Ήταν 5 Σεπτεμβρίου του 1997 όταν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες σε όλο τον κόσμο στήθηκαν στις τηλεοράσεις τους για να δουν σε live μετάδοση την απονομή της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Από τη στιγμή που ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ παρέλαβε το φάκελο με τη νικήτρια πόλη έως ότου ανακοινώσει το αποτέλεσμα, τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν με… αιώνας από την αγωνία. Το αίσθημα ευφορίας και εθνικής ανάτασης που κατέκλυζε μαζικά τη χώρα μετά το «The winner is Athens» του προέδρου της ΔΟΕ πήγαζε και από την αίσθηση αποκατάστασης μιας αδικίας χρόνων, με αποκορύφωμα την ήττα από την Ατλάντα ενόψει των Ολυμπιακών του ‘96.
Τα νούμερα απ’ τα έσοδα που όλοι περίμεναν ζάλιζαν και τον πιο ψύχραιμο πολίτη:
1 τρις δραχμές ο τζίρος της ολυμπιάδας 2004.
• 130.000 νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν.
• 2.000.000 διανυκτερεύσεις ξένων τουριστών στους ολυμπιακούς θα αποφέρουν έσοδα 42 δις δρχ.
• Στο εμπόριο και την βιομηχανία ο τζίρος θα είναι 165 δις δρχ. και στις κατασκευές 110 δις.
Πολύ λίγοι ήταν στην αρχή αυτοί που διαχώριζαν τη θέση τους από το ντελίριο ενθουσιασμού για τη μεγάλη νίκη. Στο δημόσιο λόγο ο εξής ένας, ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος. Ο γνωστός για την τάση του να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα δημοσιογράφος, έμοιαζε περίπου ως… εξωγήινος όταν στον απόηχο κιόλας της ανάληψης της διοργάνωσης, προέβλεπε ότι οι Αγώνες δεν θα ωφελήσουν, αλλά θα ζημιώσουν σφόδρα την Ελλάδα.
Ο Συρίγος βέβαια δεν ήταν τρελός, αλλά ένας από τους ελάχιστους λογικούς σε αυτό που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποκάλεσε κάποτε «απέραντο φρενοκομείο». Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 αποτέλεσαν ένα οικονομικό έγκλημα σε βάρος της Ελλάδας, χρεώνοντας γενιές και γενιές Ελλήνων φορολογούμενων με την ασύλληπτου μεγέθους διασπάθιση του δημόσιου χρήματος.
Το αρχικό κόστος των Αγώνων είχε υπολογιστεί περίπου στα 2,5 εκατ. ευρώ, αλλά οι δαπάνες εκτοξεύτηκαν με… αισιόδοξους υπολογισμούς στα 15 εκατ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με την τελευταία επίσημη τοποθέτηση – αυτή του 2015 από τον τότε υφυπουργό αθλητισμού Σταύρο Κοντονή – ξεπέρασε τα 20 εκατ.! Στις 13/3/2010 η Ελευθεροτυπία έγραφε: «Εκτιμήσεις ανεβάζουν το τελικό κόστος μεταξύ των 20-30 δισ. Ευρώ, αν συμπεριληφθούν δαπάνες που δεν θα γίνονταν ποτέ ή θα περνούσαν από λιγότερο ταχύρρυθμες διαδικασίες αν δεν υπήρχε η χρονική πίεση και ο μεγαλοϊδεατισμός της Ολυμπιάδας».
Μετά τα δύο πρώτα χρόνια το παιχνίδι συμφερόντων άρχισε να… αγριεύει και τη διετία 2002-04 οι επιτήδειοι έστησαν ένα κανονικό πάρτι κατασπατάλησης, επιβαρύνοντας για ίδιον όφελος σε εξωφρενικό βαθμό τον κρατικό προϋπολογισμό. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Ολυμπιακού Κέντρου Υγρού Στίβου, που από 3,5 εκατ. ευρώ έφτασε τα 22,5 εκατ. ευρώ, του Ολυμπιακού Κέντρου Αντισφαίρισης (από 12,3 εκατ. ευρώ, κόστισε 47,5 εκατ. ευρώ) και του Ολυμπιακού Κλειστού Γυμναστηρίου (από 2,5 εκατ. ευρώ κόστισε 8 εκατ. ευρώ). Αποκορύφωμα αυτών τα έργα στο ΟΑΚΑ, που από το αρχικό κόστος των 3,1 εκατ. ευρώ έφτασε τα 399 εκατ. ευρώ! Στο Παναθηναϊκό Στάδιο η υπέρβαση κόστους ανήλθε σε 11,5 εκατ. ευρώ.
Το συνολικό κόστος των 16 συνολικά εγκαταστάσεων ανήλθε σε €2,3 δισ.. Το κόστος συντήρησής τους ξεπερνά τα €12 εκ ετησίως και ποτέ δεν επετεύχθη η συνέργεια του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα στο βαθμό που απαιτούνταν.
Τεράστιο ήταν το κόστος και της ασφάλειας, καθώς επρόκειτο για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ενώ μόλις τέσσερις πριν από τη διεξαγωγή τους έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα στη Μαδρίτη, με 91 νεκρούς και περίπου 1800 τραυματίες.
Τα στοιχεία είναι σοκαριστικά: στην Ατλάντα το 1996, που έγινε και βομβιστικό κτύπημα κατά τη διάρκεια των Αγώνων, η ασφάλεια για κάθε αθλητή κόστισε 9,7 ευρώ και για κάθε θεατή 7,8 ευρώ. Στην Αθήνα το κόστος αυτό εκτινάχθηκε σε 107,5 ευρώ για την ασφάλεια κάθε θεατή και 213 ευρώ για κάθε αθλητή!
Ένα άλλο στοιχείο που εκτόξευσε τις δαπάνες ήταν η μεγαλομανία της διοργανώτριας αρχής, με αποφάσεις που είχαν αποκλειστικό γνώμονα το θεαθήναι και τον εντυπωσιασμό. Στο όργιο αλόγιστης σπατάλης το λιθαράκι τους έβαλαν και οι αθάνατοι της ΔΟΕ, που ασφαλώς βρήκαν και τα έκαναν, πιέζοντας για όλο και περισσότερη… χλιδή.
Σε άρθρο του έξι ημέρες πριν από την έναρξη της διοργάνωσης (07/08/04), στο οπισθόφυλλο της εφημερίδας Sportime, ο Φίλιππος Συρίγος έγραφε τα εξής:
– «Το τρομακτικό κόστος του όλου εγχειρήματος ήρθε ως αποτέλεσμα της απουσίας στοιχειώδους προγραμματισμού των δραματικών καθυστερήσεων που σημειώθηκαν κατά την τριετία 1997-2000, της μετέπειτα «αιχμαλωσίας» της κρατικής μηχανής από τις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, της πλήρους αλλαγής των δεδομένων στον τομέα της ασφάλειας μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και της αδικαιολόγητης σπατάλης που παρατηρήθηκε στην κατασκευή πολλών ολυμπιακών (κυρίως αθλητικών) έργων. Ενώ αρχικά ορισμένα κυβερνητικά στελέχη υποστήριζαν ότι από τους Αγώνες η χώρα θα αποκομίσει άμεσο ταμειακό κέρδος, σήμερα το γενικό κόστος του εγχειρήματος προσδιορίζεται γύρω στα 10.000.000.000 ευρώ.
– Το γεγονός ότι ενώ η χώρα αναγκάστηκε να προβεί σε μία τερατώδη για τα μεγέθη της επένδυση, δεν συγκεντρώνει καμία πιθανότητα απόσβεσης αυτών των χρημάτων στα επόμενα χρόνια, κυρίως γιατί αντιμετώπισε τους Ολυμπιακούς Αγώνες με αδικαιολόγητο ρομαντισμό και δεν φρόντισε να τους συνδυάσει με την επίτευξη ενός μεγάλου εθνικού στόχου. Το 1988 η Κορέα χρησιμοποίησε τους Αγώνες ως όχημα για την εξαγωγή των βιομηχανικών προϊόντων της, με οποία κατέκλυσε αμέσως μετά την οικουμένη. Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς με τον τουρισμό που είναι βαριά βιομηχανία της χώρας. Όμως η ευκαιρία χάθηκε και ήδη από φέτος η τουριστική κίνηση αντί για αυξημένη παρουσιάζεται ανησυχητικά μειωμένη».
Και πράγματι, η κατάσταση με τον τουρισμό ήταν έτσι ακριβώς όπως την περιέγραψε ο Συρίγος. Οι προσδοκίες για αύξηση της τουριστικής κίνησης διαψεύστηκαν παταγωδώς, ακόμα και τη χρονιά τέλεσης των Αγώνων. Το 2004 ήρθαν στην Ελλάδα 11,7 εκατ. τουρίστες, δηλ. περίπου ένα εκατ. λιγότεροι σε σύγκριση με το 2003!
Το φιάσκο ολοκληρώθηκε με την πλήρη απουσία προγράμματος για τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, που αφέθηκαν έκτοτε να ρημάζουν.
Πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το παρατημένο έκτοτε αθλητικό κέντρο στο Ολυμπιακό χωριό και το Βeach Volley στο Φάληρο, που έχει υποστεί ακόμα και πλιάτσικο. Το Ολυμπιακό κέντρο της Νίκαιας έχει παραχωρηθεί για 40 έτη στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, αλλά παραμένει ανενεργό.
Το σχεδόν εγκληματικό με την περίπτωση των ακινήτων είναι ότι δεν υπήρξε καμία μελέτη χρήσης γης για την υπερπήδηση νομικών-πολεοδομικών και περιβαλλοντολογικών εμποδίων. Χωρίς προετοιμασία ψηφίστηκαν νόμοι για αλλαγή της χρήσης του ακινήτου σε εμπορική, που προσέκρουσαν στο ΣΤΕ, με αποτέλεσμα η επένδυση να χαθεί, ζημιώνοντας και τις 2 πλευρές.
Η εικόνα της «Ολυμπιακής» Αθήνας μετά το 2004 είναι… καταθλιπτική. Αποτυπώνεται σε ερήμωση και λεηλασία των εγκαταστάσεων, μερική ή ολική αχρηστία των υποδομών, ενεργοβόρα κτίρια και ελάχιστη αθλητική χρήση.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας έχουν το δικό τους μερίδιο στην ελληνική κρίση χρέους, αφού τα απόνερα τους πληρώνουμε ακόμα και σήμερα. Από επιφανείς Έλληνες οικονομολόγους έχουν χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη καταστροφή στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της Ελλάδας, μια καταστροφή που δεν απασχόλησε όμως ποτέ σοβαρά τη Βουλή λόγω της αλληλοκάλυψης των κομμάτων.
«Αρκεί κανείς να δει το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας και θα καταλάβει ότι ένα ποσοστό 2% ή 3% οφείλεται στο κόστος της Ολυμπιάδας του 2004», ανέφερε κυνικά το 2012 ο τέως πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Ζαγκ Ρογκ. Ο Βέλγος αθάνατος θα μπορούσε και να συνυπογράψει το… «μαζί τα φάγαμε» του Θεόδωρου Πάγκαλου, φράση που θα ταίριαζε γάντι ως υποκατάστατο του «Αρχαίο Πνεύμα αθάνατον», σε μια σύγχρονη εκδοχή του Ολυμπιακού Ύμνου.
Μάλιστα. Και ο κύριος Εισαγγελέας ποιους και ποιες κάλεσε έστω σε απολογία για το φαγοπότι εις υγείαν του κοροΐδου; Πήγε κανείς φυλακή για απάτη κατά του Δημοσίου και διασπάθιση δημοσίου χρήματος; Έγινε ποτέ κάποια έρευνα; Αποδόθηκαν ευθύνες για την απαξίωση και εγκατάλειψη τους; Δήμευσαν περιουσιακά στοιχεία των υπευθύνων; Όλοι τα παίρνουν που έλεγε κάποτε και το άσμα…