμώ να είμαι η χήρα του Χουάν Μαρί, παρά η μητέρα σου».
Τα χρόνια πέρασαν και η Μάξιμπελ ανέπτυξε μια ιδιόμορφη σχέση με τους δολοφόνους του άνδρα της. Όπως γράφει η ισπανική εφημερίδα «μερικές φορές, όταν έπαιρναν άδεια από τη φυλακή, τους συναντούσε για να φάνε μαζί ή να πάνε στο θέατρο. Ήρθε, επίσης, πολύ κοντά με τη μητέρα ενός εκ των δολοφόνων. Και τώρα για πρώτη φορά – προσπαθεί να τους βρει δουλειά. Μπορεί να ακούγεται άσχημα, μία γυναίκα που έμεινε χήρα από την ETA να ζητάει δουλειά για τους δολοφόνους του συζύγου της.
«Ναι, ψάχνω για δουλειά για εκείνους που σκότωσαν τον σύζυγό μου… Μα η πολιτική της φυλακής συνίσταται στην επανένταξη. Πώς θα επανεισαχθεί κάποιος αν δεν του δώσεις δουλειά;», λέει.
-Αν ήταν στο χέρι σου, θα τους εδινες δουλειά; την ρωτά επίμονα ο δημοσιογράφος.
«Ναι, φυσικά. Αν ήταν στο χέρι μου θα τους έδινα δουλειά», απαντά χωρίς δισταγμό .
«Έχω πάντα υπερασπιστεί την επανένταξη, αυτοί οι δύο άνθρωποι έκαναν την αυτοκριτική τους και αναγνώρισαν τη ζημιά που προκάλεσαν και τιμωρήθηκαν. Με αυτό κατά νου, είπα ότι αξίζει να δοκιμάσω».
-Πόσοι άνθρωποι σας έχουν πει ότι η σχέση σας μαζί τους είναι τρελή; την ρωτά ο δημοσιογράφος.
«Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν θύματα που λένε ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι απολύτως στα καλά της ή ότι δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Αλλά δεν αισθάνομαι χειρότερα ή καλύτερα από ό, τι κάποιος άλλος. Δεν είμαι πιστή. Για μένα, η συγχώρεση δεν έχει θρησκευτική σημασία. Αλλά ότι θα ήθελαν να με δουν και να μου ζητήσουν συγχώρεση σημαίνει κάτι. Θα συνδεθώ με αυτούς τους δύο ανθρώπους μέχρι να πεθάνω, το ξέρω…Δεν ξέρω, αλλά αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μια προσφορά εργασίας. Η κυβέρνηση της χώρας των Βάσκων διαθέτει πόρους για να βοηθήσει τους κρατούμενους που ζήτησαν συγχώρεση».
Ο δημοσιογράφος επιμένει: «Μα είναι δυνατόν να προσπαθειτε να βρείτε μια δουλειά για τους τρομοκράτες που σκότωσαν τον σύζυγό σας;»
Η Μαξιμπελ απαντά ήρεμα: «Ναι, φυσικά. Την τελευταία φορά που ήμουν με την Ιβόν τής είπα: “Πάω να κάνω ό,τι μπορώ”. Δεν είχα τύχη. Αλλά τώρα που έχω την ευκαιρία να το πω για πρώτη φορά σε ένα μέσο ενημέρωσης, το λέω: φαίνεται πολύ σημαντικό να γίνει αυτό. Μόνο για εκείνους που έχουν κάνει το βήμα».
Η El Mundo γράφει ότι την ίδια μέρα που η ETA παρέδωσε τα όπλα, γεννήθηκε το τελευταίο εγγόνι της Μάξιμπελ, ένα παιδί που η γιαγιά του θα έχει να του διηγηθεί απίστευτες ιστορίες.
Στις 29ηΙουλίου – στην επέτειο της δολοφονίας του συζύγου της – η Μάξιμπελ θα πάρει μαζί της τον εγγονό της στην εκδήλωση μνήμης για τον παππού του. Ίσως είναι μαζί και οι δύο δολοφόνοι του. Το 2014, η Ιβόν επωφελούμενη από τη χορήγηση άδειας από τη φυλακή, πήγε και αυτή στην εκδήλωση μνήμης. Η χήρα προσφέρθηκε να πάει μαζί της. Η πρώην τρομοκράτης ανέλαβε να οδηγήσει. Η χήρα κάθησε δίπλα της. Μου είπε τότε η Ιβόν, θυμάται η Μάξιμπελ: «Θυμάμαι τη μέρα που σκοτώσαμε τον Χουάν Μαρί. Οδηγούσα το αυτοκίνητο με το οποίο προσπαθήσαμε να διαφύγουμε. Τώρα οδηγώ το αυτοκίνητο και έχω δίπλα μου τη χήρα του… ».
ΠΗΓΗ: El Mundo