Την Κυριακή της Τυρινής αναβιώνει το έθιμο με τις Καρκαλούσες στο Πυργί της Χίου.Σύμφωνα με το έθιμο όλοι οι δρόμοι του χωριού έπαιρναν ζωή από τις καρκαλούσες (καρναβάλια) και τα σπίτια των κοπελών που “παράκαμναν”, αντηχούσαν από τα τρανταχτά γέλια των παρευρισκομένων.
Νέοι και ηλικιωμένοι άντρες, που είχαν ταλέντο και διάθεση, σχημάτιζαν ευάριθμους ή και καμιά φορά πολυάριθμους θιάσους. Ο κάθε θίασος σχεδίαζε και οργάνωνε την παρουσίαση ενός χωρατού (σκετς), το οποίο έπαιζε σ’ όλα τα σπίτια που “παράκαμναν”. Αυτά ήταν από πριν γνωστά σ’ όλο το χωριό και είχαν ορθάνοιχτες τις πόρτες αμέσως μετά το πρώτο σκοτάδι μέχρι και τα μεσάνυχτα.
Κάθε χρόνο μια κοπέλα από κάθε συντροφιά – κάθε κοπέλα είχε τις συντρόφισσές της, όπως και τα παλληκάρια τους συντρόφους τους, που ήταν συνδεδεμένες, όσο ήταν ανύπαντρες, με σταθερή και μόνιμη φιλία και συμμετείχαν στις κοινωνικές εκδηλώσεις όλες μαζί – άνοιγε το σπίτι της, ύστερα από συμφωνία με τις άλλες, και το διέθετε για τις καρκαλούσες. Εκεί συγκεντρώνονταν όλες οι συντρόφισσες με τους δικούς τους, οι γείτονες, οι συγγενείς και φίλοι και περίμεναν τα “κοπαδάτσα” (θιάσους).
Ένας από το θίασο σταματούσε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του σπιτιού, όπου παρακάμνανε, και με αλλοιωμένη, δυνατή και χαρακτηριστική μακρόσυρτη φωνή Φώναζε: “Παρακάμνετε μαρή (π.χ.)Τατσή;”. Δηλαδή φώναζε το όνομα της κοπέλας, στην οποία ανήκε το σπίτι, και όχι άλλου μέλους της οικογένειάς της. Και η απάντηση πάνω από το σπίτι: “Ειναί, παρακάμνοεν, ελάτε πάνω”, Και ο θίασος ανέβαινε και παρουσίαζε πάντοτε στο καλό σπίτι (σαλόνι) το έργο.
Η είσοδος στο χώρο παρουσίασης μπορούσε – ανάλογα με τις ανάγκες του έργου – να είναι τμηματική.
Όλοι είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με ημιδιαφανή λευκά μαντήλια (τουλουπάνια) και μιλούσαν με αλλοιωμένη φωνή, για να μη γνωρίζονται. Όταν έφευγαν, κάποιος στεκόταν στο κεφαλόσκαλο και πρόσφερε στον κάθε άντρα, που ήταν καρκαλούσα, ένα ποτήρι ρακί η κρασί.
Στο τέλος συγκεντρώνονται όλη στην κεντρική πλατεία (Λιβάδι) του χωριού και χορεύουν το διπλό χορό.
Chiosphotos.gr