13 Δεκεμβρίου 1803: Το ολοκαύτωμα στο Κούγκι. Είσαι σίγουρος ότι ξέρεις όλη την ιστορία;

Κοινοποίηση:
12 (306)

Το Κούγκι είναι πύργος του Σουλίου στην Ήπειρο επάνω σε απότομο βράχο, στον οποίο υπάρχει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. 
Όταν το 1803 οι τουρκαλβανοί κατέλαβαν το Σούλι, κλείστηκαν στο Κούγκι 600 Σουλιώτες με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα.
Προβάλλοντας αντίσταση απέκρουσαν τέσσερεις εφόδους των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. 
Επειδή τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, οι πολιορκημένοι πρότειναν στον Αλή να βγουν αφού τους εγγυηθεί, πως δεν θα τους πειράξει.

 
Ο Αλή αναγκάστηκε να δεχθεί λόγω των μεγάλων απωλειών που υπέστη.
Μετά την αναχώρησή τους έμεινε στο Κούγκι ο καλόγερος Σαμουήλ με δυο πολεμιστές για να παραδώσoυν το φρούριο.
Όταν όμως οι απεσταλμένοι ήρθαν να το παραλάβουν, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα.
Την ηρωική αυτή θυσία την ύμνησε ο ποιητής Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Ο Σαμουήλ».

 
Ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους γράφει:
«Τρία έτη διήρκεσεν ο αγών ούτος και οι Σουλιώται δεν έπαυον νικηφορούντες ότε κατά Σεπτέμβριον του 1803, διά της προδοσίας του Πήλιου Γούση, εκυριεύθη τελευταίον το Σούλι, οι δε πρόμαχοί του υποχωρήσαντες εις την αγίαν Παρασκευήν και πάσχοντες τα πάνδεινα ιδίως εκ της δίψης, διότι οι περιζώσαντες αυτούς πολέμιοι είχον καταλάβει τας των υδάτων πηγάς, συνήνεσαν τελευταίον, όχι να παραδοθώσιν, αλλά να συνθηκολογήσωσιν ότι θέλουσιν απέλθει ελευθέρως, όπου βούλωνται μετά των όπλων και των σκευών.

Ο Αλής εκύρωσε τας συνθήκας ταύτας και τη 12η Δεκεμβρίου 1803 εγκατέλειπον οι Σουλιώται την πατρίδα αυτών, διαιρεθέντες εις τρία σώματα.
Εμειναν δε εις αγίαν Παρασκευήν ο μοναχός Σαμουήλ και πέντε έτεροι άνδρες ίνα παραδώσωσι τον χώρον και λάβωσι κατά τα συμφωνηθέντα το αντίτιμον των εν αυτώ σωζόμενων έτι πολεμοφοδίων.
Αλλ ότε προσήλθον δύο Τούρκοι και εις γραμματεύς του Αλή ίνα εκτελέσωσι τους όρους τούτους, ο γραμματεύς του Αλή, αφού επλήρωσε τα χρήματα, είπε σαφώς εις τον Σαμουήλ ότι θέλει υποστή δεινήν τιμωρίαν, αφού έσχε την αφροσύνην να παραδοθή εις χείρας του βεζύρη.
Ο δε «καμμίαν», απήντησεν αμέσως, «δεν δύναται να μ’ επιβάλη τιμωρίαν», και κενώσας το όπλον του επί της πυριτοθήκης έθαψεν υπό τα ερείπια του τελευταίου εκείνου προμαχώνος εαυτόν τε και τους συναγωνιστάς και τους Τούρκους.
Ουδ ελαττώνει την αξίαν της θυσίας ταύτης το γεγονός ότι ο Αλής έλαβεν αυτήν ως πρόφασιν ίνα θεωρήση ακύρους τας προς τους Σουλιώτας γενομένας συνθήκας…».

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (Ο Σαμουήλ)

-Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν – κ’ εκείνοι λαβωμένοι!
Κ’είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ’ έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη!
Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ’ ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς καί θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
Βουβοί – δέν ανασαίνουνε. και βλέπεις κάπου-κάπου
όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους –
σπαθιά που τόσο εδούλεψαν γιά το γλυκό τους Σούλι!
Δε φαίνετ’ο καλόγερος. μόνος του στ’ άγιο Βήμα
προσεύχετο κ’ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά-σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι
και μύρια λόγι’ απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια κατακόκκινα απ’ τες πολλές αγρύπνιες
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.

Τι θάλασσα, που κύματα έχει κρυφές έλπίδες !..
Σιγάτε βρόντοι τουφεκιών, πάψτε φωνές πολέμου,
Κι ο Σαμουήλ την ύστερη την κοινωνιά θα πάρη !
Κ’ εκεί που κοίταζ’ ο παπάς τη Σάρκα τού Θεού του,
εκύλησ’ απ’ τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά-κρυφά ένα δάκρυ.
– Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδωμέσα
εδίψασα… Χωρίς νερό η θεία κοινωνιά σου
θα έμεν’ ατελείωτη… Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου – μη το καταφρονέσης.
αμόλυντο και καθαρό βγαίν’ απ’ τα φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το – άλλο νερό δεν έχω.
Ήτανε ήλιος κ’ έλαμψε το ιερό το σκεύος.
Το αίμα εζεστάθηκε, άχνισε, ζωντανεύει.
Αναγαλλιάζει ο Σαμουήλ που είδε τη Θεία Χάρη
και τρέμοντας αγκάλιασε το θεϊκό ποτήρι
και τόσφιξε στα χείλη του κι άκουσε που χτυπούσε
σαν νάτανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.
Ανοίγ’ ή Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλληκάρια.
τ’ ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε,
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.
Επρόβαλ’ ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ’ ένα βαρέλι
πόκλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι απελπισία.
Εκείνο μόνο τόμεινε..- εκείνο μόνο φθάνει !
Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το φχέται.
Σάν νάταν Άγια Τράπεζα, σαν νάταν Αρτοφόρι
επίθωσ’ ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι…
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει –
κ’ οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

1 Comment

  1. Ας το διαβάσουν αυτοί που υποστηρίζουν και μας έχουν ζαλίσει ότι το ράσο δεν προσέφερε τίποτα στον αγώνα και στην ελευθερία της πατρίδας!

Comments are closed.