κόμα και μετά από ένα τρελό γα@ήσ… η πο@τσ… δεν λέει να πέσει. Κάποιες φορές αυτό καταντάει βασανιστικό. Έτσι δεν μπόρεσα ποτέ μου να ικανοποιηθώ από μια και μόνο γυναίκα.
Άλλοτε τα είχα με δυο μαζί κι όταν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, κατέφευγα στο τηλεφωνικό γα@ήσ… όπου έχω κάνει απίστευτα ξυσίματα, μα@ακι@όμουν βλέποντας τσ@ντες η ακούγοντας τους γείτονες να @αμ…Κάποτε, πριν ακόμα παντρευτώ με τι γυναίκα μου τη Φωτεινή, μας προσκάλεσε μια φιλη της να πάμε να την δούμε στην Καλαμάτα. Πολλές φορές η Φωτεινή μου μίλησε για την φίλη της την Αθανασία αλλά δεν την είχα γνωρίσει ποτέ ως τότε. Ήταν Αύγουστος μήνας και…
ήταν ευκαιρία αφού είχαμε την άδεια μας να πάμε επιτέλους να γνωρίσω κι εγώ την περιβόητη Αθανασία. Μας περίμενε στο σταθμό. Ένα μελαχρινό μο@ν… απίστευτο. Οι βυ@άρες της ορθώνονταν μέσα από το στενό της μπλουζάκι και όπως δεν φορούσε σου@ιέν, δυο υπέροχες ρ@γες διαγράφονταν και η πο@τ… μου άρχισε να σηκώνεται. Φορούσε ένα υφασμάτινο παντελόνι και το πουτσοκέφαλ…. μου σαν αντίσκηνο πρόδιδε την κ@ύλ@ μου.
Με αγκάλιασε να με φιλήσει και όσο κι αν τραβηχτηκα άγγιξα με το κα@λ… μου το κο@μί της. Ήταν καλοσχηματισμένη και στο υπόλοιπο σώμα. Το κωλ@ράκι της σφιχτό και τα @όδια της καλλίγραμμα. Ένα πανέμορφο κα@λ@άρικο πρόσωπο με μικρά χειλάκια από όπου έβγαινε διαρκώς μια ναζιάρικη φωνούλα ό,τι και να έλεγε. Παρατήρησα από την πρώτη κιόλας μέρα κάτι παράξενο στην συμπεριφορά της. Δεν έδωσα όμως σημασία.
Φορούσε πάντα προκλητικά ρούχα και στο μπάνιο και στις βόλτες και στις βραδινές μας εξόδους. Καθόταν πάντα απέναντι μου και οι στάσεις της μου επέτρεπαν να βλέπω όλους τους χυ@ούς του κορ@ιού της. Όταν απέκτησε περισσότερο θάρρος οι χειρονομίες της έκαναν το βασανιστήριο μου μεγαλύτερο. Ένα βράδυ που πήγαμε για ποτό και είχαμε φτιαχτεί κάπως η συζήτηση πήγε στο σ@ξ.
– «Να μου περιποιείσαι καλά την φίλη γιατί θα το μάθω και την έχεις άσχημα!», είπε, ενώ το χέρι της ακουμπούσε το μ@ρό μου κάτι που συνήθιζε τελευταία.
Μόνο που για πρώτη φορά μου έσφιξε το μπ@ύτι σαν έντονο χάδι. Κ@ύ@ωσ@. Μετά κάθισε σταυροπόδι και η κοντή της φούστα σηκώθηκε τόσο που τα μπο@τια της αποκαλύφθηκαν εντελώς. Ζήτησα συγγνώμη και πήγα στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου να συνέλθω. Από τον καθρέφτη την είδα να μπαίνει σε λίγο και η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Με πλησίασε από πίσω και με μιας πέρασε το χέρι της και χούφτωσε την πο@τσ… μου ψιθυρίζοντας:
– «Θα σου σπάσω τα αρ@ί@… από την κα@λα! Κάθε βράδυ μαλα@ίζομαι για σένα από την στιγμή που ένιωσα την ψω@άρα σου στην κοιλιά μου όταν σε αγκάλιασα στο σταθμό. Είχε δίκιο η Φωτεινή. 20 πόντους κα@λί και όλη την ώρα όρθιο. Ε, @ουτ@αρά μου;»
Πριν προλάβω να αντιδράσω είχε εξαφανιστεί. Ώστε είχαν συζητήσει με τι Φωτεινή και η @ου@άνα ζήλευε την τύχη της φίλης της. Αποφάσισα να αλλάξω τακτική. Θα την έκανα να είναι μουσκεμένη όλη μέρα. Λάθος της να προδοθεί! Εκείνο το βράδυ ξεκίνησε το σατ@νικό μου σχέδιο. Οι κάμαρες ήταν πλάι – πλάι και ήμουν προσεκτικός μέχρι τότε όταν γα@ούσα τι Φωτεινή για να μην ενοχληθεί η Αθανασία. Όμως όχι απόψε. Θα άρχιζε το μαρτύριο της.
Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο άρχισα να κα@λ@νω την Φωτεινή αφάνταστα. Την ξάπλωσα ανάσκελα και της έγλ@φα τα μπο@τια ενώ το δάχτυλο μου χάι@ευε την κω@οτ@υ@ίδα της. Ανέβαζα την γλ@σσα μου στα @αυ@ωμ@να της ζ@ο@νόχ@λα και τα ρού@αγα. Και ενώ την ανέβαζα προς την κι@ορίδα της περνούσα από πάνω χωρίς να την αγγίζω. Το δάχτυλο μου @άι@ευε διαρκώς την @ω@οτ@υ@ί@α της αλλά δεν έμπαινε μέσα όπως της άρεσε. Έτσι σε λίγο πέτυχα αυτό που ήθελα. Η Φωτεινή άρχισε να ουρ@ιάζει. Τσαντίστηκε από την @α@λα.
Όταν την είχα σχεδόν εξαντλήσει άρχισα το @λειφ@μο@νι με τον γνωστό μου τρόπο. Η γλώσσα μου σαν τρελή χτυπούσε την π@ησ@ένη της @λ@τορίδα.
Τραντάχτηκε ολόκληρη και το σ@μα της είχε δυνατούς σπασμούς. Τότε αντί να σταματήσω βυθίστηκα γερά στο @α@λ@μένο @ο@νί της και την έγλειφα ακόμα πιο δυνατά. Αυτό ήταν.
Με την άκρη του ματιού είδα σκιά κάτω από την χαραμάδα της πόρτας να κινείται διαρκώς. Η Αθανασία @α@ακι@όταν σαν τρ@λή με όσα άκουγε. Έστησα αυτή και σιγουρεύτηκα. Την άκουσα να λέει κάτι σαν:
– «Τι @α@λι@ρης Θεέ μου!»
Αμέσως μετά είπε πνιχτά για να μην ακουστεί:
Μάλλον όπως την συνεπήρε ο @ργα@μός της έτσι σκυφτή που ήταν, χτύπησε ελαφριά την πόρτα (ίσως με το κεφάλι της). Η Φωτεινή στην κατάσταση που ήταν δεν την άκουσε, όμως εγώ κατάλαβα ότι ήμουν πλέον κυρίαρχος του παιχνιδιού. Δεν @άμ@σα την Φωτεινή εκείνο το βράδυ γιατί πονούσε το @ο@νί της από την @α@λα. Έτσι κι αλλιώς το στόχο μου τον πέτυχα.
Την άλλη μέρα η Φωτεινή, αν και ζαλισμένη από το @α@ήσι που έφαγε, έπρεπε ναι πάει να δει μια θεία της στην Κυπαρισσία. Αυτό με βόλευε πολύ. Όταν η Αθανασία το έμαθε δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα περιμένοντας την στιγμή που θα μέναμε μόνοι οι δυο μας. Η Φωτεινή πήρε το πρωινό λεωφορείο και έφυγε αργά – αργά να μη μας ξυπνήσει. Εγώ κοιμόμουν, γυ@νός πάντοτε, και το @α@λί μου έχασκε μεγαλοπρεπώς. Άκουσα την Αθανασία να πλησιάζει την πόρτα κι έκανα ότι δεν την είδα. Έπιασα την @ού@σα μου και σαλιώνοντας το χέρι μου άρχισα να τρ@βω βασανιστικά το @ουτ@οκέ@λο μου. Την είδα που από την μισάνοιχτη πόρτα δάγκωσε τα χείλια της. Το ένα της χέρι έτριβε τις @ώ@ες των @υ@ών της τσιμπώντας τες κάπου – κάπου ενώ άλλο είχε ήδη βυθιστεί στη σχισμή του @ο@ιού της. Μπήκε στο δωμάτιο λέγοντας:
– «@αλιο@ούσ@η! Τι ήταν αυτό που μου ‘κανες χθες; Κατάλαβα ότι η Ζ@ου@άνα η Φωτεινή τρελάθηκε στην @α@λα εξαιτίας μου. Έτσι δεν είναι @αρι@λη; Για μένα την ξέσκισες έτσι; Μόνο που πέθαινα κάθε φορά που την άκουγα να ουρ@ιάζει. Ενώ εγώ έλιωνα από την @α@λα…»
– «Και θα συνεχίσεις να λι@νεις χειρότερα!», της είπα- «Δεν πρόκειται να νιώσεις αυτό το @ου@λί να σου τρυπάει τη μ@τρα σου με τίποτα! Ήθελες παιχνίδια; Θα τα έχεις @αμ@μένη!»
Άναψε περισσότερο. Πλησίασε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού τρίβοντας επιδεικτικά την φουσκωμένη της @λ@τορί@α.
– «Κοίτα το @α@λί μου και λιώνε @μι@λα»!», της είπα παίζοντας το ορθωμένο και γυαλιστερό από τα υ@ρά του και τα δικά μου σάλια.
Άρχισε να μουγκρίζει σαν πληγωμένο αγ@ίμι.
– «Δώσ’ μου να τι φάω!», είπε σε μια στιγμή πλησιάζοντας τα χείλια της κοντά στο @ουτ@οκέ@αλο μου.
Άρχισα να της δίνω @ουτ@οσκάμπ@λα κι αυτό την τελείωσε για τα καλά.
– «@ύ@ωωωω! @α@ημένε άντρα! @ύνωωωω! Ααααα!!!», φώναξε και σπαρτάρισε σφίγγοντας δυνατά το @ο@νί της στη χού@τα της.
Απότομα άρπαξε την @ωλή μου στο στΖ@μα της και με έσπρωξε να ξαπλώσω. Τα χείλια της σαν βεντούζα ήθελαν να μου ξεριζώσουν τον @ού@σο. Τον άρμεγε από κάθε μικρή σταγόνα από τα πρώτα @γρά του κουνώντας με λύσσα το κεφάλι της σε απίστευτους ρυθμούς. τ@ιμπού@ωνε τόσο λαίμαργα λες και γύρω της δεν υπήρχε τίποτε άλλο από το @α@λί μου. Κάπου – κάπου τον έβγαζε από το στόμα της και ενώ μου τον έπαιζε φώναζε:@
– «@ω@άρα μου, θα σε φάω! Θα σε καταπιώ ολόκληρη! Στο στ@μα, στο @ο@νί μου, στην @λάρα μου, παντού! Θα σου τον στεγνώσω @ο@στη!»
– «Λύσσαξε πο@να! Θα σε κάνω να με θυμάσαι!», της είπα. @
Την άρπαξα από τα μαλλιά και την σήκωσα. Κάρφωσα το @όμα στη ρ@γα της και την έκανα να σπαρταρίσει. Χουφτώνοντας τα β@ιά της τα έσμιξα για να πλησιάσουν και οι δυο ρ@γες της ώστε να την ξεσκίσω στο ρού@ηγμα. Την ξάπλωσα και χωρίς να σταματήσω το παιχνίδι με τα θεϊκά @υ@ιά της, φρόντισα το κα@ί μου να τρίβεται στη σχισμή του @ου@ιού της για πολύ ώρα. Είχε σχεδόν δακρύσει από την @α@λα και ούρλιαζε.
– «Κ@ει το @ο@νί μου @εκω@ιάρη! Κάρφωσε το επιτέλους! @άμα ρε @ού@τη άντρα! @άμαααα! Έλα επιτέλους! Με λίγ@σες!»
Είχε κατακοκκινίσει κι αυτό ξυπνούσε ακόμα πιο βα@ανιστικές ιδέες μέσα μου. Αυτή η @ου@άρα μου άναβε τόσο την φαντασία που νομίζω ότι μπορώ να την @α@άω ατέλειωτες ώρες.
– «Τώρα θα σε πεθάνω @@η@ένη @ου@άνα!», της λέω και με δύναμη τινάζω το κορμί μου κάνοντας της ένα κάρφωμα απίστευτο.
Είδα τα μάτια της να γουρλώνουν και το σκούξιμο της ήταν τόσο δυνατό που δάκρυσαν τα μάτια της. Όμως ενώ περίμενε να συνεχίσω στον ίδιο ρυθμό, τράβηξα την @ού@σα μου και αναπάντεχα έχωσα το κεφάλι στα μπο@τια της αρχίζοντας ένα @λειφο@ούνι που της τίναξε τα μυαλά. Στα δυο – τρία πρώτα πιν@λα της γλώσσας μου ένας χείμαρρος ξέσπασε από το @ου@ί της και τα @ύσια της πετάχτηκαν στο στ@@ος μου σαν ποτάμι.
– «Αδειάζω! @ύνωωωω! Αααααα! Wwwww! Ναι!!! Απίστευτο! Πω πω πω πω! @α@λαααα! @ο@στηηηηη! Αααααα! Χ@νωωωω! Ξανάάάάάά!!!»
Τιναζόταν η λεκάνη της, χτυπιόταν όλο της το κορμί στα σεντόνια, έμπηγε τα νύχια της στους ώμους μου και άδειαζε ολόκληρη. Ξανασηκώθηκα το ίδιο απότομα και έφερα τα πόδια της στους ώμους μου. Κάρφωσα το @α@λί μου στο @ο@νί της πριν συνέλθει κι άρχισα ένα τρελό @α@ήσι.
– «@α@λα θα σε ξε@ου@ιάσω! Θα σου δώσω το @ο@νί στο χέρι! Παρ’ τον όλο μ@ρή @ου@άνα! @αμη@ένη σε @εσ@ίζω!!!»
Με είχε παρασύρει. Μου έβγαζε τέτοια βία αλλά στο βάθος απλώς απολάμβανα μια @ου@άρα που ήξερε να @2αμ@έται χωρίς όρια. Σφιγγόμουν μέχρι το βάθος του @ου@ιού της και τόσο πολύ αγκαλιάζαμε ο ένας τον άλλο σαν να ήταν το τελευταίο @μήσι και για τους δυο.
– «Πάρε με @ή@ρα μου!», της φώναξα.
Αυτή, κατεβάζοντας τα πόδια από τους @μους, τα έδεσε θήλ@ια γύρω από τι μέση μου. Με @χυσε τότε όπως ποτε γυναίκα δεν με έχει χ@σε η(και με έχουν χ@σει πολλές ως τώρα). Ο σπασμός τη@ ήταν τόσο δυνατός που λίγο ανησύχησα γιατί «ορθα@ιξε» το στόμα τρέμοντας.
– «Πω πω πω πω! @α@λααααα! @@ύ@τηηηη! Αααααα! Τυχερή Φωτεινή! Τι@ο@τσα τρως μ@ρή @ου@άναααα! @ύνωωωω! Ξανάάάάά! Ξανάάάάά! Δεν το πιστεύ@ωωωω! Ααααααα!!!»
Τεντώθηκε με μιας και λιποθύμησε για λίγο. Σχεδόν αμέσως συνήλθε. Τότε έβγαλα την ψω@ή μου και την έτριψα στην @ωλοτρ@πί@α της που είχε μουσκέψει από τα χ@σια της. Όταν έβαλα το @ουτ@σοκέφ@λο μου μέσα της έπιασε τα μαλλιά της και τα τραβούσε σκούζοντας:
– «Δεν αντέχωωωω! Όχιιι! Όχι άλλο κα@λα! Θεέ μου! @ίει το μο@νί μου! Δεν αντέχω άλοοοο!»
Προσπάθησα για λίγο να την ξεκολήσω με ένα δυνατό ρυθμικό γα@ήσι όμως ήτανε τόση η @α@λα της που δεν το άντεξε και τινάχτηκε σαν ελατήριο. Σηκώθηκε και άρχισε να μου τον @ίζει γλείφοντας το @ουτσο@έφαλο με μανία.
– «@ύσε επιτέλους @αμιά της ζωής μου. @ύσεεεε! @ύσεεεε! Δώσ’ τα μου όλα!»
Αυτό δεν ήτανε τσιμπ@ύκι πια. Και ήμουνα σίγουρος ότι δεν το είχε ξανακάνει ποτέ!
– «Πάρε τα @σια μου!», ούρλιαξα.
Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο αφού ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να @α@ηθεί άλλο.
– «Για σένα @αρι@λα μου @ύνωωωω! Αδειάζωωωω! Σε γεμίζω με τα @ύσια μου!!!»
Την πλημμύρισα ολόκληρη. Έ@υσα στο πρόσωπο της καλύπτοντας το σχεδόν ολόκληρο. Τόσο που άρχισε το σπ@ρμα μου να κυλάει στα υπέροχα @υ@ιά της και να κατηφορίζει προς τον αφαλό της. Μου έκανε τα τελευταία ρουφήγματα και έπεσε ξεθεωμένη πάνω μου.
– «Τι είσαι εσύ ρε @ο@στη; Δεν μπορώ να κλείσω τα @
όδια μου. Θα με ξαναπάρεις γα@ιά μου όταν συνέλθω;», ρώτησε.
Την έκλεισα στην αγκαλιά μου και της το υποσχέθηκα.
Πηγή: kakao.gr