Ο εκ Λιγουδίστης της Τριφυλίας και εν Τριπόλει της Πελοποννήσου μαρτυρικώς αθλήσας καλλίνικος και ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού…
Μέσα στη σεπτή και ευλογημένη χορεία των κλεινών νεομαρτύρων της αμωμήτου χριστιανικής πίστεως συναριθμείται και ο νεομάρτυς Άγιος Δημήτριος, ο γενναιότατος και καρτερότατος αυτός νεαρός αθλητής του Χριστού, ο δι’ αποκεφαλισμού τελειωθείς στις 14 Απριλίου 1803 στην ιστορική πόλη της Τριπολιτσάς, της οποίας έκτοτε είναι ο θερμός αντιλήπτωρ και προστάτης.
Ο Άγιος νεομάρτυς Δημήτριος ο Πελοποννήσιος γεννήθηκε το 1779 στη συνοικία Κάτω Ρούγα του τότε χωριού Λιγούδιστα, το οποίο είναι η σημερινή κωμόπολη της Χώρας Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο (1750-1821), ο Δημήτριος ήταν ο δευτερότοκος υιός του ευσεβούς Ηλία Καψαρίδη.
Η ενάρετη μητέρα του απεβίωσε όμως, όταν ο Δημήτριος ήταν ακόμη βρέφος και έτσι δεν είχε τη χαρά να τη γνωρίσει και να δεχθεί τη μητρική αγάπη και φροντίδα. Ο πατέρας του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, ελπίζοντας ότι η νέα του σύζυγος θα περιβάλλει με την πρέπουσα αγάπη και στοργή τους δύο ορφανούς γιους του. Αλλά η μητριά συμπεριφέρθηκε στα δύο δυστυχισμένα παιδιά με κακότητα και ψυχρότητα. Έτσι τα δύο ορφανά μεγάλωσαν μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση, έχοντας δίπλα τους μία αδιάφορη και κακότροπη γυναίκα, η οποία τα περιφρονούσε και τα κακομεταχειριζόταν.
Γι’ αυτό και αντί για αγάπη και φροντίδα, εισέπρατταν μίσος και περιφρόνηση. Το γεγονός αυτό τα ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πατρική οικία και να βρουν καταφύγιο και εργασία στην Τρίπολη που την εποχή εκείνη ήταν το εμπορικό κέντρο της τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου με πολλά εργαστήρια και εμπορικά καταστήματα.
Ο Τούρκος αφέντης του Δημήτριου που τον έκανε «Μεχμέτ»
Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήρθε πρώτος στην Τρίπολη και έγινε υπηρέτης σε κάποια τουρκική οικογένεια, ενώ ο Δημήτριος γνωρίστηκε με κάποιους κτίστες που ταξίδευαν από τόπο σε τόπο και έκτιζαν οικοδομές. Κάποια στιγμή ήρθε στην Τρίπολη και άρχισε να συναναστρέφεται με παιδιά τουρκικών οικογενειών.
Όμως η προστριβή του με το συνεργείο των κτιστών, όπου εργαζόταν, τον ανάγκασε να καταφύγει στην τουρκική οικογένεια του Βελή Μπαρμπέρη, η οποία είχε κουρείο.
Εκεί έμαθε την τέχνη του κουρέα, ενώ ταυτόχρονα παρασυρόμενος από τις δελεαστικές υποσχέσεις, αλλά και τις συνεχείς απειλές των Τούρκων, αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και ασπάσθηκε τον μουσουλμανισμό. Έτσι υποβλήθηκε σε περιτομή, φόρεσε τουρκικά ενδύματα και σαρίκι στο κεφάλι και μετονομάσθηκε Μεχμέτ.
Στο μεταξύ ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο οποίος δεν είχε τουρκέψει ακόμη, πληροφορηθείς τα γενόμενα, έτρεξε να τον συναντήσει. Μόλις τον συνάντησε, ζήλεψε την απατηλή ευτυχία του και ασπάσθηκε και εκείνος τον μουσουλμανισμό.
Κάποια στιγμή όμως ο πατέρας τους πληροφορήθηκε ότι και τα δύο του παιδιά έγιναν εξωμότες. Τότε αισθανόμενος ψυχική συντριβή για το θλιβερό κατάντημα των γιων του, πήγε αμέσως στην Τρίπολη για να συναντήσει και να συνετίσει τα δύο δυστυχισμένα παιδιά του.
Κανείς δεν γνωρίζει, εάν συνάντησε τον μεγαλύτερο γιο του. Ο Δημήτριος όμως πληροφορηθείς ότι τον αναζητά ο πατέρας του, κρύφτηκε από ντροπή, αλλά και από φόβο μήπως και εξοργισθεί μαζί του ο Τούρκος αφέντης του. Έτσι ο καταπικραμένος πατέρας του πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη Λιγούδιστα.
Το τρομερό αμάρτημα της προδοσίας της πίστεως του
Η απεγνωσμένη, αλλά άκαρπη προσπάθεια του πατέρα του νεαρού Δημήτριου δεν πήγε όμως χαμένη, αφού ο Θεός είχε τον σκοπό του και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να απωλεσθεί ο σπόρος της χριστιανικής πίστεως στην ψυχή του Δημητρίου.
Έτσι κάποια στιγμή συναισθάνθηκε το τρομερό αμάρτημα της προδοσίας της πίστεως του στον Ιησού Χριστό, αλλά και της αρνήσεώς του να συναντήσει τον πατέρα του, ο οποίος υποβλήθηκε σε μεγάλο κόπο και ταλαιπωρία για να έρθει από τη Λιγούδιστα να τον ανταμώσει.
Γι’ αυτό και ο νεαρός Δημήτριος κατελήφθηκε από σωτήριους λογισμούς μετανοίας και αυτοκριτικής, αφού η θεία χάρις τον επισκέφθηκε και συνειδητοποίησε ότι είχε αρνηθεί τον Χριστό, είχε προδώσει την πατρίδα του και είχε φορέσει τουρκικά ενδύματα.
Έχοντας λοιπόν αυτούς τους λογισμούς, έφυγε από την Τρίπολη και αποφάσισε να μεταβεί στην πατρίδα του για να συναντήσει τον πατέρα του. Αλλά αντί να ακολουθήσει τον δρόμο που οδηγεί στη Λιγούδιστα, ακολούθησε αντίθετη κατεύθυνση και μετά από αρκετές ώρες πεζοπορία έφτασε στο χωριό Στεμνίτσα της Αρκαδίας, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι μιας ευλογημένης χριστιανής.
Εκεί πληροφορήθηκε ότι είχε πάρει λανθασμένο δρόμο και ότι έπρεπε να επιστρέψει στην Τρίπολη και να βρει κάποιον που θα του έδειχνε τον σωστό δρόμο για να μεταβεί στην πατρίδα του. Αφού επέστρεψε στην Τρίπολη, εργάσθηκε ως κουρέας στον Τούρκο αφέντη του μέχρι να βρει τον άνθρωπο εκείνο που θα τον οδηγούσε στη Λιγούδιστα. Όμως στην Τρίπολη γνωρίσθηκε με κάποιους χριστιανούς που θα ταξίδευαν στη Σμύρνη. Αποφάσισε λοιπόν να μην επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά να αναζητήσει καινούργιους κόσμους.
Πέταξε τα τουρκικά ενδύματα και φόρεσε χριστιανικό χιτώνα
Έτσι έφυγε κρυφά από την οικία του Τούρκου Βελή και όταν έφτασε στους Μύλους της Αργολίδος, επιβιβάσθηκε σε πλοίο με προορισμό τη Σμύρνη. Μόλις έφτασε εκεί, πέταξε αμέσως τα τουρκικά ενδύματα, φόρεσε χριστιανικό χιτώνα και άρχισε να συναναστρέφεται μόνο με χριστιανούς, από τους οποίους έμαθε πολλά για τους αγίους της χριστιανικής πίστεως και τα μαρτύρια που υπέστησαν για την αγάπη του Χριστού.
Οι συναρπαστικές αυτές διηγήσεις τον αναγέννησαν πνευματικά και τον έκαναν να συνειδητοποιήσει το τρομερό αμάρτημα της αρνησιθρησκείας. Στη συνέχεια αναχώρησε για τη Μαγνησία της Μ. Ασίας, όπου φιλοξενήθηκε σε κάποιους γνωστούς του, ενώ εξέφρασε την επιθυμία του να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του. Μάλιστα εξομολογήθηκε σ’ έναν πνευματικό, αλλά οι επικρατούσες συνθήκες στη Μαγνησία δεν ήταν ευνοϊκές ούτε για εκείνον ούτε και για τους υπόλοιπους χριστιανούς.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την επιδημία πανούκλας που ενέσκυψε στην πόλη, τον ανάγκασαν να καταφύγει σε κοντινό χωριό, όπου όλοι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί. Κατόπιν αναχώρησε για τις Κυδωνίες (σημερινό Αϊβαλί) και από εκεί επισκέφθηκε την περίφημη Μονή του Τιμίου Προδρόμου που βρισκόταν στο Μοσχονήσι για να εξομολογηθεί στον Ηγούμενο της Μονής το θανάσιμο αμάρτημα της αρνήσεως της χριστιανικής του πίστεως.
Η ειλικρινής εξομολόγησή του τον ηρέμησε ψυχικά και έτσι ανακουφίσθηκε από το φοβερό ολίσθημά του. Παρόλα αυτά πίστευε ότι μόνο με το αίμα του θα μπορούσε να ξεπλύνει τη μεγάλη προδοσία του.
Η αδιαλλαξία του νεαρού αθλητού της πίστεως
Μεταξύ των ευλαβών ιερέων ήταν και ο π. Αντώνιος, ο οποίος προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει τον Δημήτριο στην απόφασή του να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Βλέποντας όμως την αδιαλλαξία του νεαρού αθλητού της πίστεως, του πρότεινε να προσευχηθούν θερμά στον Θεό και ό,τι τους αποκαλύψει, αυτό και να πράξουν την επόμενη ημέρα.
Τότε ο Δημήτριος διανυκτέρευσε στον ναό του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται πλησίον των στρατώνων της Τριπόλεως. Μάλιστα παρέμεινε άγρυπνος και προσευχόμενος όλη τη νύχτα, ενώ ο ιερεύς Αντώνιος πήγε στη Μητρόπολη, όπου κάποια στιγμή μετά από θερμή προσευχή αποκοιμήθηκε.
Στον ύπνο του είδε τότε ένα μεγάλο στράτευμα με πολλούς στρατιώτες. Στη μέση υπήρχε ένα χρυσοστολισμένο άρμα που έσερναν δύο άσπρα άλογα και ο αμαξηλάτης ήταν ένας ωραιότατος ξανθός άνθρωπος με λίγα γένια και με ενδύματα άσπρα και πράσινα, ενώ στη μέση του έφερε ένα μεγάλο σπαθί.
Πίσω από την άμαξα ακολουθούσε ο Δημήτριος έχοντας στο κεφάλι του λευκό σεντόνι και πλησιάζοντας τον π. Αντώνιο, του είπε δύο φορές να σηκωθεί. Ο ιερέας όμως συνέχισε να κοιμάται και τότε ο Δημήτριος του έπιασε το χέρι και του φώναξε δυνατά να σηκωθεί, διότι τώρα είναι καιρός. Μόλις ο π. Αντώνιος ξύπνησε από το όνειρο, έτρεξε να συναντήσει τον Δημήτριο, ο οποίος έτρεξε και αυτός για να συναντήσει τον ιερέα. Στην ερώτηση του π. Αντωνίου εάν είδε κάποιο σημείο από τον Θεό, εκείνος απάντησε αρνητικά. Αλλά στην επιμονή του ιερέα ο Δημήτριος του αποκάλυψε τη θεόσταλτη οπτασία που είχε δει.
Έτσι κατά την τέταρτη ώρα της νύχτας και αφού είχε προσευχηθεί, είδε μία θαυμαστή λάμψη και ένα ουράνιο φως, το οποίο τον περικύκλωσε. Μέσα σ’ αυτό το φως είδε έναν άνδρα με λευκά ενδύματα, ο οποίος του είπε να μην φοβάται και να συνεχίσει τον αγώνα του με θάρρος, αφού θα βρίσκεται δίπλα του.
Η θανατική εκτέλεση του γενναίου μάρτυρος Δημητρίου
Ο γενναίος οπλίτης του Χριστού πήγε στο κουρείο του πρώην Τούρκου αφέντη του και χαιρέτησε τους παριστάμενους με τον αναστάσιμο χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη». Στο ερώτημα κάποιων ποιος είναι, απάντησε ότι είναι ο Δημήτριος, αυτός δηλαδή που μέσα σ’ αυτό το κατάστημα αρνήθηκε τον Θεό του, τον Οποίο ήρθε τώρα να ομολογήσει εκεί που Τον αρνήθηκε. Μόλις οι παριστάμενοι χριστιανοί άκουσαν αυτά, έφυγαν τρομοκρατημένοι, ενώ ένας νεαρός Τούρκος που ήταν γνωστός του Δημητρίου και είχε μάθει την τέχνη του κουρέα, του είπε να σταματήσει να λέει τέτοιες κουβέντες και να λυπηθεί τη ζωή του, διότι εάν τα μάθουν αυτά οι Τούρκοι, θα τον θανατώσουν.
Τότε ο Δημήτριος του απάντησε με παρρησία ότι ο σκοπός που βρίσκεται εκεί, είναι να ξεπλύνει με το αίμα του το αμάρτημά του. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο νεαρός Τούρκος του είπε να έρθει στην αυλή για να του κόψει με ξυράφι τον λαιμό του. Αμέσως με μεγάλη χαρά ο Δημήτριος έσκυψε το κεφάλι του και τον παρότρυνε να πράξει αυτό που είχε αποφασίσει. Ο Τούρκος όμως φοβήθηκε και έφυγε, λέγοντάς του: «Νά τό εὕρης αὐτό ἀπό κάποιον ἄλλο».
Κατόπιν οδηγήθηκε στον επίτροπο του Τούρκου ηγεμόνα, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις, αλλά και με συνεχείς απειλές να τον επαναφέρει στη μουσουλμανική θρησκεία. Ο Δημήτριος όμως έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του, γεγονός που τον οδήγησε στον δικαστή. Στον δικαστή ο γενναίος Δημήτριος δήλωσε σε ελληνική γλώσσα ότι ήταν και είναι χριστιανός και προσκυνά τον Χριστό ως αληθινό Θεό. Ο δικαστής όμως δεν γνώριζε ελληνικά και ζήτησε από κάποιον Τούρκο να του επαναλάβει αυτά που είπε ο Δημήτριος.
Ο δικαστής δεν θέλησε να εκδώσει θανατική απόφαση, αλλά τον έστειλε στον Τούρκο ηγεμόνα Μουσταφά, ο οποίος του υποσχέθηκε πάμπολλα αγαθά, όπως χρυσοχάλκινα άλογα, ακριβά ενδύματα και άφθονο χρυσάφι και ασήμι. Ο Δημήτριος όμως έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και δήλωσε και πάλι με παρρησία την ομολογία του στον Κύριο. Στο άκουσμα αυτής της θαρραλέας ομολογίας πίστεως ο ηγεμόνας αποφάσισε τη δι’ αποκεφαλισμού θανάτωσή του.
Η θανατική εκτέλεση του γενναίου μάρτυρος Δημητρίου έλαβε χώρα στην ψαραγορά, αφού πρώτα ο δήμιος με τον μάρτυρα πέρασαν από το κουρείο του πρώην Τούρκου αφεντικού του. Κατόπιν ο δήμιος με τρία χτυπήματα αποκεφάλισε τον νεαρό οπλίτη του Χριστού, ο οποίος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο, τον Οποίο με τόση αγάπη και πίστη ομολόγησε. Η δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική τελείωση του νεομάρτυρος Αγίου Δημητρίου του εκ Λιγουδίστης της Τριφυλίας έλαβε χώρα στις 14 Απριλίου 1803, ημέρα Τρίτη της εβδομάδος του Θωμά και ώρα εβδόμη που αντιστοιχεί στη μια το μεσημέρι.
Πηγή: imchiou.gr