Μπορεί να χρειάστηκαν κάτι αιώνες, όμως τελικά υπάρχει απάντηση…
Οι θεωρίες- και οι αναλύσεις επί αναλύσεων- είναι δύο φορές περισσότερες από το άπειρο: μερικοί ισχυρίζονται πως χαμογελάει. Άλλοι πιστεύουν πως είναι χαμόγελο θλίψης. Κάποιοι τρίτοι λένε πως μόλις έχει κάνει… σφράγισμα και απλά πονάει. Κατ’ άλλους, είναι η επιτομή της χαρμολύπης, μια στιγμή ακαθόριστου συναισθήματος (ή, αν το δούμε αλλιώς, πληθώρας συναισθημάτων) που μονάχα ένας καλλιτέχνης κορυφαίου επιπέδου θα μπορούσε να συλλάβει.
Ή μήπως το πρόσωπό της λειτουργεί ως καθρέφτης και αντανακλά τα συναισθήματα του εκάστοτε «θεατή»- εσύ την βλέπεις να γελάει, ο φίλος σου να είναι στενοχωρημένη, η κοπέλα σου (λέμε τώρα…) να θρηνεί «ελεγχόμενα» και ούτω καθεξής.
Μπερδευτήκατε;
Δε φταίει το menshouse- αθώος ο ηλεκτρονικός κατηγορούμενος- αλλά η πολυπλοκότητα της «Τζοκόντα»: ο πιο γνωστός πίνακας στα χρονικά, καμωμένος από το θεϊκής «υπόστασης» χέρι του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην ιστορία, καθώς η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του χαμόγελου της Μόνα Λίζα έχει στείλει στο άσυλο καλλιτεχνικών φρενοβλαβών τους πιο διακεκριμένους ιστορικούς τέχνης.
Ή, τουλάχιστον, ήταν μυστήριο: μπορεί το πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι- συζύγου ενός εμπόρου στη Φλωρεντία- να φιλοτεχνήθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα από τον Ντα Βίντσι (κάπου μεταξύ 1503 και 1517), όμως χρειάστηκε να φτάσουμε στο 2005 για να γίνει η πρώτη «επιστημονική» ανάλυσή του.
Εκείνη τη χρονιά, μια ομάδα από το πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ χρησιμοποίησε ένα ειδικά διαμορφωμένο πρόγραμμα του υπολογιστή, το οποίο δεν εστίαζε μόνο στο χαμόγελο αυτό καθαυτό, αλλά ανέλυε τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια και τις, σχεδόν ανεπαίσθητες για το γυμνό μάτι, γραμμές γύρω από το στόμα της γυναίκας, έχοντας ως στόχο να ερμηνεύσει τα συναισθήματά της (όπως φόβος, ευτυχία, θυμός κ.α.).
Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν εξίσου συντριπτικό με τις εκλογικές νίκες του Κιμ Γιονγκ Ουν στη Βόρειο Κορέα: ο υπολογιστής έδειξε ότι σε ποσοστό 83% η έκφραση της Μόνα Λίζα είναι αυτή μιας ευτυχισμένης γυναίκας (με την υπεροψία ν’ ακολουθεί με 9%, το φόβο να βρίσκεται στο 6% και το θυμό στο εναπομείναν 2%).
Ωστόσο, παρά την «επιτυχία» της ανάλυσης, το καίριο ερώτημα παρέμενε: για ποιο λόγο είναι ευτυχισμένη η γυναίκα;
Την επόμενη χρονιά, ένα γκρουπ Καναδών ερευνητών μετέβη στο Παρίσι και το Λούβρο. Εκεί, με τη χρήση λέιζερ που «πατούσαν» πάνω στον πίνακα, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια τρισδιάστατη αναπαράστασή του. Μ’ αυτό τον τρόπο τους δόθηκε η δυνατότητα να εξετάσουν τι υπήρχε πίσω από τις στρώσεις των χρωμάτων και την τελική επιφάνειά του, προκειμένου να εξάγουν νέα συμπεράσματα.
Όπερ και εγένετο: όπως απεδείχθη, ο Ιταλός ζωγράφος είχε παρέμβει αρκετές φορές πάνω στο έργο του, καθώς στην αρχική της μορφή η γυναίκα είχε πιασμένα τα μαλλιά της σε κότσο (και όχι λυτά, όπως την βλέπουμε σήμερα), ενώ και η στάση του κορμιού της ήταν διαφορετική, μιας και ήταν στραμμένη λίγο περισσότερο προς το πλάι.
Η πραγματικά μεγάλη ανακάλυψη, ωστόσο, ήταν άλλη και αφορούσε στην ενδυμασία της. Η Τζοκόντα φορούσε ένα φόρεμα από τούλι. Προτού βιαστείτε να πείτε «στα» και μετά να συμπληρώσετε το αγαπημένο μέρος του σώματός σας, ακούστε κι αυτό: στην Ιταλία του 16ου αιώνα τέτοια φορέματα φορούσαν είτε οι γυναίκες που εγκυμονούσαν είτε αυτές που μόλις είχαν γίνει μητέρες. Επομένως…
Επομένως η- σχεδόν αποδεδειγμένη, μετά και την νέα έρευνα Γερμανών νευροχειρούργων υπό την καθοδήγηση του Γιούργκεν Κορνμάιερ πέρυσι- ευτυχία της γυναίκας πήγαζε από το γεγονός πως είχε φέρει (ή επρόκειτο να φέρει) στον κόσμο το παιδί της (καλή επιτυχία στην προσπάθειά σου να βγάλεις άκρη με τις ορμόνες της, δόλιε Γκεραρντίνι).
Τούτη η εξήγηση θεωρείται, πλέον, αρκετά λογική και ολοένα και περισσότεροι αναλυτές την αποδέχονται, όμως χωλαίνει σε ένα σημείο.
Ρίχνει μια γροθιά ωμού ρεαλισμού σε κάτι τόσο μυστηριακό.
Η τέχνη δεν είναι ανάγκη να εξηγηθεί- η μαγεία βρίσκεται στο άγνωστο, στην πανδαισία που δημιουργούν τα «βαριά» χρώματα του πίνακα, στο ασαφές τοπίο στο βάθος, στο ανεξήγητο υπομειδίαμα της Μόνα Λίζα.
Για κάποιον χαμογελάει.
Για κάποιον άλλον φοβάται.
Για έναν τρίτο είναι θλιμμένη.
Για όλους, όμως, είναι ένα αριστούργημα που χαράσσεται δευτερευόντως στο μυαλό και πρωτίστως στο σωστό «μέρος».
Ακριβώς: στην καρδιά.