Από την αρχαιότητα μέχρι τον Μεσαίωνα και πολύ πριν εφευρεθούν τα πυροβόλα (πιστόλια – περίστροφα) οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν μερικά πραγματικά φονικά όπλα κατά των αντιπάλων.
Φαίνεται ότι είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη ικανότητα στην εξεύρεση τρόπων αποτελεσματικής εξόντωσης & θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι τα σύγχρονα ούτε καν προσεγγίζουν το επίπεδο πόνου.
Πύροφις (Culverin)
Ο πύροφις ήταν πυροβόλο όπλο του μεσαίωνα, το οποίο χρησιμοποιείτο κυρίως από ιππείς ενώ ίππευαν. Το φορητό culverin αποτελείτο από έναν απλό λειόκαννο σωλήνα, κλειστό στο ένα άκρο, εκτός από μια μικρή οπή η οποία υπήρχε για να πυροδοτείται η πυρίτιδα.
Ο σωλήνας τροφοδοτείτο με μπαρούτι και σφαίρες μολύβδου και συγκρατείτο με ένα ξύλινο κομμάτι που μπορούσε να τοποθετηθεί κάτω από το βραχίονα και πυροδοτείτο, εισάγοντας ένα καλώδιο στην οπή. Στην παραπάνω εικόνα απεικονίζεται το culverin, ανάμεσα σε δύο μικρά κανόνια. Αυτά τα όπλα σύντομα εξελίχθηκαν σε μεγαλύτερα, βάρους περίπου 40 κιλών, τα οποία απαιτούσαν στροφείο (ρόδες) προκειμένου να μεταφέρονται, ενώ εξοπλίστηκαν περαιτέρω με γεμιστήρες για διευκόλυνση της επαναφόρτωσης και χρησιμοποιούνταν συχνά σε πλοία – αποτελώντας ένα είδος προδρόμου των σύγχρονων πυροβόλων.
Ακίδες (καρφιά)
Η ακίδα είναι πολεμική κατασκευή που αποτελείται από δύο (ή περισσότερες) αιχμηρές απολήξεις οι οποίες έχουν τέτοια διάταξη ώστε τουλάχιστον μία από αυτές να δείχνει προς τα επάνω, ενώ το υπόλοιπο τμήμα χρησιμεύει ως βάση στήριξης. Χρησιμοποιούνταν για να επιβραδύνουν την προέλαση των αλόγων, των πολεμικών ελεφάντων και των στρατιωτών. Λέγεται δε ότι ήσαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές έναντι καμηλών, λόγω των μαλακών πελμάτων.
Τα σιδερένια καρφιά χρησιμοποιήθηκαν το 331 π.Χ., στα Γαυγάμηλα, σύμφωνα με τον Κουίντο Κούρτιο. Ήταν γνωστά στους Ρωμαίους ωςtribulus, ή Murex ferreus, που σημαίνει «οδοντωτός σίδηρος». Ο Ρωμαίος συγγραφέας Vegetius είπε: «Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αχρήστευαν τα εχθρικά άρματα με το ακόλουθο τέχνασμα: μόλις ξεκινούσε η μάχη, άπλωναν στο έδαφος καρφιά, με αποτέλεσμα τα άλογα που έσυραν τα άρματα, να πέφτουν σε αυτά με πλήρη ταχύτητα και να τραυματίζονται θανάσιμα». Παρόμοιες ακίδες που χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, ήσαν εμποτισμένες με δηλητήριο ή κοπριά.
Καυτό λάδι
Την εποχή του μεσαίωνα που οι πολιορκίες φρουρίων αποτελούσαν τον μοναδικό τρόπο άλωσης των πόλεων και οι αμυνόμενοι έπρεπε να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους, όταν οι τελευταίοι αναρριχούνταν στα τείχη, κάποιοι είχαν την φαεινή ιδέα να τους ρίχνουν καυτό λάδι. Εξάλλου το λάδι ήταν εύκολο να βρεθεί, καθώς αποτελούσε βασικό είδος διατροφής, αλλά και σε περίπτωση που παρουσιαζόταν έλλειψη μπορούσε να αντικατασταθεί με καυτό νερό, ή άμμο.
Τα κάστρα χτίζονταν με ειδικές τρύπες στις πλευρές για να γίνεται πιο εύκολη η ρίψη λαδιού στους ανυποψίαστους αναρριχητές. Ήταν δε τόσο αποτελεσματικές που ονομάσθηκαν φονοτρύπες. Αυτά τα ανοίγματα ήταν επίσης χρήσιμα για ρίψη φλεγόμενων βελών, ή βράχων. Παρόμοιες ήσαν οιεπάλξεις, που βρίσκονταν στα προπετάσματα των φρουρίων και τειχών της πόλης.
Το στηθαίο έπρεπε να προβάλλεται πάνω από ταφουρούσια (ξύλινη, μεταλλική ή λίθινη προεξοχή τοίχου οικοδομήματος, η οποία χρησιμεύει ως υποστήριγμα άλλων κατασκευών, όπως μπαλκονιού ή γεισώματος) έτσι ώστε οι τρύπες να βρίσκονται πάνω από την εξωτερική πλευρά του τοίχου, ώστε να είναι δυνατή η ρίψη βελών – βράχων – καυτού λαδιού σε όποιον επιτιθέμενο προσπαθούσε να αναρριχηθεί. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι χρησιμοποιείτο επίσης λιωμένος μόλυβδος, αλλά δεν υπάρχει κάποιο ιστορικό στοιχείο το οποίο να επαληθεύει τον ισχυρισμό.
Μεσαιωνικό τόξο
Το μεσαιωνικό τόξο ήταν μια μεγαλύτερη έκδοση της βαλλίστρας με χαλύβδινο έλασμα. Δεδομένου ότι ήταν μεγαλύτερο από τις βαλλίστρες και λόγω της μεγαλύτερης αντοχής στον εφελκυσμό του χάλυβα (τέντωμα) διέθετε περισσότερη δύναμη. Τα ισχυρότερα εξ’ αυτών μπορούσαν να φθάσουν σε δύναμη εκτόξευσης τις 5000 lbf (λίβρες δύναμης) και είχαν δραστικό βεληνεκές μέχρι 500 μέτρα. Ένας ειδικευμένος χειριστής μεσαιωνικού τόξου μπορούσε να εκτοξεύσει δύο μπουλόνια (βέλη) ανά λεπτό. Τα εν λόγω τόξα ορισμένες φορές θεωρούνταν άδικα, καθότι ένας άπειρος τοξευτής μπορούσε να σκοτώσει εξ’ αποστάσεως έναν ιππότη με μεγάλη εμπειρία στην μάχη.
Η χρήση τόξων στους Ευρωπαϊκούς πολέμους χρονολογείται από την Ρωμαϊκή εποχή και εμφανίζεται πάλι στην μάχη του Χέϊστινγκς περίπου τον 15ο αιώνα, ενώ από τον 12ο αιώνα είχαν σχεδόν αντικαταστήσει πλήρως τα απλά τόξα σε πολλούς Ευρωπαϊκούς στρατούς. Αν και ένα τόξο έχει μεγαλύτερο βεληνεκές, μπορούσε να επιτευχθεί συγκρίσιμη ακρίβεια και ταχύτερος ρυθμός βολής από την βαλλίστρα, καθότι αυτή μπορούσε να απελευθερώσει περισσότερη κινητική ενέργεια και να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά μετά από εκπαίδευση μιας εβδομάδας, ενώ ένας απλός τοξότης απαιτούσε χρόνια εξάσκησης. Οι βαλλίστρες αντικαταστάθηκαν τελικά από τα όπλα με μπαρούτι, αν και τα πρώτα όπλα είχαν μικρότερη ταχυβολία και πολύ χειρότερη ακρίβεια από τις σύγχρονες βαλλίστρες.
Αυτό το όπλο ήταν τόσο φονικό, ώστε το 1139 ο Πάπας Ιννοκέντιος II το απαγόρευσε στο 2ο Λατερανό Συμβούλιο λέγοντας: «Από τώρα και στο εξής απαγορεύουμε με ανάθεμα την δολοφονική τέχνη της βαλλίστρας και του τόξου, που είναι μισητό στο Θεό, για να χρησιμοποιηθεί κατά των Χριστιανών και Καθολικών.»
Hunga Munga
Χούνγκα Μούνγκα (Hunga Munga)
Το Χούνγκα Μούνγκα (Hunga Munga) είναι σιδερένιο όπλο το οποίο προέρχεται κυρίως από τις Αφρικανικές φυλές νοτίως της λίμνης Τσαντ. Ονομάζεται επίσης «danisco» από την φυλή Marghi, ή «goleyo» από τους Musgu και «njiga» από τους Bagirmi. Είναι φορητό όπλο και φέρει δύο μεταλλικές αιχμηρές λεπίδες…..μία ευθεία και μία κυρτή, καθώς και ξεχωριστή ακίδα στην λαβή. Το όπλο χρησιμοποιείται κυρίως σε μάχες σώμα με σώμα, αν και συχνά ρίχνεται με περιστροφική κίνηση (όπως το Αυστραλιανό μπούμερανγκ) και με τα προεξέχοντα πτερύγια του προκαλεί σοβαρά τραύματα. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και σχήματα και χρησιμοποιείται σε όλη την Αφρική από τον Άνω Νείλο μέχρι την λίμνη Τσαντ στο Γκαμπόν της Δυτικής Αφρικής. Σε ορισμένα μέρη της Κεντρικής Αφρικής, αυτά τα όπλα έχουν σχήμα παρόμοιο με κεφάλι πτηνού.
Morning Star
Πρωινό άστρο (Morning Star)
Το Πρωινό Άστρο (ενίοτε αναφέρεται ως καλημέρα, ήαγιασμός) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για μια ποικιλία από ροπαλοφόρα όπλα, με μία ή περισσότερες αιχμηρές ακίδες στερεωμένες στην άκρη τους. Κανονικά είχαν μία μεγάλη ακίδα στην κορυφή, στην οποία ήσαν στερεωμένες πλευρικά άλλες μικρότερες. Αυτά θεωρούνταν ως όπλα χωρικών, αλλά υπήρχαν παρόμοιες κατασκευές για χρήση από στρατιώτες και όπως είναι φυσικό ήσαν αποτελεσματικότερα όταν χτυπούσαν τον αντίπαλο στο κεφάλι.
Το Πρωινό Άστρο, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στον Αγγλικό στρατό τον 16οαιώνα, κατασκευάζονταν σωρηδόν από εξειδικευμένους σιδηρουργούς και ορισμένα είχαν μήκος πάνω από 2 μέτρα. Ήταν το αγαπημένο όπλο του βασιλέαΙωάννη της Βοημίας ο οποίος όντας τυφλός, απλά καθόταν στο άλογό του κουνώντας το ρόπαλο έως ότου χτυπούσε κάποιον (κατά προτίμηση κάποιον από τους εχθρούς).
Ένα από τα «θετικά» των πολιορκιών στον Μεσαίωνα ήταν ο τεράστιος αριθμός των πτωμάτων από πανώλη, ή άλλες ασθένειες, καθότι χρησιμοποιούνταν σε μια αρχέγονη μορφή βιολογικού πολέμου. Οι περισσότερες πόλεις οχυρώνονταν πίσω από τεράστια τείχη που δεν μπορούσαν να παραβιαστούν από τον εχθρό – αλλά εξαρτιόνταν από εξωτερικές πηγές πόσιμου ύδατος. Σε αυτό το σημείο εμπλέκονταν τα πτώματα, καθότι ο εχθρός μπορούσε να πετάξει μερικά εξ’ αυτών στα ποτάμια που οδηγούσαν στην πόλη και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει!
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα η πανούκλα μόλυνε την πόλη και η νίκη ήταν σχεδόν εξασφαλισμένη. Στην εικόνα βλέπουμε την Jane Godbotherer να υποβάλλεται σε θεραπεία για την πανούκλα και λίγο αργότερα θα καταλήξει να χρησιμοποιηθεί ως βιολογικό όπλο. Η πανώλη εκδηλώνεται στον άνθρωπο όταν τσιμπηθεί από ψύλλους οι οποίοι έχουν μολυνθεί από δάγκωμα τρωκτικού που το ίδιο έχει μολυνθεί από τσίμπημα ψύλλων που είναι φορείς της λοίμωξης. Αυτό το είδος πολέμου χρησιμοποιήθηκε πριν την χρήση των καταπελτών, οι οποίοι ήσαν αποτελεσματικότεροι στον τρόπο μόλυνσης των πόλεων.
Αντιβαρικός καταπέλτης (trebuchet)
Με την εμφάνιση του αντιβαρικού καταπέλτη (είδος καταπέλτη υψηλής απόδοσης) κατέστη αντιληπτό ότι δεν χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιούνται τα πτώματα προκειμένου να εξοντώνονται αργά οι πολιορκούμενοι εχθροί σε μια οχυρωμένη πόλη, αφού θα μπορούσε ο πολιορκητής απλά να εκτοξεύσει σάπια πτώματα, ή νοσούντα ζώα πάνω από τις επάλξεις, ή εναλλακτικά μελίσσια για γρήγορα αποτελέσματα. Τα νεκρά άλογα ήταν δημοφιλές «όπλο» σε αυτή την μορφή βιολογικού πολέμου, αν και προτιμούνταν νοσούντα πτώματα ως περισσότερο αποτελεσματικά.
Ο καταπέλτης με αντίβαρο εμφανίστηκε τον 12ο αιώνα στις Χριστιανικές και Μουσουλμανικές χώρες της Μεσόγειου. Μπορούσε να εκτοξεύσει βλήματα 350 λιβρών (140 κιλά) με υψηλές ταχύτητες κατά των οχυρώσεων του εχθρού. Εφευρέθηκαν στην Κίνα περίπου τον 4ο αιώνα π.Χ., ήρθαν στην Ευρώπη τον 6ο αιώνα μ.Χ., αλλά χρησιμοποιήθηκαν τον 16ο αιώνα παραμένοντας ενεργοί ακόμη και μετά την εισαγωγή της πυρίτιδας. Οι αντιβαρικοί καταπέλτες ήσαν ακριβέστεροι των μεσαιωνικών και μπορούσαν να εκτοξεύσουν βλήματα σε απόσταση μεγαλύτερη από μισό μίλι (750 μέτρα).
Σκυθικό άρμα σχεδιασμένο από τον Leonardo Da Vinci_Εθνική πινακοθήκη Τορίνο_wikipedia
Σκυθικά άρματα
Το Σκυθικό άρμα ήταν πολεμικό άρμα το οποίο διέθετε μία ή περισσότερες λεπίδες στις δύο άκρες του άξονα των τροχών. Συρόταν από τέσσερα άλογα και ήταν επανδρωμένο με πλήρωμα τριών ανδρών (ένας οδηγός και δύο πολεμιστές). Θεωρητικά η αποστολή του ήταν να επιτίθεται στις γραμμές του αντιπάλου πεζικού, δημιουργώντας ρήγματα στην διάταξη μάχης που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, καθότι πριν το Σκυθικό υπήρχε δυσκολία στην εύρεση αλόγων τα οποία θα επιτίθεντο σε κλειστούς σχηματισμούς φάλαγγας όπως η Μακεδονική.
Το εν λόγω άρμα έλυσε το πρόβλημα με την προσθήκη δρεπάνων τα οποία έπλητταν τους σχηματισμούς ακόμα και όταν τα άλογα απέφευγαν την εμπλοκή με τους στρατιώτες. Οι λεπίδες είχαν μήκος 1μέτρο και εκτείνονταν οριζόντια στις πλευρές του άρματος. ΟΞενοφών ως αυτόπτης μάρτυς της δράσης των Σκυθικών αρμάτων στημάχη των Κουνάξων, περιγράφει: «Αυτοί είχαν λεπτά δρεπάνια που εκτείνονταν υπό γωνία στον άξονα του άρματος, αλλά και κάτω από το κάθισμα του οδηγού, στραμμένα προς το έδαφος».