ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΚΟΤΩΝΕΙ
Σήμερα επισκέφτηκα τα δικαστήρια της Ευελπίδων προκειμένου να καταθέσω φάκελο με δικαιολογητικά για την ανανέωση της εγγραφής μου στον πίνακα πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου της Αθήνας.
Προορισμός μου ήταν το γραφείο πρωτοκόλλου του κτιρίου 6 στον 1ο όροφο. Φθάνοντας βρέθηκα πίσω από έναν ευτραφή κύριο απροσδιόριστης ηλικίας, που βρισκόταν εκεί για τον ίδιο λόγο. Θα μπορούσε να είναι 55, 60 ή και 65 ετών. Βάδιζε κουρασμένα, υποτονικά. Η αναπνοή του δύσκολη και μακρόσυρτα σφυριχτή.
Χρειάζεται κι ένα μεγαρόσημο των τριών ευρώ που θα κολλήσετε στην αίτηση σας, είπε η κυρία πίσω από τον υπολογιστή, απευθυνόμενη και στους δυό μας. Κατεβήκαμε στο ισόγειο και ζητήσαμε μεγαρόσημα από την κοπέλα που φωτοτυπούσε δικογραφίες.
Δυστυχώς δεν έχω, μας απάντησε. Θα βρείτε απέναντι στο κτίριο 9. Μπροστά ο ευτραφής κύριος και πίσω του εγώ πήγαμε στο 9. Εκεί υπάρχει μια θυρίδα του δικηγορικού συλλόγου, που εξέδιδε γραμμάτια και πουλούσε μεγαρόσημα. Η υπάλληλος μας ρώτησε αν είμαστε δικηγόροι και, όταν η απάντηση μας ήταν αρνητική, αρνήθηκε να μας πουλήσει, λέγοντας μας ότι προμηθεύει αποκλειστικά δικηγόρους. Μας παρέπεμψε στο κτίριο 11.
Ο ευτραφής κύριος ψιλοτσακώθηκε με την κυρία ζητώντας να μάθει τον λόγο της ταλαιπωρίας του. Γιατί δεν πουλούσαν μεγαρόσημα σε μη δικηγόρους. Άκρη δεν έβγαλε. Έδειχνε εμφανώς εκνευρισμένος. Καθώς στράφηκε προς την έξοδο και κινήθηκε προς το κτίριο 9, άκουγα την αναπνοή του να δυσκολεύει. Σαν να έβραζε, σαν να έβγαζε βρυχηθμούς. Είχε δύσπνοια. Και ταυτόχρονα μονολογούσε ακατάληπτα.
Μόλις μπήκαμε στο ισόγειο του κτιρίου 11 και κατευθύνθηκε στην κυρία που προμήθευε μεγαρόσημα, αντί για ομιλία έβγαλε ένα ρόγχο και σωριάστηκε στο δάπεδο. Τρόμαξα κι έσκυψα από πάνω του να δώ τι συνέβη. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι παριστάμενοι. Αδυνατούσε να αναπνεύσει. Έβγαζε επαναλαμβανόμενα μουγκρητά σαν ρόγχο ανθρώπου που πνίγεται. Βγήκα για λίγο έξω και τηλεφώνησα στο 166 ζητώντας επειγόντως ασθενοφόρο κι εξηγώντας την κατάσταση του παθόντος. Σε δύο λεπτά που ξαναμπήκα στην είσοδο, ο ευτραφής κύριος είχε πάψει να αναπνέει. Κάποιος του έπιασε το χέρι να διαπιστώσει αν είχε σφυγμό. Δεν είχε, ήταν νεκρός. Κείτονταν εκεί μπροστά μας. Δεν θα ήθελα να είμαι εκείνος που θα έψαχνε για την ταυτότητα του και το κινητό του, ώστε να αναγγείλει το δυσάρεστο συμβάν στους οικείους του. Κι έτσι έφυγα.
Στο δρόμο της επιστροφής ήταν αδύνατο να πάψω να σκέπτομαι την τραυματική αυτή εμπειρία. Μπορεί ο δυστυχής να είχε προβλήματα υγείας, προβλήματα από το πάχος του, μπορεί να είχε ταλαιπωρηθεί από το πρωί, μπορεί να έπαιξαν τον ρόλο τους η υψηλή θερμοκρασία και η άπνοια. Διατηρώ όμως τη βεβαιότητα ότι τον σκότωσε το δημόσιο. Οι στυγνοί γραφειοκράτες λειτουργοί του. Η αναλγησία, η αδιαφορία και η τυπολατρία των γραφειοκρατών. Θα μπορούσε να διαθέτει μεγαρόσημα η κυρία στο πρωτόκολλο, να τα χορηγεί. σε μάς τους άσχετους, τους μή δικηγόρους, που δεν συναλλασόμαστε τακτικά με δικαστήρια και δεν γνωρίζουμε ότι θα τα χρειαστούμε για μία αίτηση. Θα μπορούσε να μας προμηθεύσει η κυρία του δικηγορικού συλλόγου. Αλήθεια ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί δεν έπρεπε να το κάνει σε μη δικηγόρους. Τι είναι τα μεγαρόσημα φίλτατοι, χρυσάφι; Που το κρύβουμε και το δίνουμε μόνο στο συνάφι μας;
Παράλογη χώρα, παράλογοι άνθρωποι, παράλογες συμπεριφορές.