Η Συνθήκη Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούπολης ήταν μια διμερής συνθήκη που συνομολογήθηκε μεταξύ της Ρωσικής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θέτοντας τέρμα στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877 – Ιανουάριος 1878). Υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878 (Με το νέο ημερολόγιο) στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το όνομά της
Μακεδονία και Θράκη, δώρο απο τους Ρώσους στους Βούλγαρους
Η σημαντικότερη συνέπεια της συνθήκης ήταν η αναγνώριση αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας, στην οποία περιέρχονταν όλα τα εδάφη μεταξύ Δούναβη και Ροδόπης, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας της Θράκης και ολόκληρη η κοιλάδα του Αξιού. (Όπως φαίνεται στον Χάρτη)
Στην ουσία με τη συνθήκη αυτή η Τουρκία έχανε το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών της εδαφών. Τέλος υποχρεωνόταν να αφήσει πλήρως ανοιχτά τα στενά για τα σκάφη όλων των κρατών, με την εξαίρεση όσων είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Ρωσία.
Η Συνθήκη αυτή με την δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας εκτός του ότι στράφηκε εδαφικά κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον Ελληνισμό της περιοχής για τον οποίο τίποτε δεν προέβλεψε με επικείμενο την έναρξη διωγμών, υποχρεωτικό εκβουλγαρισμό χιλιάδων Ελλήνων της Βαλκανικής με απώτερο σκοπό τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό του από την περιοχή.
Κατά την ελληνική αλλά και ξένη σχετική ιστοριογραφία η συνθήκη αυτή αποτέλεσε έργο του Πανσλαβιστικού κομιτάτου του οποίου προΐστατο ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Ιγνάντιεφ, ο οποίος και αποκλήθηκε από διπλωμάτες της εποχής “πατέρας του ψεύδους και νεκροθάφτης του Ελληνισμού”.
Με τις ψευδείς αναφορές του και διαβάλλοντας τους Έλληνες γενικά είχε παρασύρει και αυτόν ακόμα τον Τσάρο ώστε να του τηλεγραφεί προσωπικά σε μορφή διαταγής «ουδεμίαν σπιθαμήν (γης) υπέρ του Βασιλείου της Ελλάδος». Ο ίδιος δε ο Ιγνάντιεφ, κατά την υπογραφή της συνθήκης, φέρεται να δήλωσε σε Βουλγάρους «…και τώρα οι Έλληνες ας έρθουν κολυμπώντας στην Κωνσταντινούπολη».
Η Ρωσική Ομολογία…
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Λονδίνου “Ημερήσια Νέα” τον Μάιο του 1878 σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί παραγκωνίζεται τόσο πολύ το ελληνικό στοιχείο της περιοχής απάντησε με χαρακτηριστική δόση κυνισμού και ιταμότητας: «Επιχειρήσαμεν τον πόλεμον ουχί υπέρ των Ελλήνων, αλλά υπέρ των Βουλγάρων. Δεν είναι δυνατόν να χάνω πολύτιμον χρόνον εργαζόμενος υπέρ των Ελλήνων».
Στη διαμορφούμενη τότε ρωσική πολιτική με την έξαρση του Πανσλαβισμού, η τυχόν επέκταση του Βασιλείου της Ελλάδος, που τότε εκτεινόταν από το Ταίναρο μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, φάνταζε ως ο επαπειλούμενος βρόχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό διαφάνηκε από τους λόγους του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄ προς τον Άγγλο πρέσβη Σεϋμόρ στην Αγία Πετρούπολη το 1878 όπου δήλωνε μεταξύ άλλων:
«Δεν συμφέρει εις την Αυτοκρατορίαν (Ρωσία) να γίνει η Ελλάς ισχυρό κράτος. Ελληνικό Βασίλειο ισχυρό θα αποτελούσε σιδηρούν μοχλόν επί των μεσημβρινών πυλών της Ρωσίας. Η προέκτασις των ελληνικών ορίων, αν όχι μέχρι του Ευξείνου τουλάχιστον μέχρι του Ελλησπόντου, αφαιρεί από την Ρωσίαν την ναυτικήν επικράτησιν και επ’ αυτού ακόμη του Ευξείνου, και κατακλείει εντός της Μαύρης Θαλάσσης πάσαν προς την μεσημβρίαν τάσιν της Ρωσίας».
Η Βουλγαρική Ομολογία…
Επτά χρόνια αργότερα, το 1885 ο κατ΄ εξοχήν υπέρμαχος της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης αυτής Βούλγαρος προπαγανδιστής Σούπωφ που διατελούσε γραμματέας της Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη ομολογούσε:
«Το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρικής Μακεδονίας δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση, και αν η Ευρώπη επέτρεπε στον Μακεδονικό λαό να εκλέξει εθνότητα, είμαι βέβαιος ότι η πλειονότης αυτών θα ξέφευγε εκ των χειρών μας. Εξαιρουμένων των βορείων διαμερισμάτων, οι πληθυσμοί των άλλων περιφερειών είναι έτοιμοι, ίνα ενδίδοντες και στην ελαχίστη πίεση δηλώσουν ότι δεν είναι Βούλγαροι, ότι αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο και προτιμούν τα ελληνικά σχολεία και τους Έλληνες καθηγητές. Η ύπαιθρος χώρα είναι βουλγαρική,β[›] οι πόλεις όμως με εξαίρεση των βορείων περιοχών είναι ελληνικές, η ύπαιθρος δε χώρα εμπνέεται και καθοδηγείται παρά των πόλεων».
Η Αντίδραση των Φιλελλήνων της Ευρώπης
Ένα μήνα μετά την υπογραφή της συνθήκης επί κυβερνήσεως Β. Ντισραέλι, ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών Λόρδος Ρόμπερτ Σέσιλ, Μαρκήσιος Σόλσμπερυ, (που μόλις είχε αντικαταστήσει τον Δέρβυ), στις 1 Απριλίου του 1878 απευθύνει εγκύκλιο προς τις άλλες Δυνάμεις επικρίνοντας με δριμύτητα την Συνθήκη αυτή, ιδιαίτερα με το επιχείρημα ότι προσαρτώνται στο νέο βουλγαρικό κράτος χώρες κατοικούμενες από Έλληνες και ότι οι μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται να εισαχθούν στις άλλες επαρχίες (Ήπειρο, Θεσσαλία, Κρήτη) θα υπόκεινται στο ρωσικό έλεγχο.
Εκτός όμως του Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών και άλλοι εξέχοντες πολιτικοί, ιστορικοί και διπλωμάτες κατήγγειλαν την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Συγκεκριμένα ο W. Miller την χαρακτήρισε “αυτόφορη παραβίαση της δικαιοσύνης και της Εθνολογίας”, ο πολύς δε σλαβόφιλος Άγγλος ιστορικός και πολιτικός Σέτον-Γουάτσον (R. W. Seton-Watson) τη χαρακτήρισε “έντονα ως πολύ σλαβική”.
Αλλά και ο Άγγλος διπλωμάτης Σερ Ουίλιαμ Γουάιτ (Sir W. A. White) που βρισκόταν τότε στο Βουκουρέστι σημείωνε: «Οι Βούλγαροι εδημιουργήθησαν,(εννοώντας το κράτος), αν όχι δια να κρατήσουν τα Στενά των Δαρδανελίων, δια λογαριασμόν της Ρωσίας, πάντως δια να εμποδίσουν τους Έλληνας να θέσουν πόδα επ΄ αυτών”».
Πηγή: stoxos.gr