ΣΟΚ! Το χαμόγελο της θλίψης ενός από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν βγει ποτέ

Κοινοποίηση:
Barcelona player Ronaldinho celebrates his goal against Celta Vigo during his Spanish league soccer match at Camp Nou Stadium in Barcelona, Spain, Sunday, Jan. 28, 2007. (AP Photo/Manu Fernandez)

Όταν το 1988 ο οικοδόμος João de Assis, πνίγηκε στην πισίνα του σπιτιού του, στα τρία του παιδιά, το Roberto, το Ronaldo και τη Deisi, άφησε εκτός από την τεράστια αίσθηση κενού, ένα αδιόρατο συναίσθημα θλίψης και μελαγχολίας, μαζί και μερικές πολύτιμες πατρικές συμβουλές: “Κάνε το σωστό, το καλό, να είσαι ειλικρινής και ευθύς, να κάνεις το απλό να φαίνεται σύνθετο και να σκορπίζεις γύρω σου χαρά και ευτυχία”. Αυτό θυμάται και επαναλαμβάνει κάθε φορά που τον ρωτούν για τον τραγικό χαμό του πατέρα του ο Ronaldinho.

Τότε ήταν οκτώ ετών, βίωσε την τραγωδία σε εκείνη την τρυφερή ηλικία και έκτοτε προσπάθησε να εφαρμόζει εκείνες τις συμβουλές σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Ο αδελφός του ο Roberto, γνωστότερος ως Assis, τότε ήταν δεκαεπτά, έπαιζε στη Gremio, ήταν ήδη στα μπλοκάκια των scouts και στο national pool των μικρών εθνικών της Βραζιλίας. Εκείνο το σπίτι με την πισίνα ήταν ‘δικό του’, δώρο από την ομάδα προκειμένου να πειστεί και να μην αφήσει τη Gremio για την Τορίνο.

Τον Assis τον σταμάτησε ένας σοβαρός τραυματισμός που τον εμπόδισε να κάνει την προδιαγραφόμενη καριέρα που έλεγαν οι ειδικοί. Έβαλε κιλά στη συνέχεια, τότε όμως ήταν ίδια ‘κοψιά’ με το μικρό του αδελφό. Ο Assis είναι που θα εμφυσήσει και στο μικρό Ronaldo το πάθος για τη μπάλα, τις βασικές αρχές του παιχνιδιού, εκείνος που ανέλαβε και το χρέος να αντικαταστήσει την πατρική φιγούρα που χάθηκε τραγικά σε εκείνον τον πνιγμό.

Ακόμη και σήμερα, ο Ronaldinho ισχυρίζεται ότι ο αδελφός του ήταν πολύ καλύτερος από τον ίδιο και χωρίς το μοιραίο τραυματισμό θα είχε αφήσει εποχή. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι υπερβάλλει. Ο Ronaldinho ήταν κάτι ξεχωριστό, δεν ήταν καν δέκα ετών και διέθετε μια τεχνική που απλώς δεν διδάσκεται, δεν είναι προϊόν προπόνησης ή επανάληψης, δεν είναι επίκτητη.

Εκείνο το παιδάκι με τα πεταχτά δόντια, τα μαγικά τα έκανε από τότε, συνδυαζε ένα σπάνιο μείγμα τεχνικής και τακτικής κατανόησης του παιχνιδιού, δεν περιοριζόταν απλώς στις τρίπλες και τα κόλπα όπως η κλασσική φιγούρα του Βραζιλιάνου πιτσιρίκου από τις favellas που γράφει το manual. Το παιδάκι αυτό, που η Gremio είχε προλάβει να ‘αρπάξει’ στα τμήματα υποδομής της από τα επτά του χρόνια, έκανε τους υπεύθυνους των tricolor να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν να κάνουν με ένα μοναδικό φαινόμενο από τα πρώτα κιόλας παιχνίδια παίδων. Άνθρωποι από όλο το Rio Grande do Sul, οι επονομαζόμενοι Gauchos (εξ ου και το Ronaldinho Gaucho, δηλαδή ο μικρός Ronaldo από την περιοχή) ταξίδευαν χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουν αγώνες παίδων.

Με τη μπάλα στα πόδια, εκείνο το παιδί ήταν ένας απαράμιλλος ζογκλέρ, ένας εκκολαπτόμενος προφήτης και αυτά στη Βραζιλία είναι περιουσιακά στοιχεία του συνόλου, μια κληρονομιά ολόκληρης της κοινωνίας, πολύ δύσκολα αντιληπτή σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά του πλανήτη.

Οι ίδιοι το ονομάζουν alegria do povo, κρατάει από τις εποχές που εκατοντάδες πιστοί ακολουθούσαν το Garrincha όπου κι αν πήγαινε να παίξει ποδόσφαιρο, σε κάθε παράσταση, σε όλη του την καριέρα. Το ίδιο πράγμα έκανε και ο Ronaldinho, οι αστικοί μύθοι φύτρωναν σαν μανιτάρια σε εύφορη γη, ο θρύλος πως σε ένα παιχνίδι έβαλε 23 γκολ έφτασε από στόμα σε στόμα και έξω από τα στενά όρια του νομού, η Βραζιλία προϊόντος του χρόνου προετοιμαζόταν να υποδεχθεί τον καινούριο Θεό της.

Ήταν αδύνατον να αγνοηθεί όλη αυτή η ευφυΐα μαζεμένη στο μυαλό και στα πόδια εκείνου του παιδιού. Στα 17 είναι ακόμη ξερακιανός, με κάτι ποδαράκια σαν καλάμια, κοντοκουρεμένο μαλλί, όλοι τον φωνάζουν ακόμα ‘Ronaldo’. Το νούμερο όμως στη φανέλα είναι ήδη το «δέκα». Και η παρουσία στο χόρτο επίσης ‘δέκα’. Στα δεκαοκτώ έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα κάνοντας καταπληκτικά πράγματα, προσφέροντας μοναδικό θέαμα.

Κατά τα ειωθότα ξεκινά η αγαπημένη συζήτηση των ειδικών για το κατά πόσον μπορεί να λειτουργήσει υπό πίεση, σε ανταγωνιστικότερο περιβάλλον, να μπει σε καλούπια, να λειτουργήσει λιγότερο ατομικά. Οι κυνικοί του κολλούν την ταμπέλα ενός ακόμη ζογκλέρ ‘από τη χώρα της σάμπα’ και λοιπές κοινοτυπίες. Απαντά με το καλύτερο γκολ της χρονιάς σε ντέρμπι, λανσάρει εκτός από τη no look pass και τη no look προσποίηση, στρίβοντας το πόδι σχεδόν 180 μοίρες.

Ο αντίπαλος σωριάζεται, ο Ronaldinho κάνει το χαρακτηριστικό σπριντ, ένα-δύο με τον φορ και πλασάρει ‘χαϊδεύοντας’ τη μπάλα. Με το εξωτερικό. Διότι εκεί έγκειται η διαφορά του καλλιτέχνη από τον απλό τεχνίτη. Στα δεκαοκτώ δίνει τη λύση σε ντέρμπι, με τη φανέλα της ομάδας που υποστηρίζει από παιδί, είναι αδύνατον να αγνοηθεί πλεον από τους Eυρωπαίους.

Η πρώτη που εμφανίζεται στο Porto Alegre για να τον αποκτήσει, είναι η PSV. Χρίζεται άμεσα ο συνεχιστής της παράδοσης που ξεκίνησε ο Romario και συνέχισε ο Ronaldo, είναι ο εκφραστής της επόμενης γενιάς. Ο κολοσσός της Philips δεν τα καταφέρνει, διότι η φήμη του παιδιού έχει ξεπεράσει τις καλές ευρωπαϊκές ομάδες και έχει φτάσει στις top class. Τον Ιανουάριο του 2000 η Real προσφέρει 35 εκατομμύρια, η Inter ανεβάζει τον πήχυ στα 47. Οι προσφορές απορρίπτονται, ο Ronaldinho είναι εθνικό κεφάλαιο και δεν έχει κλείσει καν τα είκοσι.

Το Φεβρουάριο εμφανίζεται και η τότε κραταιά Leeds. Η κολοσσιαία προσφορά ανέρχεται στα 81 εκατ. ευρώ. Στη Βραζιλία ξεσπά πόλεμος, ο πρόεδρος της Gremio, ο Guerreiro, μετά από μια φημολογούμενη απειλή έξω από το σπίτι του στο Porto Alegre, απορρίπτει και εκείνη την προσφορά. Είναι αδύνατον για οποιονδήποτε παράγοντα της ομάδας να συναινέσει στην παραχώρησή του, αναζητείται μια φόρμουλα ‘αθόρυβης’ πώλησης, κάποιο νομικό τρικ. Τα πρώτα δημοσιεύματα καταφθάνουν από το Παρίσι.

Ο Ronaldinho έχει συμφωνήσει με την Paris Saint Germain και έχει υπογράψει προσύμφωνο πενταετούς διάρκειας”. Διάγει τον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του, ο Guerreiro δηλώνει ότι δεν ξέρει τίποτα, ξεκινά μια μακρά νομική διαμάχη, με καταγγελίες στη FIFA, με προσφυγές στην Προεδρεία της Δημοκρατίας, ακόμα και με αίτημα δημοψηφίσματος!

Το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, πολύ πιο σοβαρή απ’ ότι νομίζουμε στην Ευρώπη. Η FIFA μετά τις καταγγελίες καλείται να αποφανθεί για αντιφατικές αποφάσεις δικαστηρίων, η θέση της είναι τρομακτικά δύσκολη, μέχρι που εμφανίζεται ο ‘νόμος Πελέ’ και λύνεται ο γόρδιος δεσμός.

Η μεταρρύθμιση του Πελέ, τότε ‘Επίτιμου Υπουργού Αθλητισμού’ της Βραζιλίας, διορισμένου από τον Πρόεδρο Cardoso, στρέφεται ‘εναντίον της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο’, επί της ουσίας όμως ανοίγει το δρόμο στη φυγή του Ronaldinho στην PSG. Οι οπαδοί της Gremio είναι πυρ και μανία, οι περισσότεροι στρέφονται και εναντίον του ίδιου του Ronaldinho, του κολλάνε την ταμπέλα του προδότη, τον κατηγορούν για αντεθνική συμπεριφορά.

Πολύ γρήγορα γίνονται γνωστές και λεπτομέρειες της συμφωνίας, ο ρόλος του Assis στη μετακόμιση στο Παρίσι και στην υπογραφή με την Paris. Αυτομάτως ο αδελφός του Ronaldinho γίνεται κόκκινο πανί για τους οπαδούς της Gremio, εξαγριώνει τα πλήθη όταν σε μια συνέντευξη αναλαμβάνει πλήρως την πατρότητα της μεταγραφής, εξηγεί ότι δρα υπερασπίζοντας τα συμφέροντα του  αδελφού του, του ‘προϊόντος’ Ronaldinho.

Δουλεύει 24/7 για να καλύψει τις επικοινωνιακές και όχι μόνο, ανάγκες του αδελφού του, είναι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης πίσω από κάθε αμφιλεγόμενη απόφαση και έργο με πρωταγωνιστή τον Ronaldinho.

Ουσιαστικά γίνεται και ο άνθρωπος που απορροφά τους κραδασμούς, το εξιλαστήριο θύμα, ο μεγάλος ‘fixer’ κάθε νόμιμης ή ακόμη και έκνομης εξέλιξης (με αποτέλεσμα το 2012 να καταδικαστεί και σε 5μισι χρόνια κάθειρξη για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και φοροδιαφυγή) στη ζωή του Ronaldinho.

Κυκλοφορούν πολλοί μύθοι για εκείνη τη μεταγραφή. Ότι όλο αυτό ήταν ένα καλοσκηνοθετημένο έργο, ότι άλλαξαν χέρια πάνω από 90 εκατομμύρια ευρώ, ότι ο Guerreiro έγινε πλουσιότερος κατά 10 εκατομμύρια, ότι χρηματίστηκε ο Πελέ, πολιτικοί, ό,τι βάζει ο νους. Το επιμύθιο ήταν πως ο Ronaldinho Gaucho θα γινόταν ποδοσφαιριστής της Paris Saint Germain.

Το κοινό στο Parc des Princes τον καλωσορίζει εν μέσω αποθέωσης. Επιλέγει τη φανέλα με το 21, στις πρώτες του δηλώσεις προκαλεί εύλογες απορίες: “Επέλεξα το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη και την καλύτερη ομάδα του μέλλοντος”. Το 2001, το γαλλικό πρωτάθλημα σίγουρα δεν ήταν το καλύτερο του κόσμου, πιο πολύ το πιο περίεργο θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς, αφού προ δεκαετίας σχεδόν είχε κλείσει ο κύκλος της τρελής εποχής Tapie στη Marseille μετά από δεκάδες σκάνδαλα, ενώ το project Olympique Lyonnais ήταν ακόμη στα σπάργανα.

Το γαλλικό πρωτάθλημα ωστόσο, ήταν το πιο ‘καθαρό’ πολιτικά μιλώντας: μεταξύ 1993 και 2001, έξι διαφορετικές ομάδες είχαν κατακτήσει το πρωτάθλημα, καμία συνεχόμενα. Ήταν η ‘απόδειξη’ ότι η δικτατορία Tapie είχε οριστικά τελειώσει, ταυτόχρονα όμως εσώκλειε τον αδόκιμο όρο μιας ‘μειονεκτικής ισορροπίας’ σε σχέση με τα υπόλοιπα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης. Η PSG δεν ξέφευγε από τη μετριότητα.

O star της ομάδας εθεωρείτο ο Νιγηριανός ζογκλέρ Jay-Jay Okocha, όχι ακριβώς ότι καλύτερο κυκλοφορούσε από άποψη χαρακτήρα και σίγουρα πολύ μακριά από το πρότυπο του ηγέτη, αλλά ο ιδανικότερος για να βοηθήσει το Ronaldinho να εγκλιματιστεί. Ο Okocha ανέλαβε επί της ουσίας την προσαρμογή του, εκτέλεσε χρέη μέντορα του νεαρού Βραζιλιάνου, ειδικά το πρώτο εξάμηνο τον προστάτευε σαν δεύτερος Αssis μέσα στο γήπεδο και τον βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβει σημαντικές πτυχές του παιχνιδιού, όπως τουλάχιστον παιζόταν τότε στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα όμως φρόντισε να τον μυήσει και στα μυστικά της παριζιάνικης dolce vita.

Το ίδιο διάστημα που το κοινό μένει με το στόμα ανοικτό και δεν έχει ξαναδεί τέτοιο ποδοσφαιριστή, οι maison de tolérance αναστενάζουν και ο Βραζιλιάνος βυθίζεται στο αλκοόλ, στα ξενύχτια και στις γυναίκες. Είναι ακόμη πολύ νέος, το ταλέντο του ατόφιο και αδιαμφισβήτητο, αλλά τόσο ακατέργαστο.

Είναι αδύνατον να εξηγηθεί αυτό το ταλέντο του Ronaldinho, πιθανώς να μην ήξερε και ο ίδιος τι ήθελε να κάνει και να αποφάσιζε στη στιγμή. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη δύναμή του, η ασυνείδητη αποτελεσματικότητα, το απρόβλεπτο που είναι και ασταμάτητο. Μέχρι τότε μιλούσαμε για την τέχνη του ‘περιττού’, για συμβατικά πλέον πράγματα όπως λόμπες, πλασέ, γκολ, τρίπλες. Εδώ είχαμε να κάνουμε με ξαφνικές επιταχύνσεις, ακόμα πιο ξαφνικές επιβραδύνσεις, με μια εξωπραγματική αίσθηση χώρου και χρόνου σε οποιοδήποτε σημείο του γηπέδου.

Ήταν ένα πρωτόγνωρο πράγμα, μια πρωτόγονη εμφάνιση ποδοσφαιρικής τέχνης που άνοιγε το δρόμο στην εξέλιξη του ίδιου του σπορ. Το άστρο είχε μόλις ξεκινήσει να λάμπει. Απέμενε μόνο η διεθνής σκηνή για την τελική χειροτονία, που προσφέρεται απλόχερα εκείνο το καλοκαίρι στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Κορέας και της Ιαπωνίας.

Στα 22 είναι βασικός σε μια Βραζιλία με ορισμένα από τα ιερά τέρατα όλης της ιστορίας της στην ενδεκάδα. Εκείνη η Βραζιλία δεν θα δικαιώσει ποτέ τις προσδοκίες, θα κατακτήσει μεν το μουντιάλ, παίζοντας όμως πολύ μέτρια. Το highlight της διοργάνωσης είναι το γκολ του στον προημιτελικό με την Αγγλία. Παίρνει φόρα λίγο πάνω απο τη σέντρα για να εκτελέσει ένα φάουλ, τελευταία στιγμή υψώνει το βλέμμα και παρατηρεί ότι ο τερματοφύλακας Seaman έχει κάνει ένα –περιττό– βηματάκι προς τα εμπρός.

Αλλάζει απόφαση σε κλάσμα δευτερολέπτου, μετατοπίζει το βάρος προς τα πίσω, διευρύνει τη γωνία που χτυπά τη μπάλα. Η μπάλα σηκώνεται ασυνήθιστα πολύ, παίρνει περίεργη καμπύλη και πέφτει απότομα χωρίς να αλλάξει κατεύθυνση και χωρις να ‘γυρίσει’ από τα φάλτσα. Ο Seaman το αντιλαμβάνεται κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, σηκώνει τα χέρια, αλλά η μπάλα στρίβει ξαφνικά προς τα μέσα και τον αναγκάζει να μοιάζει με μέθυσο που τρεκλίζει μετά από μια ντουζίνα pints στην pub. Σχεδόν με μελαγχολία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ο Seaman γυρίζει απλώς το κεφάλι του για να τη δει να πηγαίνει στο αγαπημένο σημείο του Ronaldinho, στις ‘αράχνες’.

Το one-man- show ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα όταν ο Ronaldinho αποβλήθηκε για ένα τάκλιν ‘αλάνας’ στον Danny Mills. Καμία συναίσθηση της κατάστασης, ανέκαθεν ζούσε το δικό του παιχνίδι, σε κάποια παραλία, σίγουρα όχι στην Άπω Ανατολή. Με το μυαλό κάπου στη Βραζιλία, μαζί με τους κολλητούς του. Δεν είχε συναίσθηση ούτε της σπουδαιότητας ούτε του γεγονοτος ότι εκείνο το γκολ ήταν το διαβατήριό του για το πάνθεον των ευαγγελιστών του σπορ.

Με εκείνο το γκολ τον έμαθε και ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη, με εκείνο το γκολ έγινε παγκόσμιο αστέρι του ποδοσφαίρου. Δεν είναι το καλύτερο της καριέρας του, δεν είναι το πιο εντυπωσιακό, δεν είναι το πιο ευφυές. Είναι όμως εκείνο που περικλείει όλα όσα είναι ο Ronaldinho. Απρόβλεπτο, απ’ αυτά που εμπνέεσαι κλάσματα του δευτερολέπτου πριν το κάνεις, αυτό που δεν έχει ξανασυμβεί, ο συνδυασμός της ιδέας με την τεχνική αρτιότητα και τη φυσική δύναμη, η τελειότητα της σύνθετης απλότητας.

Αυτήν ακριβώς τη μεγαλοφυΐα αναζητούσαν και στην καταθλιπτική ποδοσφαιρικά Βαρκελώνη εκείνον τον καιρό. Σήμερα ακούγεται περίεργο και παράξενο, αλλά το 2003, μόλις 15 χρόνια πριν, η Barcelona ήταν ο καταθλιπτικότερος προορισμός για έναν ποδοσφαιριστή. Ο σχετικά νεαρός δικηγόρος Joan Laporta εξελέγη πρόεδρος το 2003, υποσχέθηκε στην προεκλογική εκστρατεία ότι θα φέρει στο Camp Nou τον φανταχτερό David Beckham, αλλά τελικά ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος του μπάτζετ στον καλύτερο νεαρό που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στην αγορά, το Ronaldinho.

Η Μπάρτσα αποφάσισε να ρισκάρει με το ‘προβληματικό’ παιδί της Paris. Προβληματικό διότι στο Παρίσι κυκλοφορούσαν τότε εντονότατες φήμες για την εξωγηπεδική ζωή του Ronaldinho με τον προπονητή να τον κατηγορεί ευθέως και δημοσίως πως ξενυχτάει και προτιμά το Moulin Rouge από την προπόνηση. Η ομάδα είχε τερματίσει στην τραγική ενδέκατη θέση, ο Ροναλντίνιο όμως εν μέσω νυχτερινής ζωής και δεκάδων φιλενάδων επί χρήμασιν και μη, είχε βγει πρώτος σκόρερ και πασέρ της PSG. Συνεπώς, τα 30 εκατομμύρια του Λαπόρτα έμοιαζαν μια λογική επένδυση.

Την απόκτησή του την γιορτάζουν ελάχιστα στη Βαρκελώνη, είναι θυμωμένοι με τον Laporta που αθετήθηκε η υπόσχεση για τον Beckham κι όμως η μεταγραφή του Ronaldinho θα αλλάξει την ίδια την ιστορία του συλλόγου, θα μετατρέψει μια ομάδα καταθλιπτική σε απόλυτα διασκεδαστική.

Η Μπάρσα τερματίζει μετά από χρόνια μπροστά από τη Ρεάλ, ήταν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, το τέλος των περίφημων Galacticos που υπογράφηκε μέσα στο Santiago Bernabeu, με την εμβληματική ασίστ-λόμπα του Ronaldinho στον Xavi. Ψηφίζεται καλύτερος ξένος παίκτης της λίγκας, βγαίνει πρώτος σκόρερ της ομάδας, ανήκει πια στην ελίτ. Ξαφνικά όλοι ‘ανακαλύπτουν’ ξανά τον Ronaldinho, χύνονται ποταμοί μελάνης, όλοι μιλούν γι’ αυτόν, υπερτονίζουν τις επαναστατικές αλλαγές που επιφέρει στο άθλημα.

Γίνεται σχεδόν σε ένα βράδυ ο πρωταγωνιστής με το χαμόγελο, ο ζογκλέρ για τον οποίο αξίζει να πληρώσεις εισιτήριο, ο άνθρωπος που ‘συμφιλιώνει’ την ουσία με το θέαμα, ο Bugs Bunny (λόγω οδοντοστοιχίας) που κάνει ευτυχισμένα τα παιδάκια και τα παρακινεί να αγαπήσουν το ποδόσφαιρο. Ξαφνικά μετατράπηκε σε παγκόσμιο εκπρόσωπο της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας, σε συνδετικό κρίκο ενός ποδοσφαίρου ρομαντισμού και αλάνας με το ποδόσφαιρο των χορηγών και των εκατομμυρίων.

Ο Ronaldinho αντιπροσωπεύει όλα αυτά που θέλει και ο κόσμος και το άθλημα και οι χορηγοί και τα γραφεία. Είναι ο ήρωας που περίμεναν όλοι, ο τέλειος testimonial, ο χαμογελαστός και προσιτός σταρ που ξετρελαίνει τα μικρά παιδιά και τα σπρώχνει στον αθλητισμό. Είναι ο άνθρωπος που ξαναδίνει στο ποδόσφαιρο τη χαμένη του αθωότητα.

Ήταν 8 Μαρτίου του 2005 όταν εκατομμύρια άνθρωποι θαύμασαν το μεγαλείο του. Champions League, προημιτελικός με μια Chelsea βγαλμένη από τα όνειρα του Abramovich που στο εικοσάλεπτο προηγείται ήδη 3-0. Tο ματς είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Special One Μουρίνιο, το ξηλώνει και το ράβει από την αρχή ο Ronaldinho. Πρώτα μειώνει με πέναλτι σε 3-1 και μετά ακολουθεί η εποποιΐα.

Ο Iniesta ελέγχει τη μπάλα έξω από τη μεγάλη περιοχή, επιταχύνει και μοιάζει να ψάχνει την τρίπλα και το σουτ. Τελικά αλλάζει απόφαση και αποφασίζει να τη ‘σπάσει’ στο Ronaldinho. Ο Roni είναι μόνος στο ημικύκλιο της περιοχής και μπροστά του είναι ένα τείχος από μπλε φανέλες.

Η μπάλα ακίνητη ανάμεσα στα πόδια του-ακίνητος κι εκείνος. Μπορεί να σουτάρει, να πασάρει, να τριπλάρει, να τη γυρίσει πίσω, να τη δώσει δίπλα, να σεντράρει. Ο χρόνος όμως έχει σταματήσει, δεν υπάρχει ποδοσφαιρική ορολογία να περιγράψει το συμβάν, ποδοσφαιρική αργκό για να μεταφερθεί η κίνηση στο χαρτί.

Ο Ronaldinho προσποιείται πάνω από τη μπάλα ακριβώς όπως θα έσβηνε κάποιος ένα τσιγάρο με τη μύτη του παπουτσιού, περιστρέφοντας το πόδι τρεις φορές, ίσα ίσα ακουμπώντας το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, πιέζοντάς το προς τα κάτω. Στην τέταρτη σουτάρει με το μυτάκι.

Με το εξωτερικό. Οι παίκτες της Chelsea είναι στήλες άλατος, έχουν παραλύσει. Ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου εκείνη την εποχή, Peter Cech, μένει άναυδος, απλώς γυρίζει εμβρόντητος το κεφάλι για να παρακολουθήσει την πορεία της μπάλας. Η μπάλα ταξιδεύει στη γωνία των δικτύων, στη ραφή. Γκολ.

Ο σουρεαλισμός έχει ολοκληρωθεί, το έργο τέχνης έχει παραδοθεί στην αιωνιότητα. Είναι ένα γκολ μοναδικό, απο εκείνα που δεν μπαίνουν ούτε στο playstation, ένα μοναδικής ομορφιάς μπαλέτο πάνω από τη μπάλα, ένας πίνακας του Μονέ τόσο παραστατικός που παρότι μεγαλοφυής και σπάνιας πολυπλοκότητας γίνεται αντιληπτός από όλους, είναι ένα αριστούργημα.

Η Chelsea την πήρε την πρόκριση με ένα γκολ του John Terry λίγο αργότερα, αλλά δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Το γκολ του JT δεν το θυμάται κανείς, το αριστούργημα του Ronaldinho το διηγούμαστε στα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράσημα της καριέρας του, πολύ ανώτερο και από τη χρυσή μπάλα που κατέκτησε λίγους μήνες αργότερα, με τα λόγια του τότε προέδρου της FIFA Μισέλ Πλατινί να τον κολακεύουν: “Κάνει το ποδόσφαιρο ακόμη πιο όμορφο, το αναγάγει σε καλλιτεχνική έκφραση. Και το κάνει χαμογελώντας”.

Tην επόμενη σεζόν θα έρθει και το ‘μεγάλο κύπελλο’. Ο Ronaldinho επιστρέφει στο Παρίσι, εκεί που ξεκίνησαν όλα στην ευρωπαϊκή του εμπειρία. Δεν είναι καλός στον τελικό, έχει ήδη ‘αδειάσει’ όπως οι πλειοψηφία των μεγάλων πρωταγωνιστών στο τέλος της σεζόν θα πουν οι περισσότεροι.

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το αστέρι είχε ήδη ξεκινήσει να δύει στην πιο εμφαντική σεζόν της καριέρας του, όντας ταυτόχρονα πρωταθλητής Ισπανίας, πρωταθλητής Ευρώπης, πρωταθλητής κόσμου, πρωταθλητής Λατινικής Αμερικής και κάτοχος και των δύο (τότε) βραβείων του καλύτερου ποδοσφαιριστή του πλανήτη, εκείνου της Χρυσής Μπάλας και του FIFA World Player. Εκείνο ήταν το peak της καριέρας του, το απόλυτο, το πλησιέστερο στην τελειότητα. Ήταν ένα επίτευγμα που ελάχιστοι άνθρωποι κατέκτησαν και ακόμη λιγότεροι μπόρεσαν να διαχειριστούν.

Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, ξεκίνησε η ελεύθερη πτώση αυτού του φαινομένου, εκείνου του χαμογελαστού καλλιτέχνη που έκτοτε χαμογελούσε όλο και λιγότερο. Αρχής γενομένης από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το ίδιο καλοκαίρι, όλα έγιναν δυσβάστακτα, οι ευθύνες που επωμιζόταν πολύ περισσότερες απ’ όσες μπορούσε να αντέξει.

Στη Βαρκελώνη αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζε το τέλος εποχής, όταν ξεπετάχτηκε ο Messi. Τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν κρατάει για πάντα και νομοτελειακά πάντοτε θα βρεθεί κάποιος καλύτερος, πληρέστερος από σένα. Το ζήτημα δεν είναι να φτάσεις στην κορυφή, αλλά να διατηρηθείς σ’ αυτήν, αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Ο Ronaldinho το 2008 ανακοινώθηκε από την ιταλική Milan, αντί 21 εκατομμυριών ευρώ, παρουσιάστηκε σε ένα San Siro γιορτινό, με 40 χιλιάδες tifosi να τον αποθεώνουν.

Δεν τους δικαίωσε ποτέ, δεν δικαίωσε ούτε τον εαυτό του. Τα dreadlocks ήταν εκεί και ανέμιζαν στον ώμο του σαν φίδια, το βλέμμα της Μέδουσας όμως ήταν κραυγαλέα απόν, το χαμόγελο δεν φώτισε ποτέ τον ήλιο της Λομβαρδίας. Δεν μπορούσε πια να κάνει το γιγαντιαίο σλάλομ, δεν άφηνε στήλη άλατος τους αντιπάλους αμυντικούς, πετούσε χαμηλά σαν hornet. Περιστασιακά χάρισε στο ιταλικό κοινό και λίγη από τη μαγεία του, αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία των εμφανίσεών του προσπαθούσε να ικανοποιήσει την εικόνα που είχαν οι άλλοι για εκείνον, το ‘performance’ που περίμενε το κοινό, σε σκηνοθεσία Assis και χορηγών.

Δεν ήταν πλέον ποδοσφαιριστής, ήταν performer. Έστω και τότε, είχα την τύχη να τον παρακολουθήσω από κοντά, σε ένα παιχνίδι στο Marassi της Γένοβας. Η Milan είχε χάσει 2-0, αλλά το βλέμμα μου ήταν κολλημένο επάνω του, έπαιζα με το θυμικό μου, ένιωθα σαν να παρακολουθώ το Bob Dylan σε σημερινή συναυλία, σε κάθε τρίπλα του Ronaldinho ήταν σαν να άκουγα τον 76χρονο Dylan να τραγουδάει το ‘Visions of Johanna’. Συγκινητικός, αξιοθαύμαστος και μεγαλοπρεπής. Δεν περίμενα στο χώρο έξω από τα αποδυτήρια για να τον δω και από κοντά, να βγάλω μια φωτογραφία.

Η εικόνα εκτός γηπέδου δεν με ενδιέφερε, δεν θα άντεχα τα γυαλιά ηλίου ‘μύγα’, τις χοντρές χρυσές καδένες του ghetto, τα ανοιχτά λαχουρέ πουκάμισα, τα διαμαντένια ρολόγια, το υποχρεωτικό πια χαμόγελο. Ήξερα ότι θα δω στα μάτια του τη φλόγα σβησμένη και δεν ήθελα η (μοναδική) live εικόνα μου να είναι θλιβερή. Ακολούθησα τη συμβουλή του Ernest Hemingway, που νουθετούσε τους αναγνώστες του να σκίζουν από το βιβλίο μόνο τις σελίδες που τους έκαναν να ανατριχιάζουν, να κρατούν τις καλύτερες αναμνήσεις, τις πιο δυνατές, τις μοναδικές, τις μη επιτηδευμένες.

Ο Ροναλντίνιο ήταν μόνο 27 και προσπαθούσε να προσφέρει στο κοινό «την ενέργεια», το ‘απίστευτο’, το ‘εξεζητημένο’. Ήταν θλιβερός, ένας έκπτωτος star που δεν έλαμπε πια. Είχε χάσει πολύ καιρό το δρόμο, είχε προλάβει να χαλάσει το μύθο του, να συνδέσει το όνομα του με την κραιπάλη, το ξενύχτι και τις γυναίκες που τόσο αγαπούσε. Έπαιζε ποδόσφαιρο από υποχρέωση, έλειπε το χαμόγελο, η παιδική αφέλεια, εκείνο το αίσθημα της ιερουργίας που τον έκαναν φαινόμενο.

Έφυγε από τη Milan σαν παράταιρος σε μια τουρνέ στο Ντουμπάι λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 2011. Επέστρεψε στη Βραζιλία προσπαθώντας να ξαναβρεί τον εαυτό του, επέλεξε τη Flamengo, που μετά από πιέσεις του Assis, δαπάνησε τρία εκατομμύρια ευρώ. Έμεινε ενάμιση χρόνο και βγήκε πάλι πρωταθλητής στα ξενύχτια και τις καταχρήσεις.

Στο γήπεδο δεν χαμογελούσε, γελούσε μόνο στις εξόδους του, παρασυρόταν ακόμα, παρότι είχε τριανταρίσει. Δεν εξάντλησε το συμβόλαιό του ούτε στους rubro-negra, πήγε στην Atlético Mineiro, ούτε εκεί στέριωσε και ξανάφυγε τον Ιούλιο του 2014. Πλέον τον απασχολούσαν μόνο οι γκόμενες, η vodka και τα τσιγάρα.

Ακούστηκε μέχρι και για τον ΠΑΟΚ σε μια αποστροφή του λόγου του Σαββίδη, έπεσε στο τραπέζι για τον Ολυμπιακό, νωρίτερα για τον πολυμετοχικό Παναθηναϊκό. Θα τον έφερνε ο Τσάκας. Εκεί κατήντησε ο άλλοτε καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, έγινε ένας περιφερόμενος ‘celebrity’. Στις συχνές επισκέψεις του στην Ελλάδα, επιδόθηκε σε διασκέδαση στα μπουζούκια, εθεάθη μεθυσμένος να αρπάζει το μικρόφωνο απ’  το Ρέμο, βρέθηκε τρεκλίζοντας να ανέχεται να του κάνει ‘πλάκα’ ο Σεφερλής.

Έτσι τον γνώριζαν άλλωστε πια, από φωτογραφίες στην Copacabana με περιττά κιλά και όλο το entourage γύρω του να του ρουφάει το αίμα. Ξενυχτάει κάθε βράδυ, διασύρει το όνομά του στο Μεξικό σε κάποια Querétaro η οποία τον απολύει κιόλας επειδή χάνει προπονήσεις με παιδικές δικαιολογίες. Είναι κάκιστος στο χόρτο, παίζει σε ελάχιστα παιχνίδια, Τύπος και φίλαθλο κοινό τον ευτελίζουν, γράφονται λίβελλοι εναντίον του, το πιο ήπιο σχόλιο είναι ‘ξοφλημένος’.

Στα 35 προσεγγίζει τη Gremio για να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα που αγάπησε, απολύτως φυσιολογικά του το αρνούνται και υπογράφει στη Fluminense. Μετά τα πρώτα ‘ενθουσιώδη’ παιχνίδια, καταρρέει. Είναι σκιά του εαυτού του, η κακή ζωή έχει αφήσει όλα τα κουσούρια επάνω του, η φυσική του κατάσταση είναι άθλια, οι αντοχές του μηδαμινές. Απομακρύνθηκε κακην κακώς κι από εκεί.

Είχε μετατραπεί σε βάρος, σε ένα πρόβλημα που κανείς δεν είχε την παρρησία να του πει κατάμουτρα, γιατί εξακολουθούσε να γεννάει λεφτά. Δεν ανακοίνωνε την απόσυρση από την ενεργό δράση, δεν τον άφηνε ο Assis που πάσχιζε να ξεζουμίσει και τις τελευταίες σταγόνες από τη ζωή που δεν έζησε ποτέ.

Έτρεχαν ακόμα κάποιες συμβάσεις με χορηγούς, η ‘επιχείρηση’ Ronaldinho εξακολουθούσε να ταΐζει πολύ κόσμο, εκατοντάδες στόματα. Το όνομά του, η κληρονομιά του, εξακολούθησε να πουλάει, στο Facebook η σελίδα του μάζεψε 31 εκατομμύρια ακόλουθους κι ας έχει ξεθωριάσει ο μύθος του κι ας έχει αγγίξει τα όρια του γραφικού στις δημόσιες εμφανίσεις του.

Λίγο πριν τα 38 το πήρε απόφαση και ανακοίνωσε το τέλος σε μια συνέντευξη σε βραζιλιάνικη εφημερίδα, θαρρείς και ηθελε να τελειώσει το μαρτύριο. Θα αγωνίζεται μόνο σε κάποιους αγώνες επίδειξης γιατί είναι αυτός που οι άλλοι νομίζουν ότι είναι, ταυτόχρονα είναι εκείνος που ο ίδιος νομίζει ότι είναι και, σε τελική ανάλυση, είναι αυτός που πραγματικά είναι.

Ο ποδοσφαιριστής που έκανε το παιχνίδι ομορφότερο χαμογελώντας, έφυγε από τα γήπεδα σαν έκπτωτος άγγελος.

Ο Ronaldinho.

oneman.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: