Για όσους τρώνε πάρα πολύ, είναι αδηφάγοι ή άρπαγες, λέμε ότι αυτοί «έφαγαν και το καταπέτασμα».
Η λέξη «καταπέτασμα» παράγεται από το ρήμα «καταπεταννύω» και «καταπετάννυμι». Καταπέτασμα, λοιπόν, είναι καθετί που καταπετάνννυται (καταπετάνννυται η αυλαία). Παραπέτασμα είναι εκείνο που απλώνεται σε κάποιο αντικείμενο, ενώ στους Ιουδαίους υπάρχει το «καταπέτασμα του ναού».
Στη φράση τώρα «έφαγε το καταπέτασμα», αυτός που πήρε ακόμη και το «καταπέτασμα» ή κατ’ άλλους έφαγε ακόμα και το τραπεζομάντιλο, τόση πείνα είχε.
Τη λέξη την πρωτοσυναντούμε στην περιγραφή που κάνει ο Μωυσής, όταν κατασκεύασε φορητό ναό, που τον έλεγαν «Σκηνή του Μαρτυρίου».