Η προεκλογική εκστρατεία για την ανάδειξη των ευρωβουλευτών διεξάγεται στη χώρα μας υπό το άγχος των επιπτώσεων των εκλογικών αποτελεσμάτων στη σταθερότητα του κυβερνητικού συνασπισμού και στις ….εθνικές εκλογές οψέποτε διεξαχθούν.
Ελάχιστα έως καθόλου φαίνεται να απασχολεί τους συντάκτες των ευρωψηφοδελτίων η εικόνα της Ελλάδας που θα προβάλλει στον ευρωκοινοτικό χώρο η ποιότητα των νεόκοπων ευρωβουλευτών μας. Ενώ από τον προεκλογικό δημόσιο διάλογο απουσιάζει οποιαδήποτε σοβαρή αναφορά στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι: στην κατάσταση, τα προβλήματα, και τις προοπτικές του ευρωκοινοτικού εγχειρήματος.
Βέβαια, οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι αρκετά περιορισμένες – μολονότι με τη Συνθήκη της Λισαβώνας του 2009 αυξήθηκαν σημαντικά, καθώς το Ευρωκοινοβούλιο, μεταξύ άλλων, συναποφασίζει τώρα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την υιοθέτηση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού και τη στελέχωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όμως, έστω και όταν δεν παράγουν δεσμευτικές αποφάσεις – και είναι το πλέον σύνηθες – οι εργασίες της Ευρωβουλής συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία ενός επικοινωνιακού κλίματος που δεν αφήνει ανεπηρέαστες, ούτε την κοινοτική γραφειοκρατία, ούτε – ακόμη σημαντικότερο – τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Ενώ η επί θύραις εκλογική αναμέτρηση προσφέρεται ιδεωδώς για την ενημέρωση ενός γενικώς απληροφόρητου κοινού για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα συναφή ελληνικά συμφέροντα.
Σημειωτέον ότι στους κόλπους της ελληνικής κοινής γνώμης εκδηλώνονται αυτή τη στιγμή δύο, εξ ίσου εσφαλμένες – αλλ’ όχι ίσης βλαπτικότητας – αντιλήψεις για την ΕΕ. Ορισμένοι είναι πεπεισμένοι ότι τελευταία αυτή μετεξελίσσεται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κατά το αμερικανικό πρότυπο,. Περισσότεροι όμως την βλέπουν ως έναν επικυρίαρχο, τείνοντα να παραδώσει την Ελλάδα βορά στις ορέξεις των ισχυρότερων εταίρων και πρωτίστως της Γερμανίας.
Και οι μεν προσδοκώντες την πραγμάτωση του ομοσπονδιακού οράματος τρέφουν – φρούδες, κατά πάσαν πιθανότητα – ελπίδες ότι, η κοινοτική Ευρώπη θα διασφαλίσει, τόσο τη ριζική αναβάθμιση της κοινωνικής, οικονομικής, και πολιτικής μας ζωής, όσο και την προστασία των συνόρων μας και των εκτός αυτών εθνικών μας συμφερόντων. Από την άλλη, όμως, η παράλογη, φανατική εχθρότητα έναντι της ΕΕ είναι ακόμη πιο επικίνδυνη από ό,τι ο εφησυχασμός των ουτοπιστών, καθώς οδηγεί σε αντιδράσεις ευθέως αντιστρατευόμενες τα καλώς εννοούμενα ελληνικά συμφέροντα.
Ευχής έργο θα ήταν, επομένως, να κατόρθωναν τα αμαρτωλά πολιτικά μας κόμματα να περιορίσουν προς στιγμήν τις συνήθεις φαγωμάρες τους και να επωφελούντο της εκλογικής συγκυρίας για να διαμορφώσουν και να μεταφέρουν και στο ευρύτερο κοινό μια εικόνα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι πλησιέστερη προς την πραγματικότητα. Διασαφηνίζοντας, ειδικότερα, τι είναι και τι δεν είναι η ΕΕ· και τι μπορεί, αλλά και τι δεν μπορεί να μας προσφέρει.
Διότι, σε αντιδιαστολή με τα εξωπραγματικά ιδεολογήματα, η υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια πρωτότυπη, προωθημένη διακρατική σύμπραξη, εγγύτερη προς την «Ευρώπη των κρατών-εθνών» του στρατηγού Ντε Γκολ παρά προς τη ριζοσπαστικότερη ενοποιητική προσέγγιση των πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας από τον Βίκτωρα Ουγκώ έως τον Ζαν Μονέ. Πρόκειται δηλαδή για ένα θεσμικό χώρο στον οποίο επιχειρείται και συχνά επιτυγχάνεται η σύνθεση των επί μέρους εθνικών συμφερόντων σε πνεύμα αλληλεγγύης και συμβιβασμού· από τον οποίο οι συμμετέχουσες χώρες αποκομίζουν οφέλη ανάλογα γενικώς προς την ευστοχία των χειρισμών τους· αλλά και ο οποίος ιδιαίτερα ευνοεί τους μικρούς: με κράτη ολίγων εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων όπως το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, και η Κύπρος, να διαβουλεύονται επί ίσοις θεσμικοίς όροις με παγκόσμιας εμβέλειας δυνάμεις όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γερμανία.
Κατά τα λοιπά, αφότου δρομολογήθηκε, η Κοινοτική Ευρώπη αναπτύσσει το οικονομικό της σκέλος πολύ περισσότερο από ό,τι το – ισχνό – διεθνοπολιτικό και το – ουσιαστικώς ανύπαρκτο – στρατιωτικό.
Όπως καταδεικνύει και η εν εξελίξει ουκρανική κρίση, οι κοινοτικοί εταίροι με μεγάλη δυσκολία συντονίζουν τη στάση τους, έστω και επί θεμάτων μείζονος σημασίας· προκειμένου δε για προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα, τον κύριο λόγο έχουν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, και όχι η σχεδόν εικονική κοινή αμυντική πολιτική. Και συνεπώς τα περί κοινοτικής άμυνας «κοινών ευρωπαϊκών συνόρων» ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας. Ωστόσο, η κοινοτική μας ταυτότητα λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της «ήπιας ισχύος» της Ελλάδας στους διεθνείς συσχετισμούς – και, όλως ειδικότερα, αυξάνει το ειδικό βάρος μας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ευρωκοινοτική οικονομική συνεργασία έχει, αντιθέτως, προωθηθεί εντυπωσιακά – με το κοινό νόμισμα ως επιστέγασμα. Στη χώρα μας μεταφράσθηκε, μεταξύ άλλων, σε εισροή επί δεκαετίες πακτωλού δωρεάν βοήθειας και χαμηλότοκων δανείων. Η διασπάθιση των πόρων αυτών, η αδυναμία μας να τους αξιοποιήσουμε για να καταστήσουμε την οικονομία μας ανταγωνιστικότερη – και, αν όχι να αποφύγουμε εξ ολοκλήρου, τουλάχιστον να περιορίσουμε δραστικά τις καταστροφικές επιπτώσεις της χρηματο-οικονομικής κρίσης – βαρύνουν κατά κύριο λόγο την πολιτική μας ηγεσία. Η διαμάχη περί τα «μνημόνια» ήταν αρχήθεν προσπάθεια μετάθεσης των ευθυνών του ελληνικού πολιτικού προσωπικού σε ξένους ώμους. Ενώ τυχόν – άτακτη αναπόφευκτα – έξοδός μας από την Ευρωζώνη, πέραν από τις καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές της συνέπειες, θα κλόνιζε τη θέση μας στο σύνολο των κοινοτικών θεσμών· εξασθενίζοντας έτσι και τη γενικότερη διεθνή παρουσία μας.
Ο εθνικός ρεαλισμός επιβάλλει να αξιοποιήσουμε κατά το δυνατόν πληρέστερα τα πολύτιμα οφέλη που μας προσφέρει η συμμετοχή μας στην Κοινοτική Ευρώπη, χωρίς να βαυκαλιζόμαστε με την αυταπάτη – ή να διακατεχόμαστε από τον φόβο – ότι η τελευταία αυτή θα υποκαταστήσει την εθνική μας αυτενέργεια και ευθύνη στους κρίσιμους τομείς της εθνικής μας ζωής. Έως ότου η Ευρωπαϊκή Ένωση μεταλλαχθεί – εάν ποτέ μεταλλαχθεί – σε συμπολιτεία καλύπτουσα πλήρως τα ζωτικά συμφέροντα των λαών που την συγκροτούν, το βασικό κριτήριο της κοινοτικής μας παρουσίας θα είναι κατ’ ανάγκην η προαγωγή των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Τα οποία καλούνται να υπηρετήσουν και οι ευρωβουλευτές μας· λειτουργώντας πρωτίστως ως πρεσβευτές της χώρας μας στους κοινοτικούς θεσμούς, και πολύ λιγότερο ως φορείς κομματικών ιδεολογημάτων και σκοπιμοτήτων.
diplomatikoperiskopio -Γ. Ε. Σέκερης