ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ στο Ελληνικό «Κόσσοβο»! Τα στίφη των μουσουλμάνων στα Άγια προσκυνήματα της Βορείου Ηπείρου – Από τον κομμουνιστικό αθεϊσμό του Εμβέρ Χότζα στο αλβανικό Ισλάμ!(ΦΩΤΟ)

Κοινοποίηση:
BOX-agios-petros-korytsa

Οι κληρικοί (επίσκοποι και ιερείς) της Βορείου Ηπείρου κατά την οδυνηρή περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας πρόσφεραν πολλά στην κοινή υπόθεση της αποκατάστασης της ελευθερίας και της συγκράτησης των χριστιανών στην ορθόδοξη πίστη τους.

Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας από ολιγογράμματους μοναχούς στα μοναστήρια υπήρξε καταλυτική και βοήθησε πάρα πολύ τους ελληνικούς πληθυσμούς να μην χάσουν τη γλώσσα τους και τις ελληνορθόδοξες παραδόσεις τους.

Πολλοί κληρικοί μαρτύρησαν για την πίστη τους και τα ελληνικά τους φρονήματα πριν, αλλά και μετά από την απελευθέρωση του 1913.

1-lezanta

Να θυμίσουμε τον Πατροκοσμά, τον Άγιο των Σκλάβων, ο οποίος με τις συνεχείς περιοδείες του από το 1763 μέχρι το 1779 στην Ήπειρο και ειδικότερα στην Βόρειο Ήπειρο, εμψύχωνε και ενθάρρυνε τους χριστιανούς, αναπτέρωνε το ηθικό τους σε μια εποχή που οι αναγκαστικοί εξισλαμισμοί είχαν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας. Στις δύσκολες αυτές ώρες των απηνών διώξεων ο ιερομόναχος Κοσμάς ο Αιτωλός κατέχει κορυφαία θέση.

Ο Άγιος Κοσμάς, κατά κόσμο Κώνστας (1714-1779) υπήρξε ο μεγαλύτερος λαϊκός αναγεννητής. Φλογερός ρασοφόρος που απέτρεψε την τελευταία στιγμή τον εξισλαμισμό των κατοίκων του βόρειου Ηπειρωτικού τμήματος και ξαναζωντάνεψε την «αποσταμένη ελπίδα» και την πίστη των ραγιάδων στο «ποθούμενο».

 

Πήρε την άδεια και την ευλογία να αρχίσει τα κηρύγματα στην υπόδουλη πατρίδα από τον πατριάρχη Σεραφείμ Β’, ο οποίος καταγόταν από το Δέλβινο. Αναμορφωτής, παιδαγωγός, δάσκαλος, οραματιστής ιεραπόστολος, υψώθηκε πάνω από την καθημερινότητα και με το έργο του συνέτεινε στην αφύπνιση των σκλάβων. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 24 Αυγούστου 1779 στον Βορειοηπειρωτικό χώρο, στο Κολικόντασι, κοντά στο Μπεράτι, δίπλα στον Άψο ποταμό, όταν το σχοινί του Τούρκου του έσφιξε το λαιμό.

 

Οι Εθνεγέρτες ιερωμένοι της Βορείου Ηπείρου

Να αναφέρουμε από τον μεγάλο αριθμό Μητροπολιτών της Δρυϊνουπόλεως μερικούς, οι οποίοι άφησαν σημαντικά ίχνη της δραστηριότητάς τους:

 

oikoum_sinodos
Ματθαίος Α’ (1611-1614).Από το 1611 επιτρόπευε τον άρρωστο Μητροπολίτη Ιωαννίνων Μανασσή. Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες του άτυχου επαναστατικού κινήματος του Διονυσίου Σκυλοσόφου.

Κάλλιστος (1620-1636). Στις μέρες του Επισκόπου Καλλίστου ιδρύθηκε και λειτούργησε το πρώτο ελληνικό σχολείο στο Αργυρόκαστρο το 1633.

Σοφιανός (1672-1700). Για τον Σοφιανό γνωρίζουμε ότι το 1672 ίδρυσε την μοναστηριακή σχολή Πολύτσανης και πέθανε το 1711 ως μεγαλόσχημος της Μονής του Αγίου Αθανασίου, στο χωριό Πολύτσανη του Πωγωνίου. Ο Σοφιανός τη Μονή του Αγίου Αθανασίου την είχε ως ορμητήριο για την εθνικοθρησκευτική του δράση. Συνετέλεσε στην αναχαίτηση του εξισλαμισμού χρημοποιώντας ακόμη και ένοπλη αντίσταση. Υπήρξε ένας εμπνευσμένος απόστολος στα χρόνια της σκλαβιάς.

Δοσίθεος ο Μετσοβίτης (1760-1799). Η σαραντάχρονη ποιμαντορία του άφησε εποχή στο Αργυρόκαστρο και σε όλη τη διοικητική περιφέρεια της επισκοπής. Στις μέρες του παρατηρείται οικοδομικός οργασμός. Ανακαίνισε το επισκοπικό μέγαρο και έχτισε 70 καινούριες εκκλησίες. Επίσης επί της ποιμαντορίας του γράφτηκε ο κώδικας της Επισκοπής Αργυροκάστρου, που αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό ιστορικό μνημείο για την εκκλησιαστική ιστορία της Ηπείρου.

Πολύκαρπος, Μητροπολίτης Λαρίσης. Καταγόταν από το χωριό Δάρδα της Κορυτσάς. Για την εθνική του δράση και τη συμμετοχή του στους αγώνες για την ανεξαρτησία καρατομήθηκε μπροστά στη Μητρόπολη της Λάρισας από τον Μαχμούτ Πασά.

Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης, Μητροπολίτης Ευβοίας. Υπήρξε ο εμπνευστής και κύριος συντελεστής της Επανάστασης της Εύβοιας. Για την εθνική του δράση υπέστη φρικτές ταπεινώσεις και εξευτελισμούς στα μπουντρούμια της Χαλκίδας.

4-lezanta

 

Συνεργάτες του Γεωργίου Ζωγράφου στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα του 1914, μέλη της προσωρινής κυβέρνησης της Αυτονόμου Ηπείρου ήταν ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος Παπαχρήστου από το Λάμποβο του Σταυρού, ο Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων Βλάχος, ιδρυτής της Σχολής Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός.


Αγωνίστηκαν για να κρατήσουν όρθια την ορθόδοξη πίστη

Επώνυμοι και ανώνυμοι κληρικοί πρωτοστάτησαν στη μακραίωνη ιστορία της περιοχής της Βορείου Ηπείρου και με κάθε τρόπο στήριξαν τους αγώνες τους. Οι ιερείς κράτησαν άσβεστη την ελπίδα των ραγιάδων για απελευθέρωση. Και μετά την απελευθέρωση μέχρι το τέλος του Β’ Μεγάλου Πολέμου κληρικοί αγωνίστηκαν για να κρατήσουν όρθια την ορθόδοξη πίστη. Το 1946, με την επικράτηση του προλεταριάτου και την εγκαθίδρυση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» του Ενβέρ Χότζα, άρχισαν τα δεινά και για τον κλήρο. Το καθεστώς άλλους ιερείς αποσχημάτισε, άλλους εξόρισε, άλλους φυλάκισε και πολλούς θανάτωσε, αφήνοντας ακέφαλο το ελληνικό στοιχείο. Η 45χρονη δικτατορία του Χότζα, άφησε πίσω της ερείπια και πληγές που πυορροούν ακόμη.

BOX-agios-petros-korytsa

 

Γεγονός είναι ότι στον Βορειοηπειρωτικό χώρο κλήρος και λαός είναι δεμένοι με κοινούς αγώνες και κοινές θυσίες.

 

Πριν από το 1940, γιατί μετά και μέχρι το 1990 επικράτησε σκοτάδι και σύγχυση, η Εκκλησία στην Βόρειο Ήπειρο, παρουσιάζει την εξής εικόνα:

 

– Κάτοικοι πριν από τον πόλεμο: 250.000 Έλληνες.

 

– Μητροπόλεις: Τιράνων και Πάσης Αλβανίας, Κορυτσάς, Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης, Αργυροκάστρου.

 

– Ιεροί Ναοί: 265, Μοναστήρια: 29, Ιερατικές Σχολές: 2, Ιερείς: 500.

 

Μετά την εγκαθίδρυση του μονοκομματικού καθεστώτος στην Αλβανία τα πράγματα, όσον αφορά το ελληνικό στοιχείο, άλλαξαν δραματικά. Το 1949 εξορίστηκε και πέθανε από τις κακουχίες το 1958 ο Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας Χριστόφορος. Οι Αλβανοί και σήμερα ισχυρίζονται ότι οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες δεν ξεπερνούν τις 60.000 ψυχές.

5-lezanta

 

Τι να υποθέσουμε; Ότι οι επιπλέον 200 χιλιάδες εξαφανίστηκαν ή μετανάστευσαν; Ότι δεν μετανάστευσαν το γνωρίζουμε. Φραγμός θανάτου ήταν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι πόσοι χάθηκαν στην 45χρονη τυραννία.

 

Όταν, όμως, ο αριθμός των γεννήσεων στην Αλβανία αυξάνει σε ετήσια βάση (κάθε οικογένεια έχει τέσσερα – πέντε και περισσότερα παιδιά), είναι αδιανόητο να συμπεράνουμε ότι ο αλβανικός πληθυσμός έχει αλματώδη αύξηση, ενώ, αντίθετα, ο ελληνικός (μειονοτικός) πληθυσμός παρέμεινε στάσιμος ή μειώθηκε.

6-lezanta

 

Βέβαια, γεγονός είναι ότι το ελληνικό στοιχείο, καθόλη τη διάρκεια της δικτατορίας, μειωνόταν μετά από εξορίες, φυλακίσεις, θανάτους. Παρατηρήθηκε ακόμη μείωση τεχνητή μετά τη βίαιη επιβολή της αθεΐας, τους μικτούς γάμους, την αλλαγή των ονομάτων και με άλλους τρόπους που είχε μεθοδεύσει το καθεστώς. Εάν, όμως, η πληθυσμιακή μείωση των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου έφτασε τις 60.000, κατά τους ισχυρισμούς των Αλβανών, τότε δεν πρόκειται για φυσιολογική ελάττωση αλλά για πραγματική γενοκτονία.

 

Διαφορετικά όμως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία. Το 1986 δημοσιεύτηκαν στοιχεία του KESTON COLLEGE, σύμφωνα με τα οποία το 19% του πληθυσμού της Αλβανίας το 1945 το αποτελούσαν ορθόδοξοι Έλληνες. Τότε η Αλβανία είχε πληθυσμό περίπου 2,5 εκατομμύρια. Σύμφωνα με την παραπάνω αγγλική πηγή οι ελληνικοί πληθυσμοί ξεπερνούσαν τις 400.000 (τετρακόσιες χιλιάδες).

2-lezanta

 

Να γράψουμε ακόμη παρενθετικά ότι το 1940 στη Βόρειο Ήπειρο, σύμφωνα με τον Ιταλό Τζιοβάνι Βιρτζίλι, τα ελληνικά σχολεία έφταναν τα 373, όσες και οι κοινότητες και οι εκκλησίες.

Η πολυκύμαντη ιστορική πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας μέσα στον 20ό αιώνα αντιμετώπισε πλήθος προβλημάτων, τα οποία απείλησαν και την υπόστασή της. Το φάσμα των ελληνοαλβανικών σχέσεων περνάει μέσα από την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία.

 

Το 1926 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έστειλε στην Αλβανία ως Έξαρχο τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, με σκοπό να ερευνήσει την καχυποψία των Αλβανών, οι οποίοι τρέφονταν εναντίον της Ελλάδος. Την καχυποψία αυτή την ενίσχυαν ακραία εθνικιστικά στοιχεία, τα οποία διέβλεπαν ότι η εξάρτηση της Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μπορούσε να αποβεί εις βάρος του νέου κράτους.

 

Το κλίμα το επέτεινε το γεγονός ότι εντός των ορίων του νεοσύστατου κράτους είχε υπαχθεί και η Βόρειος Ήπειρος. Γνώριζαν ότι η Ελλάδα δεν επρόκειτο να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της επί της Βορείου Ηπείρου.

 

Αποτέλεσμα αυτών υπήρξε η διακοπή των σχέσεων της Αλβανίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σ’ αυτή την εξέλιξη πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η άφιξη στην Κορυτσά του Φαν Νόλι. Ο Φαν Νόλι ήρθε από την Αμερική, αυτοχειροτονήθηκε και τέθηκε επικεφαλής των Αλβανών εθνικιστικών. Η προσπάθειά του να εισαγάγει την αλβανική γλώσσα στη θεία λατρεία απέτυχε, γιατί ο αλβανικός λαός είχε συνηθίσει στην εκκλησία την ελληνική γλώσσα.

Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας

Το 1922 ανακηρύχτηκε αντικανονικά Αυτοκέφαλη η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας με απόφαση του Εκκλησιαστικού Συνεδρίου που συνεκλήθη στο Μπεράτι. Στο Εκκλησιαστικό αυτό Συνέδριο συμμετείχαν αντιπρόσωποι διορισμένοι από την αλβανική κυβέρνηση. Είχε απαγορευτεί η συμμετοχή στο Συνέδριο αντιπροσώπων από τις ελληνόφωνες περιοχές.

Αρχηγός της Αυτοκεφάλου Αλβανικής Εκκλησίας ανακηρύχτηκε ο έγγαμος ιερέας Ατ. Βασίλης, ο οποίος πλαισιώθηκε από 8/μελές Συμβούλιο. Ο λαός αντέδρασε για το εκκλησιαστικό αυτό πραξικόπημα. Οι αντιδράσεις αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση με βίαια μέσα.

 

Το 1929 επετεύχθη νέα συμφωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σύμφωνα με τη νέα συμφωνία τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Κορυτσάς ο Αγιορείτης Ευλόγιος Κουρίλας και Αργυροκάστρου ο Παντελεήμων Κοτόκος.

 

Η νέα εκκλησιαστική κατάσταση δεν πρόλαβε να παγιωθεί, γιατί κηρύχτηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η εκκλησία σχεδόν αποδεκατίστηκε. Οι Μητροπολίτες Κορυτσάς και Αργυροκάστρου εκπατρίστηκαν. Η πολιτική αλλαγή που επήλθε στην Αλβανία μετά το τέλος του πολέμου και η εγκαθίδρυση του μαρξιστικού καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα κατάφερε καίριο πλήγμα κατά της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας.

 

Πολύτιμη θρησκευτική κληρονομιά της Κορυτσάς

Στην ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς υπάρχουν διάσπαρτοι ανεκτίμητοι θρησκευτικοί θησαυροί, που καταδεικνύουν τη μακραίωνη πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση του τόπου. Στον κοντινό οικισμό Μπόρια βρίσκεται η εκκλησία της Ανάληψης του Σωτήρος (13ου αιώνα), μια μονόκλιτη σταυροειδή με τρούλο, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από πέτρα και ξύλο. Η στέγη και ο τρούλος της εκκλησίας καλύπτονται με σχιστολιθικές πλάκες, ενώ το εσωτερικό της κοσμείται από πολλές και αξιόλογες αγιογραφίες – δωρητής της αγιογράφησης αναφέρεται σε εσωτερική επιγραφή ο επίσκοπος Νήφων (1390). Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Δευτέρα Παρουσία, η Γέννηση, η είσοδος στην Ιερουσαλήμ, οι Άγιοι Θεόδωροι, αλλά και ο Χριστός Παντοκράτορας στον τρούλο, είναι ορισμένα από τα θέματα των αγιογραφιών.

Περίπου 8 χλμ. μακριά από την Κορυτσά, σε μικρή απόσταση από το χωριό Μπομπόστιτσα, βρίσκεται η εκκλησία-ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου (17ου αιώνα), ένας μονόκλιτος κεραμόσκεπος ναός με μεταγενέστερο νάρθηκα. Οι αγιογραφίες, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του εσωτερικού, ανάγονται στον 17ο αιώνα και βρίσκονται σε άριστη κατάσταση. Η Σταύρωση του Χριστού, η Κοίμηση της Θεοτόκου, η ψηλάφηση του Θωμά και το συμπόσιο του Ηρώδη είναι από τις πιο χαρακτηριστικές αγιογραφίες του μικρού ναού.

Καλοδιατηρημένες αγιογραφίες διαθέτει επίσης και το κοντινό ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (17ου αιώνα).

 

Πηγές :

himara.gr

antiparakmi.blogspot.com

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

1 Comment

  1. Ας δούμε λοιπόν ποια ήταν η κατάσταση στην Ήπειρο τον 19ο-20ο αιώνα.

    Ο Hobhouse παρατηρούσε πως πλησιάζοντας στο Αργυρόκαστρο άλλαζε η ενδυμασία των χωρικών και τη φαρδιά μάλλινη φουστανέλα των Ελλήνων αντικαθιστούσε η βαμβακερή των Αλβανών, ενώ χρησιμοποιούσαν πλέον περισσότερο την αλβανική γλώσσα. Ενώ μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων οι Χριστιανοί κάτοικοι μιλούσαν περισσότερο τα ελληνικά, εντούτις στην Ηπειρωτική ύπαιθρο οι περισσότεροι μιλούσαν Αλβανικά ενώ ελληνικά μιλούσαν περισσότερο οι άνδρες. (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

    Όσον αφορά στο Αργυρόκαστρο, ο Holland, ο οποίος επισκέφτηκε την Αλβανία το 1812, αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 4.000 οικογενειών από τις οποίες μόνο 140 ήταν ελληνικές (Henry Holland, Travels in The Ionian Isles, Albania, Thhessaly, Macedonia, &c., during the years 1812 and 1813, 1815, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown: 1899, p.272). Πριν ωστόσο την κατάκτηση της πόλης από τον Αλή Πασά, το ποσοστό των χριστιανών της πόλης ήταν μεγαλύτερο. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από στοιχεία που δημοσίευσε το 1913 το γενικό στρατηγείο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τα οποία από τους 11.590 κατοίκους του Αργυροκάστρου οι 9.895 ήταν Αλβανοί και μόνο 1695 Έλληνες. (R. Puax, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. 1913)

    Ο Holland γράφει επίσης ότι οι Χιμαριότες ανήκουν στην αλβανική φυλή των Λιάπηδων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αυλώνα και στο Δελβίνο. Άρα το ότι οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι Αλβανοί (ασχέτως αν πολλοί από αυτούς έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση), δεν είναι αλβανική προπαγάνδα του Χότζα.

    Κατά τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Η Κορυτζά ή Γκιόρτζα, κωμόπολις με 800 σπίτια, τα μισά μουσουλμανικά και τα μισά χριστιανικά… όλοι οι κάτοικοι Αλβανοί και άλλην γλώσσα δεν ξέρουν. Και η πόλη του Αργυροκάστρου… περιέχει ως 2500 σπίτια εξ ων στα 300 σχεδόν μένουν Χριστιανοί, στα δε υπόλοιπα Τούρκοι. Και οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι είναι Αλβανοί.» (Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα…, σελ. 14. 66), εννοώντας προφανώς με το ‘Χριστιανοί’ και ‘Τούρκοι’ χριστιανούς και μουσουλμάνους.

    Τον αλβανικό χαρακτήρα των δύο πόλεων μαρτυρεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός: «Γκιόρτζα ή Κορυτζά, πόλη της Μακεδονίας, η πόλη κατοικείτο από 2000 οικογένειες, σχεδόν όλες οικογένειες Αλβανών,», ενώ για το Αργυρόκαστρο σημειώνει ότι «οικείται ήδη η πόλις αύτη υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών… και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών.» (Π. Α. Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», Αθήναι 1856, τόμος Β’, σελ. 18. 41)

    Ο ίδιος ο Αραβαντινός συμπληρώνει αλλού για την Κορυτσά: «Ο πληθυσμός αυτής αναβαίνει στην εποχή ταύτη σε είκοσι χιλιάδας ψυχές, από τις οποίες μόλις το 10% πρεσβεύουν τον μωαμεθανισμό. Οι κάτοικοι τους ανήκουν κυρίως στην αλβανική φυλή, μιλούν την αλβανική γλώσσα ως μητρική, την δε ελληνική περισσότερο ή λιγότερο γνωρίζουν και μιλάνε οι άνδρες γενικά.» (Παναγιώτη Αραβαντινού, «Περιγραφή της Ηπείρου», ΕΠΜ, Ιωάννινα 1984, τόμος Α’, σελ. 52, 114)

    Η Κορυτσά λοιπόν ήταν πληθυσμιακά, στην πλειοψηφία της, αλβανική πόλη. Σύμφωνα με βρετανικό μνημόνιο της 28/1/1919, η Κορυτσά θεωρούνταν κατά κύριο λόγο Αλβανική. (Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978)

    Η ελληνική προπαγάνδα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Κορυτσάς ήταν στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και κάποιοι από αυτούς Βλάχοι. Το 1923, η επιτροπή της ΚτΕ σημείωνε πως: «Στην Κορυτσά στην ουσία δεν υπάρχει ελληνόφωνος πληθυσμός και όταν ο Κλεμανσώ έλεγε το 1913 ότι εκεί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αυτή η γνώμη, η οποία δεν συνάδει με τα γεγονότα, αντανακλά τη σύγχυση μεταξύ θρησκείας και εθνολογικής κατάστασης. Η σύγχυση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στην συζήτηση περί βαλκανικών ζητημάτων, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη θρησκεία ταυτιζόταν με την ελληνική εθνικότητα.» (Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003, σελ. 28)

    Ο Βρετανός συγγραφέας, δάσκαλος και οεριηγητής, Henry Fanshawe Tozer (1829-1916), το 1865 επισκέφτηκε την Αλβανία. Για το Αργυρόκαστρο γράφει ότι: «Η πόλη στην ουσία κατοικείται από Αλβανούς και οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί, θεωρούνται ξένοι. Οι γυναίκες εδώ φοράνε ένα άσπρο βέλο ή πετσέτα, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι, και κρεμασμένο προς τα πίσω.» ενώ στα νότια του Αργυροκάστρου όπως γράφει, υπάρχουν ελληνικά χωριά (Henry Fanshawe Tozer, Researches in the Highlands of Turkey, Including Visits to Mounts Ida, Athos, Olympus, and Pelion, to the Mirdite Albanians, and Other Remote Tribes, (London: John Murray 1869), Volume 1, Chapter X, pp. 218-233;)

    Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Auguste Dozon (1822-1890), υπηρέτησε ως Πρόξενος της Γαλλίας στο Βελιγράδι (1854-1863), στο Μόσταρ (1863-1865, 1875-1878), στη Φιλιππούπολη (1865-1869), στα Γιάννενα (1869-1875), στην Κύπρο (1878-1881), και στη Θεσσαλονίκη (1881-1885). Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αλβανική γλώσσα, την οποία ξεκίνησε να μαθαίνει στα Γιάννενα μετά που συναντήθηκε με τον Johann Georg von Hahn και νεαρούς Αλβανούς φοιτητές, στην κάποτε πρωτεύουσα της Αλβανίας (όπως ονόμαζε τα Γιάννενα). Το αποτέλεσμα των ερευνών του στην αλβανική γλώσσα και λαογραφική παράδοση, ιδιαίτερα στην προφορική αλβανική λογοτεχνία, καταγράφεται στα βιβλία του ‘Manuel de la langue chkipe ou albanaise’ [Εγχειρίδιο των Σκιπ ή της αλβανικής γλώσσας], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879, και ‘Contes albanais, recueillis et traduits’ [Αλβανικά λαϊκά παραμύθια, συλλεγόμενα και μεταφρασμένα], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1881.

    Για το Λεσκοβίκι λέει: «Οι μουσουλμάνοι που αποτελούν περισσότερο από τα 5/6 του πληθυσμού του Λεσκοβικίου, σχεδόν όλοι αποκαλούν τους εαυτούς τους μπέηδες…Κάποτε θεωρούνταν πολύ φανατικοί και ήταν μόνο πριν 7 ή 8 χρόνια που επέτρεψαν να χτιστεί μία εκκλησία. Η αίρεση των Μπεκτασίδων έχει διαδοθεί ανάμεσα τους και ο αριθμός των ακολούθων της ανέβηκε στους 60 μέσα σε μερικά χρόνια…Κανένας από τους άντρες δεν αφήνει το σπίτι του χωρίς χωρίς μία ομάδα οπλισμένων σωματοφυλάκων, συνηθισμένο φαινόμενο στις αλβανικές περιοχές όπου οι αιματηρές βεντέτες είναι αρκετά διαδεδομένες.»,

    ενώ για την Κορυτσά λέει: «Λιγότερο από το 1/6 του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αποτελούν περίπου 200 από τα 1.500 συνολικά σπίτια. Υπάρχουν μόνο 2 τζαμιά, ένα από τα οποία είναι πολύ μικρό… Οι χριστιανοί της Κορυτσάς είναι άξιοι θαυμασμού για τις θυσίες που έχουν κάνει να μορφώσουν τους νέους ανθρώπους και να βοηθάνε τους φτωχούς επειδή, όπως οι κάτοικοι (όλων των θρησκειών) άλλων τουρκικών πόλεων, υπόκεινται στους φόρους που η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι της τους επιβάλλουν από καιρό σε καιρό, και από τους οποίους δεν μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να κερδίσουν την αποδοκιμασία των αρχών…Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αλβανικός… Στον περιβάλλοντα χώρο της Κορυτσάς, υπάρχουν μόνο δύο μικρά βουλγάρικα χωριά, και ένας χειμωνιάτικος οικισμός Βλάχων.» (Auguste Dozon, Excursion en Albanie, (report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and Commercial Affairs, in Paris), published in Bulletin de la Société de Géographie, Paris, June 1875 – Translated from the French by Robert Elsie)

    «Η (ελληνική) απαίτηση στη νότια Αλβανία (Ήπειρος) στηρίζεται απόλυτα στον ισχυρισμό ότι η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Έλληνες. Οι Έλληνες αριθμούν 120.000 ως Έλληνες και ως Αλβανούς 80.000. Αλλά ποιοι είναι οι ‘Έλληνες’; Τουλάχιστον τα 5/6 από αυτούς [περίπου το 80%] – αν όχι περισσότεροι – είναι Αλβανοί Χριστιανοί του ορθόδοξου δόγματος, Αλβανοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, οι οποίοι επειδή αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνται Έλληνες υπό την έννοια ότι έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κουλτούρα.» (“The Nineteenth Century and After XIX-XX a Monthly Review”, founded by James Knowles, Vol. LXXXVI, July-December 1919, page 645.)

    Το ίδιο διατυπώνει και ο Βρετανός περιηγητής και συγγραφέας Edmund Spencer στο βιβλίο του ‘Travels in European Turkey, in 1850, through Bosnia, Servia, Bulgaria, Macedonia, Thrace, Albania, and Epirus, with a visit to Greece and the Ionian Isles’ (εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1851) στο μέρος εκείνο του βιβλίου που ονομάζει ‘A journey from Ohrid to Janina’, όπου θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων και των ελληνόφωνων του νότου της Αλβανίας, ήταν εξελληνισμένοι Αλβανοί, οι οποίοι επηρεάστηκαν – γλωσσικά και πολιτισμικά – από την ελληνορθόδοξη εκκλησία.

    Το ίδιο αναφέρει η εγκυκλοπέδια Britannica το 1910, ότι δηλαδή υπήρχε ένας πληθυσμός Ελλήνων στην Ήπειρο, που όμως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες (υπονοώντας ότι ήταν πληθυσμός που είχε αφομοιωθεί από τους Έλληνες και ήταν πλέον ελληνόφωνοι): «Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός ελληνόφωνων στην Ήπειρο, οι οποίοι ωστόσο, πρέπει να διαχωριστούν από τους γνήσιους Έλληνες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και των πιο νότιων περιοχών. Αυτοί μπορούν να υπολογιστούν γύρω στις 100.000.» (Encyclopedia Britannica, section on Albania, 1910, p. 483)

    Ο Βαρώνος John Cam Hobhouse Broughton, αναφερόμενος όχι μόνο στην Ήπειρο, μας λέει για τους ‘Έλληνες’ που είναι Αλβανοί, Βλάχοι ή Βούλγαροι στην καταγωγή, που στην πραγματικότητα δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά μέλη της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούνται συνήθως και αυτοί ως ‘Έλληνες’ ή ‘Ρωμαίοι’ (Ρωμιοί):
    «Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται υπό τον όρο ‘Ρωμαίοι’ ή Χριστιανοί της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας…είναι σίγουρα μεικτής καταγωγής…Αυτοί λοιπόν είναι οι Αλβανοί, οι Μανιάτες, οι Μακεδόνες, οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι Έλληνες…Αν δούμε συνολικά τους Έλληνες, δεν μπορούν παρ’ όλα αυτά, να αναφερθούν ξεκάθαρα ως μεμονομένος λαός, αλλά περισσότερο ως μία θρησκευτική ομάδα που αντιτίθεται στην καθεστηκυία τάξη της εκκλησίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, (James Cawthorn, London 1813), Vol. II, p. 58)

    «Τελικά μία συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1881, με την οποία η οριοθέτηση μιας (συνοριακής) μεθορίου λιγότερο ευνοϊκής για την Ελλάδα, ανατέθηκε σε μία διεθνή επιτροπή…Η Ελλάδα δεν εγκατέλειψε την πρόθεση της να εισβάλει στη νότια Αλβανία μέχρι που μία ναυτική διαμαρτυρία και αποκλεισμός των ακτών της διενεργήθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις…Έκτοτε η Ελλάδα πραγματοποίησε κάθε πιθανό βήμα ώστε να αποσπάσει τη νότια Αλβανία απ’ την Τουρκία με μία βαθμιαία διείσδυση και εξελληνισμό του πληθυσμού.» (Stavro Skendi, The Albanian national awakening, 1878-1912, Princeton, N.J. : Princeton University Press, 1967, p. 57)

Comments are closed.