Οι κάτοικοι του μικρού νησιού των Κυκλάδων αντιμετώπιζαν με μεγάλο σκεπτικισμό και επιφύλαξη τον 25χρονο Λ.Θ.
Η κακή του φήμη έκανε τους συγχωριανούς του να τον αποφεύγουν.
Ήταν καβγατζής αλλά και μικροαπατεώνας με αποτέλεσμα κανείς να μην τον θέλει στη δούλεψη του. Ο μόνος άνθρωπος που τον υποστήριζε ήταν ο πρόεδρος του χωριού. Δούλευε στα χωράφια και τα ζώα του και τον στήριζε σε κάθε παραπάτημά του.
Ακόμη και όταν ο 25χρονος άρχισε να παρενοχλεί την 19χρονη κόρη του δεν άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετώπιζε, αφού τον συμβούλευε και συνέχιζε να τον έχει υπό την προστασία του. Όταν η νεαρή κοπέλα αρραβωνιάστηκε έναν δικηγόρο, ο οποίος συμπτωματικά είχε το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον 25χρονο, εκείνος του επιτέθηκε φραστικά με αποτέλεσμα να φτάσουν στα δικαστήρια και να καταδικαστεί σε φυλάκιση 15 ημερών για εξύβριση. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ο πατέρας της 19χρονης Π. εξαγόρασε την ποινή του νεαρού ο οποίος συνέχισε να εργάζεται στα κτήματα της οικογένειας.
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1961, στην Αμοργό, η 19χρονη κοιμόταν με την 8χρονη αδελφή της στο σπίτι τους. Η μητέρα της απουσίαζε στην Αθήνα, καθώς γεννούσε η μεγαλύτερη αδελφή της, ενώ ο πατέρας της έλειπε από το χωριό για δουλειές. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ξύπνησε τη νεαρή κοπέλα. Η Π. τρομαγμένη σηκώθηκε από το κρεβάτι της και, κρατώντας ένα αναμμένο καντήλι, βγήκε από το δωμάτιο της. Ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, βρέθηκε αντιμέτωπη με τον 25χρονο ο οποίος την κοίταξε χωρίς να πει λέξη.
Ο νεαρός είχε καταφέρει να εισέλθει στο σπίτι ανεβαίνοντας στην σκεπή και κατεβαίνοντας από την καμινάδα. Η 19χρονη, με αυστηρό τόνο, του ζήτησε να φύγει και όταν εκείνος αρνήθηκε και κινήθηκε απειλητικά σε βάρος της του πέταξε το καντήλι που κρατούσε στα χέρια της. Το σκοτάδι έπεσε βαθύ σε όλο το δωμάτιο αλλά ο 25χρονος είχε ήδη προλάβει να την αρπάξει προσπαθώντας να την ακινητοποιήσει. Η 19χρονη έδωσε μάχη για να ξεφύγει από τα χέρια του Λ.Θ. Ήταν ξεκάθαρο πως στόχος του ήταν να τη βιάσει. «Ή θα κάτσεις ή θα σε σκοτώσω» της είπε και η κοπέλα του απάντησε ουρλιάζοντας σε έξαλλη κατάσταση: «Δεν παραδίνομαι, σκότωσέ με».
Έτσι και έγινε. Ο Λ.Θ., στην προσπάθεια του να ακινητοποιήσει το νεαρό κορίτσι, άρπαξε ένα μεγάλο αιχμηρό κοχύλι και άρχισε να την χτυπά στο κεφάλι. Εκτός εαυτού ο νεαρός έκοψε με τα δόντια του τις θηλές της 19χρονης και το δεξί της μάγουλο. Της έσπασε το σαγόνι και τον καρπό του αριστερού της χεριού, της έβγαλε το αριστερό μάτι και τελικά τη βίασε. Η μικρή αδελφή της άτυχης κοπέλας, στο μεταξύ, είχε φύγει από το σπίτι αναζητώντας βοήθεια στη θεία της που έμενε κοντά.
Όταν η θεία της 19χρονης και ο γιος της μπήκαν στο σπίτι ήταν ήδη αργά. Το κορίτσι ήταν νεκρό μέσα σε μία λίμνη αίματος και τα ρούχα της ήταν σκισμένα και πεταμένα στο πάτωμα. Ο 25χρονος, σε έξαλλη κατάσταση, τους επιτέθηκε με το ίδιο κοχύλι και τραυμάτισε το νεαρό αγόρι. Στη συνέχεια, βγήκε τρέχοντας στο δρόμο και όταν συνάντησε την 8χρονη αδελφή της άτυχης κοπέλας την έπιασε από το λαιμό προσπαθώντας να την πνίξει. Όταν, όμως, το παιδί έβαλε τις φωνές, καλώντας σε βοήθεια, τράπηκε σε φυγή. Ο Λ.Θ. ζήτησε καταφύγιο στο σπίτι του αδελφού του, όπου και το επόμενο πρωί συνελήφθη. Ο αδελφός του ήταν εκείνος που οδήγησε την αστυνομία στο σπίτι του, την ώρα που ο 25χρονος κοιμόταν.
Τον Ιούνιο του 1961 ο 25χρονος κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου Σάμου. Οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον κατηγορούμενο και το δικαστήριο του επέβαλε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και επιπλέον οκτώ χρόνια και έξι μήνες για τον βιασμό της νεαρής κοπέλας. Λίγο αργότερα, ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε αναίρεση κρίνοντας πως το έγκλημα έπρεπε να χαρακτηριστεί ιδιάζοντος ειδεχθές και να επιβληθεί στον κατηγορούμενο η ποινή του θανάτου.
Τελικά, ο Άρειος Πάγος άναψε το «πράσινο φως» για αναθεώρηση της δίκης και τον Φεβρουάριο του 1962 ο 25χρονος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Μαρία Ζαχαροπούλου