Μετά την σεξουαλική επίθεση που δέχθηκε ένα αγόρι 4,5 ετών από έναν 20χρονο στα Άδανα η κυβέρνηση προωθεί μια σειρά από αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις που θα προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις και νέες αναταράξεις στην ευρωπαϊκή της πορεία
Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Τουρκίας ανακοίνωσε σήμερα ότι οι αρχές εξετάζουν τη χρήση του χημικού ευνουχισμού για τους δράστες σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.
«Τα δικαστήρια θα αποφασίσουν για την εφαρμογή και τη διάρκεια του χημικού ευνουχισμού για να καταστείλουν ή να μειώσουν τη σεξουαλική επιθυμία. Θα εξετάσουμε αυτό το μέτρο εντός των επόμενων ημερών», δήλωσε ο υπουργός Αμπντουλχαμίτ Γκιουλ.
Οι δηλώσεις έρχονται εν μέσω αγανάκτησης που επικρατεί στη χώρα έπειτα από την σεξουαλική επίθεση που δέχθηκε ένα αγόρι 4,5 ετών από έναν 20χρονο σε ένα γάμο στην επαρχία Άδανα την περασμένη εβδομάδα.
Η εισαγγελία πρότεινε ποινή κάθειρξης 66 ετών για τον φερόμενο δράστη, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.
Η Άγκυρα θέσπισε το μέτρο για χημικό ευνουχισμό όσων έχουν καταδικαστεί για σεξουαλικά εγκλήματα το 2016, αλλά το Συμβούλιο Επικρατείας της χώρας εμπόδισε την εφαρμογή του μέτρου, με το σκεπτικό ότι «ο ορισμός της θεραπείας και τα όριά της ήταν ασαφής».
«Όλες οι επιλογές, όλα τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την επίλυση του προβλήματος αυτού, θα βρίσκονται στο τραπέζι», τόνισε ο Γκιουλ.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μπεκίρ Μποζντάγ δήλωσε ότι μια επιτροπή αποτελούμενη από έξι υπουργούς, ανάμεσά τους και ο Γκιουλ, θα συγκροτηθεί για να εξετάσει τρόπους αντιμετώπισης της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Ο αριθμός υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αυξήθηκε σε 3.778 το 2006 σε 21.189 το 2016, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης που έχουν συγκεντρώσει οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σχεδόν το 60% των υπόπτων σε αυτές τις υποθέσεις το 2016 καταδικάστηκε, σύμφωνα με την τουρκική Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IHD).
Μια οργάνωση προάσπισης των δικαιωμάτων των γυναικών, η Συνέλευση των Γυναικών, αποδοκίμασε τη χρήση χημικού ευνουχισμού με ανάρτησή της στο twitter, τονίζοντας ότι «η τιμωρία δεν συμβαδίζει με τους σύγχρονους νόμους» και «στρέφεται ενάντια στα ανθρώπινα δικαιώματα».
Η οργάνωση υποστήριξε ότι «η λύση είναι να σταματήσουν να επιβάλλονται μειωμένες ποινές σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών».
Την ποινικοποίηση της μοιχείας εισηγείται ο πρόεδρος Ερντογάν
Η Τουρκία θα πρέπει να εξετάσει και πάλι την πιθανότητα να ποινικοποιήσει τη μοιχεία, δήλωσε σήμερα ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επανερχόμενος σε ένα ζήτημα που είχε εξοργίσει πολλούς Τούρκους, υποστηρικτές του λαϊκού κράτους, αλλά προκάλεσε και την ανησυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν τέθηκε για πρώτη φορά, πριν από σχεδόν μια δεκαετία.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν έθεσε το θέμα αυτό το 2004, δύο χρόνια αφότου ανήλθε στην εξουσία, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναθεώρησης του ποινικού κώδικα. Όμως η πρόταση αυτή συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση της λαϊκής αντιπολίτευσης ενώ Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποιούσαν τότε ότι θα υπονόμευε τις προσπάθειες της Τουρκίας να ενταχθεί στην ΕΕ.
Μολονότι η Tουρκία παραμένει υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ, οι συνομιλίες ουσιαστικά έχουν παγώσει μετά το κύμα καταστολής που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Ο Ερντογάν έχει απειλήσει να αποχωρήσει από τις συνομιλίες, οργισμένος από αυτό που θεωρεί κωλυσιεργεία εκ μέρους των Βρυξελλών.
“Πιστεύω ότι θα ήταν πολύ, πολύ επίκαιρο να συζητήσουμε ξανά το θέμα της μοιχείας, καθώς η κοινωνία μας βρίσκεται σε διαφορετική θέση σε ό,τι αφορά τις ηθικές αξίες” είπε ο Ερντογάν στους δημοσιογράφους, μετά από μια ομιλία του στο κοινοβούλιο. “Πρόκειται για ένα πολύ παλιό ζήτημα. Θα έπρεπε να συζητηθεί. Περιλαμβανόταν ήδη στις προτάσεις μας (το 2004). Εκείνη την εποχή κάναμε ένα βήμα σύμφωνο με τα αιτήματα της ΕΕ, αλλά κάναμε λάθος”, πρόσθεσε.
Το σχόλιο του Ερντογάν ότι με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που έθετε η ΕΕ η Τουρκία “έκανε λάθος” υπογραμμίζει πόσο μεγάλο είναι το χάσμα μεταξύ της Άγκυρας και των Βρυξελλών.
Η Τουρκία αποποινικοποίησε τη μοιχεία για τις γυναίκες στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Για τους άνδρες ήταν νόμιμη επί πολλά χρόνια.