Η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να ακυρώσει τη συμφωνία για την κατασκευή τεσσάρων πολεμικών πλοίων, που θα ενισχύσουν τον στόλο της, σε
τουρκικά ναυπηγεία αποτελεί ένα σοβαρό πλήγμα για τη γειτονική χώρα όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο.
Αυτό ισχυρίζεται σε άρθρο της η καθεστωτική εφημερίδα της Τουρκίας Hurriyet.
Στο δημοσίευμα τονίζονται οι σοβαρές επιπτώσεις αυτής της απόφασης αλλά και την απογοήτευση και την ανησυχία που έχει προκαλέσει στην κυβέρνηση Ερντογάν.
Η ακύρωση του deal κλόνισε σε μεγάλο βαθμό το φιλόδοξο project της τουρκικής κυβέρνησης MİLGEMΗ Τουρκία, η οποία δέχεται πιέσεις από τη Δύση για την πολιτική της στη Συρία και στο Αιγαίο αλλά και για τις πολιτικές διώξεις που ασκεί στο εσωτερικό εναντίον αντιπάλων του καθεστώτος Ερντογάν, αντιμετωπίζει τώρα και την απειλή της απομόνωσης από τον «μεγάλο» αραβικό κόσμο.
Αυτό έρχεται σε μία περίοδο που η Άγκυρα φαίνεται αποφασισμένη να «παίξει δυνατά» στη σκακιέρα της περιοχής σε διπλωματικό, στρατιωτικό επίπεδο αλλά και στον τομέα της ενέργειας, αν λάβουμε υπ” όψιν τις κινήσεις της στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία
Η Σαουδική Αραβία είχε συμφωνήσει να κατασκευάσει τέσσερα πολεμικά πλοία στα τουρκικά ναυπηγεία Tuzla στη θάλασσα του Μαρμαρά έναντι 2 δισ. δολαρίων.
Η ηγεσία όμως της Σαουδικής Αραβίας αποφάσισε να αναιρέσει τη συμφωνία και να αναθέσει την κατασκευή των πλοίων σε αμερικανικό αμυντικό κολοσσό. Συγκεκριμένα η Hurriyet αναφέρει την εταιρεία Lockheed Martin.
Η ακύρωση του deal κλόνισε σε μεγάλο βαθμό το φιλόδοξο project της τουρκικής κυβέρνησης MİLGEM, που δεν είναι τίποτα άλλο από την προσπάθεια να μετεξελιχθεί η χώρα σε μεγάλη κατασκευαστική δύναμη στην παγκόσμια αμυντική βιομηχανία και να ανταγωνιστεί τους «παραδοσιακά» ισχυρούς του κόσμου (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία).
Η ανάσχεση όμως του πλάνου για μία ισχυρή εθνική αμυντική βιομηχανία έχει και παράπλευρες απώλειες, καθώς επηρεάζει συνολικά την οικονομία της Τουρκίας στο επίπεδο των θέσεων εργασίας αλλά και στις μικροεπιχειρήσεις που θα «τροφοδοτούσε» η κύρια επένδυση.
Η Σαουδική Αραβία βλέπει «δυτικά»
Για δεκαετίες η Τουρκία θεωρείτο το κέντρο του μετριοπαθούς Ισλάμ, καθώς η επαφή της με τη Δύση και το κεμαλικό κράτος που διασφάλιζε τον διαχωρισμό της θρησκευτικής με την πολιτική εξουσία την καθιστούσαν προνομιακό συνομιλητή και εταίρο της Ευρώπης και των ΗΠΑ και άξονα σταθερότητας σε μία περιοχή με συνεχείς αναταράξεις, όπως είναι η Μέση Ανατολή.
Η στροφή όμως του Ερντογάν προς το συντηρητικό Ισλάμ και η συνεχής «διολίσθηση» προς αυταρχικές πρακτικές διακυβέρνησης, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και τις διώξεις των «γκιουλενιστών» ως τρομοκράτες, με πολλούς υπηκόους δυτικών χωρών να βρίσκονται φυλακισμένοι στην Τουρκία, έχουν μεταστρέψει το κλίμα στη Δύση και έχουν κλιμακώσει την ένταση σε διπλωματικό επίπεδο.
Παράλληλα στη Σαουδική Αραβία ο διάδοχος του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έχει δεσμευθεί στο δικό του φιλόδοξο project εκσυγχρονισμού της χώρας μέχρι το 2030, μετατρέποντάς την στο κέντρο του μετριοπαθούς Ισλάμ και συνεπώς σε ένα «φιλικό» πεδίο για τις δυτικές δυνάμεις.
Ο πρίγκιπας μπιν Σαλμάν έχει εξαπολύσει κυνηγητό εναντίον της διαφθοράς και ταυτόχρονα προχωρά σε μεταρρυθμίσεις που φιλελευθεροποιούν τους μέχρι πρότινος υπερσυντηρητικούς θεσμούς της χώρας της αραβικής χερσονήσου, δίνοντας ελευθερίες και δικαιώματα και αίροντας απαγορεύσεις δεκαετιών, κυρίως στις γυναίκες (να έχουν δίπλωμα οδήγησης, να πηγαίνουν στον κινηματογράφο και στο γήπεδο κλπ.).
Η απομόνωση της Τουρκίας από τον αραβικό κόσμο αρχίζει και λαμβάνει σημαντικές διαστάσεις, καθώς εκτός της Σαουδικής Αραβίας και η Αίγυπτος, ο άλλος ισχυρός εκπρόσωπος αυτού που ονομάζεται «μεγάλος αραβικός κόσμος», βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα.
Εξαιρέσεις αποτελούν το Κατάρ και το Σουδάν που διατηρούν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με την Τουρκία.
Υπενθυμίζουμε ότι πριν από λίγο καιρό μεγάλος τηλεοπτικός κολοσσός των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ο οποίος τροφοδοτεί με τηλεοπτικό υλικό πολλές αραβικές χώρες, αποφάσισε να μην μεταδίδει τουρκικά σίριαλ και να «κόψει» και αυτά που είχε ήδη αγοράσει.