2 Μαΐου 1919, ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάζεται και απελευθερώνει τη Σμύρνη [ΒΙΝΤΕΟ]

Κοινοποίηση:
φφ

Ο κόλπος μαύρισεν από καράβια. Αιώνες τα προσμένουμε στην σκλαβιά μας. Δεν τα φέρνουν οι μηχανές τους. Τα ωθεί η πνοή των πολεμάρχων, που βιάζονται να πατήσουν το χώμα της Σμύρνης. Τα τραβά ο μαγνήτης των πόθων μας. Νάτα τα καράβια…

Τις στιγμές αυτές, κανείς δε μιλούσεν. Όλες οι αισθήσεις έγιναν μία. Κι έδωκαν τη δύναμί τους στα μάτια. Στα μάτια που δε χόρταιναν να καμαρώνουν μέσα απ’ τη διάφανη υγράδα τους. Νάτα, τα καράβια! Έρχονται, φτάνουν, ζυγώνουν.

Το υπερωκεάνειο «Πατρίς» με το 1/38 Ευζωνικό Σύνταγμα, πλεύρισε στην προκυμαία. Περνά η σημαία, Περνούν τα Άγια των Αγίων Η πολεμική σημαία του 1/38 Ευζωνικού Συντάγματος. Ξωπίσω της οι πολεμόχαροι τσολιάδες του Σταυριανόπουλου. Γύρω τους ένας κόσμος χειροκροτεί, μαίνεται από ενθουσιασμό. Κουράστηκαν τα χέρια στο χειροκρότημα. Σβράχνιασαν λαρύγγια στις ζητοκραυγές. Κι όλος ο κόσμος κλαίει.

Κι όλος ο κόσμος τρίβει τα μάτια του. Είναι αλήθεια; Δεν είναι όνειρο; Μια τέτοια πραγμάτωσή των ονείρων, ποιος την πίστευε, όσο κι αν την πρόσμενε; Γύρω τους ένας κόσμος μεθυσμένος από χαρά. Οι τσολιάδες χάνουν το βήμα τους. Μέθυσαν και αυτοί από το ίδιο ποτό της χαράς. Αισθάνομαι βαθιά, πως άξιζε το χαροπάλεμά τους τόσα χρόνια στη Μακεδονία, για τις στιγμές αυτές. Περνά η Ανάστασή. Σκιρτούν ο Μίμας, τα Δύο τ’ αδέλφια, ο Τάνταλος, ο Γέρο-Σίπυλος. Σκιρτά κι ο Ιωνικός Όλυμπος. Και στέλνουν τις πιο χαδιάρες αύρες τους να κολπίσουν την πολεμόχαρη των Ελλήνων Σημαία. Σείστε μας, τραντάξτε μας, να πιστέψουμε πως δεν ονειρευόμαστε. Ω! Θείο σκίρτημα!

Σμίγουν οι κρίκοι της χρυσής αλυσίδας, στο σφίξιμο της Ελεύθερης και της Σκλάβας Ελλάδος.

Σμύρνη Ελληνική

Και χύθηκεν ο πολεμόχαρος χείμαρρος στην προκυμαία. Σα σε πανηγύρι. Χύθηκε τραγουδώντας και χορεύοντας. «Χορός, ή με την λύρα ή με το βόλι. Πάντα χορός ο δρόμος των Ελλήνων». Ο πρώτος λόγος που βγήκεν από την «Πατρίδα» έστησε χορό στην Προκυμαία. Ένας Ακαρνάν τσολιάς ξεκρέμασεν ένα βιολί κι αρχίνησε να παίζη. Γύρω του ευτύς σχηματίσθηκεν ο χορός. Ο Ταγματάρχης Κώστας Τζαβέλλας σέρνει το χορό. Κι ακολουθούνε αξιωματικοί και τσολιάδες. Η λεβεντιά της τραγουδισμένης Ρούμελης σκιρτά. Η ψυχή της Ελληνικής Σμύρνης πάλλεται από ιερό μεθύσι.

Γαληνεύει ο γιαλός. Η Σμύρνη με το περιγιάλι της, «φαίνεται πιο μαγευτική τώρα που είναι Ελληνική». Κι εγονάτισαν Λες κι άνοιξεν η γη κι έβγαζεν Έλληνας πολεμάχους. Λες και η θάλασσα ξέβραζε τσολιάδες. Πλημμύρισεν η Προκυμαία από την ευζωνική φάλαγγα. Πλημμύρησαν οι δρόμοι της Σμύρνης από φαντάρους. Δεν έμειναν στα περιβόλια και στις γλάστρες λουλούδια. Δεν έμειναν μύρα στα σπίτια. Ούτε αγιασμός στις εκκλησίες.

Κι εγονάτισεν η πονεμένη, η βασανισμένη ψυχή των Σμυρνηών, μπροστά στο Θαύμα. Κι αψήλωσαν τις καρδιές στο Θεό, στο βαθύτατον ευχαριστήριον Ύμνο. Κι αψήλωσαν το Ιερό τους Λάβαρο, και με τα μάτια δακρυσμένα, εδόξαζαν τον Ελευθερωτή. Η Γκιαούρ Ισμίρ Και ξεκινά η φάλαγγα των τσολιάδων για το Διοικητήριο. Μπροστά ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Γύρω του οι Δημοσιογράφοι.

Ξωπίσω οι τσολιάδες μ’ ανθοστόλιστα τα όπλα. Κάπου στο δρόμο μας, πρόσμεναν τα φίδια. Κάπου, καρτερούσαν τα δολοφόνα όπλα. Ποιος το λογάριασεν αυτό! Πηγαίνουμε σε πανηγύρι. Σήμερα όλα μέσα μας φως. Πηγαίναμε να κατεβάσουμε την κόκκινη σημαία, να πάρη το τόπο της η γαλανόλευκη. Ήταν γραμμένο.

Η κόκκινη σημαία να πέση και να κυλιστή στο αίμα. Σα σε ευλαβικό μνημόσυνο, αναφέρνω εδώ, τον σκοτωμό του συναδέλφου μας Νίκου Κυριακίδη, που έπεσε με τις πρώτες σφαίρες, που ανέκοψαν για μια στιγμή το δρόμο μας. Και σε λίγο γαλήνεψαν όλα.

Η σημαία των Ελλήνων κυμάτιζε παντού, από το Εξώκαστρο ως τον Πάγο. Το ίδιο βράδυ, σύρθηκαν στα Ελληνικά Καράβια αιχμάλωτοι, ο Νομάρχης Ιζέτ, ο Αντιστράτηγος Αλή Νουρή, διοικητή του 17ου Σώματος Στρατού μαζί με τρεις άλλους στρατηγούς, 200 αξιωματικούς, 700 στρατιώτας τακτικούς και 3.000 άτακτους τσέτες. Η Γκιούρ Ισμίρ πραγματοποιούσε την ονομασία της, που από ένα προφητικό ένστικτο, της έδωκαν οι Τούρκοι από χρόνια πολλά. Η Ελληνική Λόγχη Θέλω να τραγουδήσω το τραγούδι της. Κάτω από τον ήλιο που χρυσώνει την όψη της. Κάτω από το φεγγάρι που ασημαστράφτει στο ατσάλι της.

Και είναι το τραγούδι της, τραγούδι των Ηρώων. Γενεές σας πρόσμεναν. Γενεές σας έθρεψαν. Γενεές σας ονειρεύτηκαν χυμένους στον ωραιο δρόμο των πεπρωμένων μας. Κόσμοι παραμερίζουν να περάσετε. Κόσμοι έκθαμβοι χειροκροτούν. Ο δρόμος σας, δρόμος Τροπαίων. Ωραίοι και δυνατοί. Στην ψυχή και στο κορμί. Γεννήματα πόθων και ελπίδων. Οι εκτελεσταί των όσων εσκίρτησαν στα πιο βαθειά, στα Ιερά, στα Άδυτα της Φυλής. Στον Ουρανό των πεπρωμένων μας, μαγικός και ολόφωτος Γαλαξίας. Πάνω στους παληούς δρόμους των αρχαίων Ελλήνων Στρατηλατών και των Βυζαντινών Δικεφάλων Αετών, σήμερα όλη η Φυλή, η μια Φυλή, ενωμένη σφιχτά στον ίδιο παλμό, πάνω απ’ όλα η Ελλάδα. Η Ελλάδα! Μ’ ότι ωραίο και δυνατό και διαλεχτό έχει.

Περήφανη. Αγέρωχη. Η Ελλάδα αμαρτωμένη. Παραμερίζουν κόσμοι να περάση. Καινούρια τρόπαια φτάνουν στη δόξα των πιο περήφανων παλαιών Τροπαίων. Στο πέρασμά σου, ω αθάνατη Ελληνική λόγχη, ξαναζούν όλοι οι θρύλοι, οι παραδόσεις οι παληές. Ναυμαχία… Τσολιάδων Οι Τσολιάδες μονάχα αετοί; Ποιός τόπε αυτό;

Και ναυμάχοι! Πιστέψτε κι αυτό τ’ απίστευτο, που δε θα το πίστευα κι εγώ αν δεν το βλεπα με τα μάτια μου. Καραούλι οι Τούρκοι στα περίγυρα του Κονακιού. Φανατισμένοι από τους χοντζάδες π’ ολονυχτίς εδέονταν γονατιστοί στον Αλλάχ. Φανατισμένοι από την οργάνωση του Νουρεδδίν Πασά. Από τις προκηρύξεις που κυκλοφορούσαν την περασμένη νύχτα σ’ όλους τους Τουρκομαχαλάδες. Ο Συνταγματάρχης Διονύσιος Σταυριανόπουλος με το 1/38 Ευζωνικό του Σύνταγμα προχωρεί προς το Κονάκι από την προκυμαία. Τον υποδέχονται από τον Στρατώνα, το Κονάκι και απ’ όλα τα περίγυρα, με τουφεκιές. Οι τσολιάδες σκιρτούν από χαρά. – Τώρα είναι σωστό το πανηγύρι.

Και μπαίνουν στο χορό. Και τον τελειώνουν, όπως τελειώνουν πάντα τους τέτοιους χορούς, άψε-σβήσε. – Βρε τα ζαγάρια του Μωχαμέτη, φωνάζουν μερικοί τσολιάδες. Και ρίχνονται σε μιαν άλλη βάρκα και κυνηγούν τους τουρκαλάδες στο λιμάνι. Φωτιά και από τις δύο βάρκες. Οι τσολιάδες δεν τα καταφέρνουν στο κουπί. Γίνονται μούσκεμα. – Πού θα μας πάνε, θα τους κυνηγάμε ως τον Περαία. Και τα βόλια σφυρίζουν γύρω από τις βάρκες. Και το κυνηγητό εξακολουθεί. Οι Τούρκοι απόκαμαν, οι βάρκες σίμωσαν η μία στην άλλη. Σε μισή ώρα επιστρέφουν οι τσολιάδες με δύο βάρκες. – Ας φάνε και τα ψάρια, ψιθυρίζει ένας τσολιάς θρηνώντας και το φέσι του που του ‘πεσε στο γιαλό.

από το βιβλίο «Πολεμικά φύλλα από την Mικρασιατική εκστρατείαν» …

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: