Όνομα: Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες. Εθνικότητα: Αργεντινή. Διεθνής: 4 φορές. Ηλικία 24 ετών. Προηγούμενη ομάδα: Ρίβερ Πλέιτ. Τίτλοι: 1 Κόπα Λιμπερταδόρες. Παρατσούκλια: «Ο Βούβαλος», «το Τανκ».
Κι όμως, με τέτοιο βαρύ βιογραφικό, ο Φούνες αντί να βρεθεί σε κάποια μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα ή σε δημοφιλέστερο κι ανώτερο πρωτάθλημα, προσγειώθηκε στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Κοσκωτάς ετοίμαζε την ποδοσφαιρική αντεπίθεσή του με όχημα τον Ολυμπιακό και ο Αργεντινός παιχταράς γέμισε με μπάλα τις Κυριακές μας.
«Βούβαλος»
Το προσωνύμιο «Βούβαλος» του είχε κολλήσει από τότε που έφτιαξε το όνομά του αγωνιζόμενος στην Κολομβία για τη Μιγιονάριος. Μία, δύο, τρεις φορές πήρε παραμάζωμα τους αμυντικούς που δεν τον σταματούσαν ούτε με λάσο και ο «el Búfalo» είχε γεννηθεί. Πετυχαίνει 45 γκολ και γίνεται ο αγαπημένος της εξέδρας. Ο συνδυασμός τεχνικής, ταχύτητας και ωμής δύναμης τον κάνει ακατανίκητο. Και -φυσικά- περιζήτητο.
Αν ο Φούνες είχε γεννηθεί μια δεκαετία αργότερα και όχι το 1963, πιθανότατα δεν θα ερχόταν ποτέ στην Ελλάδα. Ούτε καν με τα λεφτά που του πρόσφερε ο Κοσκωτάς, λίγο πριν ξεκινήσουν οι κλυδωνισμοί από το σκάνδαλο της τράπεζας Κρήτης. Με τους ευρωπαϊκούς συλλόγους όμως να έχουν περιορισμούς στον αριθμό των ξένων (στην Ελλάδα επιτρέπονταν δύο) υπήρχαν πάντα διαθέσιμοι παίκτες-λαχεία. Αρκεί να είχες χρήμα. Και από αυτό, τότε, υπήρχε μπόλικο.
Στον Ολυμπιακό
Από τη Ρίβερ Πλέιτ και την κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες (είχε σκοράρει και αυτός) και με 4 συμμετοχές στην Εθνική Αργεντινής, ο Φούνες βρέθηκε στον Ολυμπιακό. Σε μια από τις πιο παράξενες και δύσκολες εποχές για τον σύλλογο. Μερικές εκατοντάδες φίλοι των ερυθρολεύκων τον υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο και αυτός άρχισε να ανταποδίδει την αγάπη τους βάζοντας γκολ.
Ο Βούβαλος ήταν παίκτης προδιαγραφών… Καραϊσκάκη, κι ας έπαιζε η ομάδα στο ΟΑΚΑ. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του, το στυλ παιχνιδιού του και η αγωνιστικότητά του ταίριαξαν με την ψυχοσύνθεση του λαού του Ολυμπιακού. Μπορούσε να ξεσηκώνει τα πλήθη. Ήταν γεννημένος για το μπιζάρισμα της κερκίδας. Ήταν το αρχέτυπο του λατινοαμερικάνου μπαλαδόρου, λες και είχε ξεπηδήσει από κάποια σελίδα κόμικ.
Έπιασε μέχρι που το… έπιασε ο Σαργκάνης
Στον Ολυμπιακό έκατσε επί της ουσίας περίπου ένα ημερολογιακό έτος. Στο δεύτερο μισό της σεζόν 87-88 έβαλε 6 γκολ σε 11 συμμετοχές. Όχι άσχημα, αν αναλογιστεί κανείς πως ο Ολυμπιακός έκανε μια από τις χειρότερες σεζόν της ιστορίας του και τερμάτιζε 8ος. Σε ένα από τα τελευταία ματς της χρονιάς όμως έχασε την ευκαιρία να κερδίσει ακόμη μεγαλύτερη δημοφιλία. Στον «τελικό των τελικών» για το Κύπελλο, οι Πειραιώτες αντιμετωπίζουν τον Παναθηναϊκό. Και οι δύο ομάδες ήθελαν τον τίτλο για το πρεστίζ αλλά και την έξοδο στην Ευρώπη, αφού στο πρωτάθλημα ήταν εκτός κούρσας. Ο χαμένος θα πήγαινε σπίτι και το παιχνίδι από καιρό είχε χαρακτηριστεί μετωπική σύγκρουση Κοσκωτά-Βαρδινογιάννη.
Αποδείχτηκε πως ήταν μια κόντρα Φούνες-Σαργκάνη. 12 λεπτά δεν είναι αρκετά για να δώσουν νικητή. Ισοπαλία 2-2, με τρία από τα τέσσερα γκολ να προέρχονται από πέναλτι. Και στα δύο του Ολυμπιακού είχε ευστοχήσει ο Φούνες. Όταν πλέον το ματς έφτασε στα πέναλτι, ο Αργεντινός έμοιαζε η πιο σωστή επιλογή για το τελευταίο και καθοριστικό. Στήνει την μπάλα, παίρνει φόρα, σουτάρει. Ο Σαργκάνης αποκρούει, οι πράσινοι παίρνουν το Κύπελλο και ο Χουάν την πρώτη μεγάλη κρυάδα της εν Ελλάδι καριέρας του.
«Σκανδαλώδης» αποχώρηση
Το επόμενο καλοκαίρι ο Κοσκωτάς προσθέτει άλλο ένα διαμάντι δίπλα στον Φούνες. Τον Λάγιος Ντέταρι. Ο Αργεντινός, όμως, μόνο περιστασιακά δείχνει το ταλέντο του. Φτάνει στο σημείο να έχει κόντρα με τον προπονητή του, τον Γιάτσεκ Γκμοχ. Αδυνατεί να συγκρατήσει το ταμπεραμέντο του και φτάνει στο σημείο σε ματς με τον ΠΑΟΚ να χτυπήσει στο πρόσωπο τον Λαγωνίδη. Τιμωρείται με αποκλεισμό 7 αγωνιστικών και ουσιαστικά αυτή ήταν η αρχή του τέλους για την παρουσία του στην Ελλάδα.
Τελευταίο γκολ με τη φανέλα του «θρύλου» είναι κόντρα στον Απόλλωνα Αθηνών, τον Ιανουάριο του 1989. Λίγες μέρες αργότερα υλοποιεί την απειλή του να φύγει από την ομάδα. Ακόμη και ο κόσμος είναι διχασμένος. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον αποκαλούν «λιποτάκτη», ακολουθώντας τη γραμμή της διοίκησης. Η οσμή του σκανδάλου Κοσκωτά είχε αρχίσει να έρχεται στην επιφάνεια και ο Φούνες αναζήτησε μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο «Βούβαλος» δεν θα επέστρεφε ποτέ στα «βρώμικα» νερά του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η προδοσία της καρδιάς
Ενώ βρισκόταν στη Γαλλία και περίμενε να ξεπεραστούν τα γραφειοκρατικά καπρίτισια του Κοσκωτά, ο Φούνες θα λάβει τις χειρότερες ειδήσεις της ζωής του. Μαθαίνει για το πολύ σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει με την καρδιά του. Επομένως δεν μπορεί να παίξει για λογαριασμό καμιάς ομάδας. Ούτε της Ναντ, ούτε της Νις, ούτε της Νανσί. Για τον Βούβαλο ο μόνος δρόμος που είχε απομείνει ήταν εκείνος της επιστροφής στην πατρίδα. Η Μπόκα Τζούνιορς αρνείται να του δώσει συμβόλαιο, κάτι που κάνει η Βελές, αλλά για λίγο. Τα προβλήματα καρδιάς είναι τόσο σημαντικά που κάθε λεπτό που βρισκόταν στο γήπεδο θα μπορούσε να είναι το τελευταίο του.
Πέθανε το 1992. Ήταν μόλις 29 ετών. Έφυγε ενώ βρισκόταν στην αγκαλιά του Μαραντόνα, που του στάθηκε εκείνες τις δύσκολες ώρες στο νοσοκομείο Γουέμες. Η εικόνα του αδύναμου «Βούβαλου» είχε σοκάρει τον Ντιέγκο, όπως είχε γράψει και στην αυτοβιογραφία του. Αργότερα, με πρωτοβουλία του ίδιου διοργανώθηκε ένα φιλικό στη μνήμη του.
Ο Φούνες συνέχισε να ζει μέσα από τις αναμνήσεις και τις διηγήσεις των οπαδών. Από όπου πέρασε είχε φίλους. Όπου αγωνίστηκε προκάλεσε δέος και σεβασμό. Ειδικά μεταξύ των φιλάθλων της Μιγιονάριος που τον λάτρεψαν σε τέτοιο βαθμό ώστε να δώσουν το όνομά του σε ένα από τα πιο δυναμικά κομμάτια της εξέδρας. Στη «Barra del Bufalo» χτυπάει ακόμα η καρδιά του.