Mια ιστορική αναδρομή στα γεγονότα πριν και μετά την άλωση. Οι πρωταγωνιστές, η τελική επίθεση και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας….
Τρίτη 29 Μαΐου 1453, η Πόλη πέφτει και μαζί της παρασύρει μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί ταφόπλακα για το Βυζάντιο και σκληρή τιμωρία για την παρατεταμένη παρακμή και απομόνωση του. Θρησκευτικές έριδες, εμφύλιες διαμάχες, προσωπικά συμφέροντα, συνεχείς επιθέσεις και διαφθορά αποδυναμώνουν την άλλοτε πανίσχυρη αυτοκρατορία και στρώνουν το δρόμο για την οθωμανική λαίλαπα.
Η απειλή…
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στις αρχές του 1400 απειλούταν από δύο κυρίως παράγοντες: Τον αυτοκαταστροφικό εαυτό της και την απειλή των Οθωμανών. Η δυναμική των δεύτερων ανακόπηκε αρχικά μετά την καταστροφική ήττα από τον Ταμερλάνο το 1402. Το Βυζάντιο όμως συνέχιζε να παρακμάζει και να συρρικνώνεται. Αντίθετα οι Οθωμανοί αναδιοργανώνονται και το καλοκαίρι του 1422 ο Μουράτ ο Β’ πολιορκεί χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον οι προσπάθειες του Ιωάννη του Η’ για ένωση των εκκλησιών είχε φέρει αρνητικά αποτελέσματα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Η οθωμανική προέλαση συνεχιζόταν με νίκες στη Βάρνα (επί των Σταυροφόρων), στην Πελοπόννησο, την Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο. Στις 31 Οκτωβρίου 1448 ο Ιωάννης ο Η’ πεθαίνει με τους Οθωμανούς να έχουν εξουδετερώσει σχεδόν όλους του εχθρούς τους, τη Δύση να παρακολουθεί και το Βυζάντιο να απειλείται.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος
Γεννημένος στην Πόλη έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του μεταξύ της “Βασιλεύουσας” και του Μυστρά. Επικές οι κόντρες που είχε με τα αδέλφια του Θωμά και Θεόδωρο με τον πατέρα του, Ιωάννη να τον εμπιστεύεται περισσότερο απ’ όλους. Μάλιστα ήταν αυτός που τον αντικατέστησε από τις 27 Νοεμβρίου 1439 έως την 1η Φεβρουαρίου 1440 όταν είχε μεταβεί στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας. Από τον Οκτώβριο του 1443 αναλαμβάνει δεσπότης του Μυστρά και γνωρίζει από πρώτο χέρι την οθωμανική επιθετικότητα. Συγκρούεται με τον Μουράτ τον Β’ και τελικά αναγκάζεται να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄, στέφεται αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449). Αναλαμβάνει την αυτοκρατορία σε μια πολύ δύσκολη περίοδο και ελπίζει πως με τις πολιτικές και στρατιωτικές του ικανότητες θα την αναδιοργανώσει. Θέλοντας να κρατήσει μια ουδέτερη στάση στο θέμα της ένωσης των δύο εκκλησιών δεν στέφθηκε ποτέ επίσημα στην Κωνσταντινούπολη καθώς ο Πατριάρχης ήταν φανερά υπέρ της Ένωσης. Μάλιστα το γεγονός ότι μετά από αίτημα του Πάπα Νικόλαου Ε’ συλλειτούργησαν στην Αγία Σογιά ο καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος προκάλεσε οργή σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Πόλης.
Ο Μωάμεθ ο Β’
Μετά από μια βραχεία διετία στο θρόνο (1444-46) ο Μωάμεθ απλά περίμενε τον θάνατο του πατέρα του Μουράτ του Β’. Αυτός τον είχε ενθρονίσει αλλά και κατεβάσει από την ηγεσία της αυτοκρατορίας θεωρώντας τον ουσιαστικά ανίκανο να αντέξει τις πιέσεις, τις εσωτερικές έριδες και τα προβλήματα της περιόδου. Για επτά χρόνια ήταν στην αφάνεια και ετοίμαζε τα σχέδια του μην έχοντας ξεχάσει πως έπεσε από τον θρόνο. Εμμονή του να αλώσει την Κωνσταντινούπολη, να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας που βρισκόταν στην Ανδριανόπουλη και να αποδείξει σε όλους ότι δεν έπρεπε να έχει χάσει το θρόνο.
Η προετοιμασία της πολιορκίας
Ο Μωάμεθ ήθελε να εξασφαλίσει ότι τίποτα δεν θα τον αποσπούσε από την κατάκτηση της Πόλης. Φρόντισε λοιπόν με μια σύντομη εκστρατεία στη Μικρά Ασία, να κλείσει ειρήνη με τους καραμανίδες ενώ σύναψε ειρήνη με τους Ούγγρους και τους Σέρβους. Παράλληλα ανανέωσε τις συνθήκες με τις ιταλικές δημοκρατίες οι οποίες έτσι κι αλλιώς αδιαφορούσαν για την κατάσταση στα ανατολικά και είχαν τυπικές πλέον σχέσεις με την Πόλη. Οργανώνει το στρατό και πληρώνει αδρά για την κατασκευή κανονιών. Θεωρεί πως με “μπομπάρδες” μεγάλου διαμετρήματος θα καταφέρει να καταστρέψει τα τείχη. Του τις παρέχει ο Ουμβαρνός, Ούγγρος κατασκευαστής (έφτιαξε μεταξύ άλλων πυροβόλο με μήκος 8 μέτρα που εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών). Το 1452 μέσα σε λίγους μήνες ολοκληρώνει την ανέγερση του κάστρου Ρούμελι-Χισάρ. Τοποθετημένο στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου επί της ευρωπαϊκής πλευράς της Πόλης ήλεγχε το πέρασμα μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Θάλασσας του Μαρμαρά. Το Ρούμελι-Χισάρ αποτέλεσε την οριστική απόδειξη των προθέσεων του Μωάμεθ. Στην Πόλη ο Παλαιολόγος ξεκίνησε άμεσως την ενίσχυση των τειχών, την εκβάθυνση της τάφρου γύρω από αυτά και απέστειλε αιτήματα για βοήθεια στη Δύση.
Η πολιορκία
Με περίπου 100.000 στρατό (με τμήμα γενίτσαρων και πολλούς υποτελείς Χριστιανούς), το ισχυρότερο πυροβολικό που είχε δημιουργηθεί ως τότε και περίπου 150 πλοία ο Μωάμεθ φτάνει στις 5 Απριλίου έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ζητά αρχικά την ειρηνική παράδοση της Πόλης και όταν αυτό απορρίπτεται χωρίς συζήτηση τότε την επόμενη μέρα ξεκινά την πολιορκία. Μέσα από τα τείχη βρίσκονται περίπου 8.500 στρατιώτες. Το πυροβολικό που διέθεταν αχρηστεύτηκε μετά από λίγες μέρες λόγω έλλειψης πυρίτιδας αλλά και λόγω ασυμφωνίας για το πώς έπρεπε να χρησιμοποιηθεί (!). Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πολεμικά πλοία πολεμικά.
Η επίθεση ξεκίνησε με κανονιοβολισμούς. Αρχικά στην πόλη προκλήθηκε πανικός αλλά στη συνέχεια ο στρατός επέστρεψε στις θέσεις του. Μέχρι τις 11 Απριλίου οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει δύο φρούρια έξω από την πόλη και τα Πριγκιπόνησα. Παρά την πίεση, την ανεπαρκή επάνδρωση στα τείχη και τις εσωτερικές έριδες η Πόλη αμυνόταν σθεναρά. Στις 18 Απριλίου μια μαζική επίθεση αποκρούστηκε εύκολα και δύο μέρες αργότερα τέσσερα πλοία (τρία γενουατικά και ένα βυζαντινό) με κυβερνήτη των Φλαντανελά έσπασαν τον αποκλεισμό και ενίσχυσαν την Πόλη. Ο Μωάμεθ οργισμένος προχώρησε έφιππος στην θάλασσα φωνάζοντας ενώ καθαίρεσε και μαστίγωσε τον κυβερνήτη του, Μπαλτόγλου. Τα γεγονότα αυτά ανέβασαν την ψυχολογία των Βυζαντινών και έγειραν την πλάστιγγα υπέρ τους. Ο Μωάμεθ χρειαζόταν κάτι εντυπωσιακό και το πέτυχε στις 22 Απριλίου. Πάνω σε ξύλινες εξέδρες ο στρατός του έσυρε τα πλοία από την ξηρά στον Κεράτιο κόλπο. Ο βυζαντινός στόλος βρέθηκε εγκλωβισμένος ενώ το σχέδιο για πυρπόληση των τουρκικών πλοίων τη νύχτα με υγρό πυρ αποκαλύφθηκε από κάποιον προδότη. Η πίεση αυξανόταν από κάθε πλευρά ενώ ήταν φανερή πλέον η έλλειψη τροφίμων. Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Ο Κωσταντίνος απάντησε: « Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας». Στις 23 Μαΐου ένα μικρό καράβι που είχε σταλεί για να δει αν έρχονται ενισχύσεις, επέστρεψε ενημερώνοντας πως κανείς δεν ερχόταν. Πενήντα μέρες πολιορκίας είχαν καταρρακώσει του πάντες και κάποιοι πρότειναν στον Κωνσταντίνο να διαφύγει κάτι το οποίο απέρριψε.
Η άλωση
Ο Μωάμεθ αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα της τελικής επίθεσης. Στις 27 Μαΐου μίλησε στον στρατό του και τους είπε πως θέλει μόνο τα τείχη και τα κτίρια. Όλα τα υπόλοιπα θα ήταν δικά τους και θα είχαν τρεις μέρες για να λεηλατήσουν την πόλη χωρίς κανέναν φραγμό. Ο κόσμος εντός των τειχών γνώρισε τι ερχόταν. Στις 28 Μαΐου πραγματοποιήθηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος μίλησε στο λαό προτρέποντας τον να αντισταθεί γενναία. “Οι Τούρκοι υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός” είπε.
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Οι Βυζαντινοί απώθησαν δύο επιθέσεις. Στις τρίτη ο τραυματισμός του έμπειρου στρατηγού Τζιουστινιάνι (πέθανε λίγες μέρες αργότερα) και η μαζική είσοδος στρατευμάτων με σκάλες ήταν η αρχή του τέλους. Όσον αφορά την Κερκόπορτα οι ιστορικοί μιλούν πλέον για ένα γεγονός με συμβολικό χαρακτήρα που έπαιξε μικρό ρόλο στην πτώση της Πόλης. «Ανοιγμένη ή ξεχασμένη. Αστεία πράγματα. Ηταν χιλιάδες έξω, τα καράβια τους στον Κεράτιο, οι Γενοβέζοι έφευγαν. Τι να πεις για την Κερκόπορτα; Σε συμβολικό επίπεδο μόνο μπορείς κάτι να πεις. Αλλά είναι σαν να λέμε ότι αντί να σκοτώνονταν τρεις Τούρκοι κατά την είσοδό τους στην Πόλη, θα σκοτώνονταν δέκα αν η πόρτα ήταν κλειστή. Και λοιπόν; Αφού είχαν ανεβάσει σκάλες και έμπαιναν από όπου ήθελαν» γράφει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ.
Ο Κωνσταντίνος πέταξε την περικεφαλαία του και πολέμησε μαζί με τους στρατιώτες του. Έπεσε μαχόμενος χωρίς μάλιστα να τον αναγνωρίσουν οι Οθωμανοί. Κάποια πλοία κατάφεραν να σπάσουν τις αλυσίδες στον Κεράτιο και να ξεφύγουν. Όσοι έμειναν πίσω έζησαν την κόλαση. Από το μένος των Οθωμανών δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που κλείστηκαν στην Αγια Σοφια με την ελπίδα ότι εκεί δεν θα σφαγιαστούν. Το απόγευμα της 29ης Μαΐου έσβησε και η τελευταία εστία αντίστασης. Ένα τμήμα Κρητικών είχε κλειστεί σε έναν πύργο και πολεμούσε ακόμα. Ο Μωάμεθ τους άφησε να φύγουν με πλοία.
Μετά την καταστροφή
Οι ιστορικοί συμφωνούν πλέον πως η λεηλασία κράτησε μόλις μια μέρα. Παρότι οι Οθωμανοί είχαν τρεις στη διάθεση τους μέσα σε λίγες ώρες κατέστρεψαν τα πάντα. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι σφαγιάστηκαν, κλάπηκαν αναρίθμητα πολύτιμα αντικείμενα και κάηκαν χιλιάδες βιβλία. Όσοι επέζησαν πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. Ήταν τέτοιο το μέγεθος της καταστροφής που ακόμα και ο Μωάμεθ όταν μπήκε στην πόλη σοκαρίστηκε. “Δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε” αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο. Ο Μωάμεθ μπήκε στην Αγια Σοφια με το άλογο του και προσευχήθηκε. Ζήτησε να βρουν το πτώμα του Παλαιολόγου και να το θάψουν με τιμές σε μυστικό μέρος. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ο Οθωμανός διέταξε να μεταφερθεί πληθυσμός από την Ανατολή στην Πόλη και μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Παραχώρησε προνόμια στην Ορθόδοξη εκκλησία και τον Ναό των Αγίων Αποστόλων στον Πατριάρχη Γεννάδιο. Έδωσε δικαίωμα επιστροφής στους Έλληνες που είχαν ξεφύγει της σφαγής ενώ έφτιαχνε την Πόλη όπως αυτός την ονειρευόταν. Από εκεί οργάνωσε την εκστρατεία και στην υπόλοιπη Ελλάδα με την άλωση τελικά να σηματοδοτεί και την απαρχή της τουρκοκρατίας των 400 χρόνων.
Επίλογος
Ο ιστορικός Στέφαν Τσβάιχ γράφει στο δοκίμιό του «Η κατάληψη του Βυζαντίου»: «Η Κερκόπορτα, ένα σπυράκι σκόνης, καθόρισε την ιστορία όλου του κόσμου. Η Ευρώπη βλέπει τρέμοντας πως με την ένοχη αδιαφορίας της εισέβαλε στο έδαφος της μια δύναμη καταστροφική, μια δύναμη που θα παραλύσει την ισχύ της για πολλούς αιώνες. Αλλά στην ιστορία, όπως και στη ζωή των ανθρώπων, η λύπη δεν επανορθώνει την απώλεια μιας στιγμής και χίλια χρόνια δεν μπορούν να εξαγοράσουν μια ώρα αμέλειας».