Στο ελληνικά ποινικά χρονικά αρκετές είναι οι υποθέσεις συζυγοκτόνων, που είτε εν βρασμώ ψυχής είτε ύστερα από σχεδιασμό και οργάνωση, σκότωσαν τον άνθρωπο που υποσχέθηκαν ότι θα αγαπούν και θα προσέχουν για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι δολοφόνοι με φρικτές μεθόδους, επιχείρησαν να κρύψουν τα αποτρόπαια εγκλήματά τους. Σύζυγοι που θάφτηκαν σε πλατείες ή πετάχτηκαν σε κάδους απορριμμάτων από ανθρώπους που μετά τη σύλληψή τους, εξυμνούσαν την αγάπη τους για το άλλο τους μισό.
Ας δούμε τις πέντε πιο γνωστές υποθέσεις συζυγοκτόνων, όπως καταγράφτηκαν από την ελληνική Δικαιοσύνη:
1960: Η δολοφόνος της Πεύκης
Η Αθανασία Αγγελινού, μία από τις τέσσερις γυναίκες που καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν, είχε ομολογήσει πως δολοφόνησε το σύζυγό της, Νίκο, με κασμά ενώ εκείνος κοιμόταν.
Η σχέση του ζευγαριού μόνο καλή δεν ήταν. Είχαν ήδη αιτηθεί διαζύγιο, καθώς ο Αγγελινός είχε εξωσυζυγικές σχέσεις, ήταν βίαιος και συχνά την υποχρέωνε να βλέπει φωτογραφίες γυμνών γυναικών. Από την πλευρά της, η Αθανασία αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα και ήταν φανατικά θρησκόληπτη, στοιχείο που την εμπόδιζε να ικανοποίησει η ίδια τις ερωτικές επιθυμίες του άντρα της.
Έτσι, το βράδυ της 25ης Ιουνίου του 1960, η Αθανασία Αγγελινού, αφού παραμόρφωσε το σώμα του συζύγου της από τα χτυπήματα, επιχείρησε να αυτοκτονήσει, καταναλώνοντας -ανεπιτυχώς- μεγάλες ποσότητες χαπιών. Τη νύχτα έκανε εμετό, με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί να ξυπνήσει, δίχως όμως, να θυμάται όσα προηγήθηκαν.
Αυτό συνέβη στο δρόμο για το νοσοκομείο, με αποτέλεσμα η συζυγοκτόνος να παραδοθεί στο Αστυνομικό Τμήμα Αμαρουσίου. “Σκότωσα τον άντρα μου! Πηγαίνετε σπίτι μου στην Άνω Μαγκουφάνα. Θα τον βρείτε νεκρό στο κρεβάτι του”, φώναζε η Αγγελινού. Πράγματι, οι αστυνομική βρήκαν το πτώμα στο κρεβάτι, όπως τους είχε ενημερώσει.
Η Δικαιοσύνη “είδε” ένα προμελετημένο έγκλημα, καθώς βρέθηκε και επιστολή της Αγγελινού, στην οποία έγραφε: “Όλα θα του τα συγχωρούσα, αν δεν με τυραννούσε τόσο πολύ τις νύχτες και δεν με εβασάνιζε με εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες γυναικών που μου έδειχνε. Με βασάνιζε και με έδερνε, γι’ αυτό αναγκάστηκα να κάνω ό,τι έκανα”.
1987: Την τεμάχισε και την πέταξε στα σκουπίδια
Σχεδόν 30 χρόνια μετά το φονικό στην Πεύκη, την ίδια όμως ημέρα ένας συλλέκτης, αντί για τα γραμματόσημα και τους φακέλους που έψαχνε σε κάδους απορριμάτων, βρήκε μέλη γυναικείου σώματος.
Η διαμελισμένη σωρός, τυλιγμένη σε πλαστικές σακούλες, ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. Η απροσεξία του δολοφόνου, μία απόδειξη από το κρεοπωλείο, όπου ψώνιζε ο Παναγιώτης Φραντζής και η σύζυγός του, Ζωή, οδήγησαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος, με τη συνδρομή του ιδιοκτήτη του καταστήματος.
Το βράδυ της 24ης Ιουνίου ένας καβγάς του ζευγαριού κατέληξε σε έναν από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα των ελληνικών ποινικών χρονικών. Παρά τους ισχυρισμούς του Παναγιώτη Φραντζή, πως ο θάνατος της γυναίκας του ήταν ένα ατύχημα πάνω στον καβγά, ο ιατροδικαστής είχε “δει” στραγγαλισμό.
Ο καταδικασθείς σε ισόβια κάθειρξη, έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να εξαφανίσει τη σωρό. Οι λεπτομέρειες των όσων διαδραματίστηκαν στη μπανιέρα του σπιτιού τους, με τη βοήθεια ενός κρητικού σουγιά, είναι άκρως ανατριχιαστικές. Αφού διαμέλησε το άψυχο σώμα, τραυματίζοντάς το έτσι ώστε να μην μπορεί να αναγνωριστεί, το τοποθέτησε σε 16 σακούλες και το πέταξε σε διάφορους κάδους.
Απολογούμενος ο Παναγιώτης Φραντζής είχε πει: “δεν την σκότωσα εγώ. Xτύπησε πάνω στον καβγά. Ό,τι έγινε μετά, το έκανα για να εξαφανίσω το πτώμα, γιατί πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα!”. Ο συζυγοκτόνος αποφυλακίστηκε το 2005, ενώ ήδη λάμβανε εκπαιδευτικές άδειες για να φοιτήσει στην ΑΣΟΕΕ.
1999: Τον απατούσε και ο χρόνος… σταμάτησε
Εκείνος κατάλαβε ότι η γυναίκα του τον απατούσε. Εκείνη αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να χωρίσουν. Ο δικηγόρος Γρηγόρης Κούλας έχασε τον έλεγχο και το Μάιο του 1999 στραγγάλισε την 38χρονη σύζυγο του και μητέρα των 3 παιδιών τους, Άντα Σίμου.
«Τη λάτρευα…» είπε ο ίδιος στους δικαστές, προσθέτοντας: «Η ζωή μου έχασε το νόημα της όταν έμαθα ότι με απατούσε”. Το δευτεροβαθμιο δικαστήριο τον καταδίκασε σε κάθειρξη 20 ετών και έσπασε τα ισόβια, καθώς του αναγνωρίστηκε μειωμένος καταλογισμός των πράξεων του, λόγω σοβαρής αγχώδους καταθλιπτικής συνδρομής.
Το δικαστήριο επιδίκασε στους γονείς της Άντας Σίμου και στην αδελφή της το ποσό των 550.000 ευρώ για βαριά ψυχική οδύνη.
2008: Τον έθιξε και την τσιμέντωσε
“Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη”. Αυτά ήταν τα λόγια του Γιάννη Κατσιλάμπρου, του καθηγητή μουσικής που σκότωσε τη σύζυγό του και μητέρα των δύο παιδιών του και στη συνέχεια την έθαψε σε γειτονική πλατεία.
Δεν έχουν περάσει έξι μήνες από τότε που το Μικτό Ορκωτό Εφετείο τον καταδίκασε σε 20 έτη κάθειρξης (αποφυλακίστηκε το 2015), ανανωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Ο ίδιος υποστήριξε στο δικαστήριο ότι από το φονκό προηγήθηκε έντονος καβγάς, ο οποίος τον έβγαλε εκτός ελέγχου, καθώς -σύμφωνα με τον ίδιο- θίχτηκε ο ανδρισμός του.
Ο μουσικός, αφού τη χτύπησε με το ηλεκτρικό σίδερο, επιχείρησε να κρύψει το πτώμα της σολίστ Παναγιώτας Μαζαράκη, ουσιαστικά “τσιμεντώνοντάς” την σε μία πλατεία κοντά στο σπίτι τους στη Φιλοθέη.
Μάλιστα, για να μην κινήσει υποψίες και να καθησυχάσει τους συγγενείς της συζύγου του, υποστήριξε ότι τον εγκατέλειψε καθώς και πως είχε προσλάβει ιδιωτικό ντετέκτιβ προκειμένου να την εντοπίσει.
Τελικά, ένα τηλεφώνημα γείτονα της σε γνωστό του αστυνομικό αποτέλεσε την άκρη του νήματος για την εξιχνίαση της δολοφονίας. Η πληροφορία που έφτασε στο Τμήμα Δίωξη Ανθρωποκτονιών ανέφερε: “ο άνδρας της κάτι ξέρει, ψάξτε το”.
2012: Η παπαδιά και ο εραστής
Καρτέρι θανάτου φαίνεται πως είχαν στήσει στον ιερέα Θανάση Αυγερόπουλο, η σύζυγός του και ο εραστής της, που πρωτοδίκως καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Ο λόγος; Σύμφωνα με την κατηγορία, για να χαρούν τον έρωτά τους…
Φυσικός αυτουργός της δολοφονίας εμφανίζεται ο 41χρονος εραστής της παπαδιάς. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το ζευγάρι στο δρόμο προς τη Ζαχάρω, σταμάτησε στην Εθνική Οδό Πύργου – Κυπαρισίας, καθώς η παπαδιά προφασίστηκε προσωπική της ανάγκη.
Ο ιερέας περίμενε στο αυτοκίνητο, όταν τον πυροβόλησαν πισώπλατα, με τη σύζυγό του να καλεί την αστυνομία. Στην πορεία όμως, η παπαδιά φαίνεται πως έπεσε σε αντιφάσεις και στη συνέχεια κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας,
Μάλιστα και ο συγκατηγορούμενος εραστής της την έβαλε στο κάδρο της υπόθεσης.
Παρά το γεγονός ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ο εραστής της υποστήριξε πως πάνω στη ζήλεια και τη θολούρα του, σκότωσε τον ιερέα, χωρίς να συμμετέχει σε καμία περίπτωση η παπαδιά στο έγκλημα, η Δικαιοσύνη καταδίκασε και τους δύο, χωρίς να τους αναγνωρίσει ελαφρυντικό.