Με την υπογραφή του Δημήτρη Αλικάκου
Φέρνουμε σήμερα στο φως, για πρώτη φορά, ένα συγκλονιστικό οπτικοακουστικό ντοκουμέντο. Τα πλάνα από την αποκάλυψη του τάφου του Δημήτρη Λιαντίνη το 2005 στον Ταΰγετο (από την ΕΜΑΚ και την αστυνομία), καθώς και τη φωνή του να απαγγέλει τον «Πραματευτή» του Γρυπάρη, έτσι όπως ο ίδιος κατέγραψε σε κασετόφωνο και βρέθηκε μέσα στη σπηλιά.
1η Ιουνίου 1998. 20 χρόνια χωρίς το δάσκαλο, το φίλο, τον πατέρα, τον Άνθρωπο.
Τον στοχαστή που με την σιωπή του θανάτου του άφησε κραυγή διαμαρτυρίας, αλλά και διαθήκη κατάφασης και αισιοδοξίας που διαπνέει όλο το έργο του: «Ζήστε!»
(Από το προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Αλικάκου, συγγραφέα του «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός, εκδ. Ελευθερουδάκη, 2η εμπλουτισμένη έκδοση )
Στις σελίδες που ακολουθούν θα επιχειρήσω να περιγράψω τη σχέση μου με το φαινόμενο «Δημήτρης Λιαντίνης», δηλαδή πότε και πώς ξεκίνησε, αλλά και πώς πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια, δηλώνοντας εξ αρχής ότι τον ίδιο όχι μόνο δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά μού ήταν και εντελώς άγνωστος πριν εξαφανιστεί.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Αλικάκου «Έζησα Έρημος και Ισχυρός»
Γνωρίζοντας, ο αναγνώστης, αυτή τη σχέση και τα κίνητρά της, ίσως καταλάβει καλύτερα πώς προέκυψε αυτή η πρώτη βιογραφική προσέγγιση του άνδρα, αλλά και πιθανότατα θα κατανοήσει τις όποιες αδυναμίες που εντόπισε.
Τη 2η μέρα του Ιουνίου του 1998 πρωτάκουσα το όνομά του. Μια μέρα πριν, ο Λιαντίνης πήρε εκείνο το μονοπάτι που δεν έχει γυρισμό. Χάθηκε. «Πεθαίνω» έγραψε ο ίδιος.
Την εποχή εκείνη ήμουν ρεπόρτερ στον τ/σ Σκάι και χρεώθηκα, χωρίς να το θέλω, το θέμα της εξαφάνισής του. «Όχι πάλι με τους τρελούς…». Αυτή, θυμάμαι, ήταν η πρώτη αντίδρασή μου, η οποία βέβαια δε συγκίνησε καθόλου τον αρχισυντάκτη μου. Πόσο χαίρομαι, σήμερα, που δεν τον συγκίνησε…
Πήρα τον εικονολήπτη και βγήκαμε να κάνουμε το λεγόμενο «ρεπορτάζ». Πρώτη στάση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, εκεί όπου δίδασκε, εκτός από το Πανεπιστήμιο. Όταν φτάσαμε, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε ψυχή στο προαύλιο, και ο χώρος στάθμευσης ήταν άδειος – μόνο η καντίνα ήταν ανοιχτή. Η Μαρία της καντίνας μού είπε ότι τα μαθήματα τελείωσαν και οι σπουδαστές δεν είχαν λόγο να είναι εκεί. «Μόνο ένας καθηγητής είναι μέσα, κανείς άλλος». Κάτι ήταν και αυτό. Μπήκα στο γραφείο του, τον ρώτησα αν γνώριζε τον Λιαντίνη και αν θα ήθελε να μας μιλήσει. Δέχθηκε ευγενικά. Όμως η συνέντευξη ήταν σκέτη απογοήτευση. Μίλησε περίπου μισή ώρα, και όσο και αν προσπάθησα, μόνο 2-3 λεπτά ήταν κάπως «ωφέλιμα». Μόνο τόσα δηλαδή μίλησε για τον συνάδελφό του. Στα υπόλοιπα μας ενημέρωσε για άλλα, άσχετα με το θέμα. Μαζέψαμε τον εξοπλισμό και κατευθυνθήκαμε στο αυτοκίνητο. Λίγο πριν μπω μέσα είδα μια κοπέλα να διαβαίνει την πύλη. Φορούσε μαύρα. Περπατούσε αργά και με κατεβασμένο το κεφάλι. «Ωραία εικόνα! Να τον ξέρει άραγε;» σκέφτηκα. Την πλησίασα χωρίς την κάμερα και την ρώτησα αυτό ακριβώς.
«Αν ξέρω τον δάσκαλό μου με ρωτάτε; Ήταν μια ολόδροση σταγόνα ανθρώπου!».
Έμεινα ενεός. Τα έβαλα με τον εαυτό μου. Ήταν ένα πιασάρικο «κιού» (τηλεοπτικός όρος-σύντομη δήλωση συνεντευξιαζόμενου) και ο κάμεραμαν ήταν στο αυτοκίνητο και κάπνιζε αμέριμνος. Σαν να μην ειπώθηκε ποτέ δηλαδή. Με ένα νεύμα κάλεσα τον συνάδελφο κοντά μου. «Μπορείτε να το ξαναπείτε ακριβώς έτσι όπως το είπατε;». Η Αρετή αντέδρασε: «Τι με περάσατε; Για θεατρίνα;», και συνέχισε: «Αν θέλετε να μάθετε ποιος ήταν ο Λιαντίνης να διαβάσετε το βιβλίο του» και βγάζει από την τσάντα της την Γκέμμα. «Τι; Έχει γράψει και βιβλίο;» ρώτησα με έκπληξη. «Όχι μόνο έχει γράψει, αλλά τα λέει όλα μέσα, ακόμα και για τον θάνατό του». «Όλα;».
Φύγαμε από το Μαράσλειο με μια καλή συνέντευξη της Αρετής και το κυριότερο… με το βιβλίο στα χέρια μου που της το πήρα σχεδόν ψυχαναγκαστικά. Στο δρόμο προς το Φάληρο άρχισα να το ξεφυλλίζω και να διαβάζω σκόρπια και αποσπασματικά. «Βρε ‘συ αυτός δεν είναι τρελός!» μονολόγησα, θυμάμαι. «Τι είπες;» με ρώτησε ο εικονολήπτης. «Τίποτα» του απάντησα.
Όταν φτάσαμε στο κανάλι έπρεπε να ενημερώσω για το υλικό που είχα και τις πληροφορίες. Ποιο υλικό και ποιες πληροφορίες; Το υλικό ήταν μιάμιση συνέντευξη και οι πληροφορίες ήταν… ένα βιβλίο. Έφτιαξα λοιπόν ένα βίντεο για το κεντρικό δελτίο ειδήσεων με αποσπάσματα από το βιβλίο του και εμβόλιμα υπήρχαν και οι συνεντεύξεις της Αρετής και μια φρασούλα του κυρίου καθηγητή. Αυτό ήταν! Όταν προβλήθηκε το βίντεο, έσπασε τα μηχανάκια της τηλεθέασης.
Παρένθεση. Ακούγεται ίσως χυδαίο σήμερα, αλλά έτσι έγινε τότε. Ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον -η περιέργεια, αν θέλετε- του κόσμου να μάθει λεπτομέρειες για την παράξενη αναγγελία θανάτου ενός καθηγητή πανεπιστημίου, που το «θέμα Λιαντίνης» καταγράφηκε ως ένα από αυτά που «πούλησε» όσο λίγα στην ιστορία της Ελληνικής τηλεόρασης. Βέβαια, στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το τρομερό 2005, το ενδιαφέρον μειώθηκε αισθητά, ωστόσο κάθε φορά που κάτι ή κάποιος έδινε την αφορμή, τα ΜΜΕ δεν έχαναν την ευκαιρία. Ήταν ένα θέμα με τεράστια δυναμική όσο συντηρούνταν το αίνιγμα της εξαφάνισης. Κλείνει η παρένθεση.
Λίγες μέρες αργότερα πήγα στο σπίτι της Αρετής και της παρέδωσα το βιβλίο που, σχεδόν, της είχα κλέψει. Δε χρειάστηκε ωστόσο να το αγοράσω στη συνέχεια. Την Γκέμμα -όπως και όλα του τα βιβλία- μου τη χάρισε η σύζυγός του.
Έπεσα με τα μούτρα σε αυτά. Όταν έπιασα, θυμάμαι, την Γκέμμα στα χέρια μου και άρχισα να τη διαβάζω, ένιωθα σε κάθε σελίδα την ανάγκη να μονολογήσω «αυτό δεν το είχα σκεφτεί, αλλά κι εγώ αυτό πιστεύω!». Μονότονα η ίδια διαπίστωση διαβάζοντας και τα άλλα βιβλία του. Περίεργο… ενώ ο στοχασμός του, σε πολλά σημεία, ήταν κάτι ξένο για μένα, είχα την αίσθηση ότι τον κουβάλαγα μέσα μου από παιδί, ήταν θαμμένος, και απλώς τον έφερε στο φως. Ο Λιαντίνης δεν μου άνοιξε ένα καινούριο κόσμο. Φώτισε τον δικό μου.
Όλο το καλοκαίρι του 1998, αλλά και αργότερα, ασχολήθηκα σχεδόν αποκλειστικά με αυτό το θέμα. Πήγαινα στη δουλειά για να βρω ένα νέο στοιχείο, να ανακαλύψω μια πληροφορία, μια καινούρια μαρτυρία που θα με βοηθούσε να συνθέσω το βίντεο της ημέρας που θα έπαιζε στο κεντρικό δελτίο. Ακόμα και όταν το θέμα εξαντλήθηκε τηλεοπτικά, δε σταμάτησα. Συνέχισα την έρευνα. Ρωτούσα, συνεχώς ρωτούσα. Πρώτα τη σύζυγό του και στη συνέχεια τη μητέρα του, τα αδέρφια τον, τους συγγενείς του, τους φοιτητές του, όποιον έβρισκα μπροστά μου και είχε γνωρίσει τον Λιαντίνη.
Άρχιζα σιγά-σιγά να τον «χτίζω» μέσα μου. Πέρα από την εξαφάνισή του, αυτό με ενδιέφερε περισσότερο. Να γνωρίσω τον άνδρα που δεν γνώρισα. Το χαρακτήρα του, τις συνήθειές του, τα χόμπι του, τις αδυναμίες του, την καθημερινότητά του. Όλα. Ταυτόχρονα τον διάβαζα, τον άκουγα και τον έβλεπα, καθώς είχα ανακαλύψει αρκετό οπτικοακουστικό υλικό από ομιλίες και παραδόσεις μαθημάτων του, το οποίο από το 2003 και μετά, σταδιακά, δημοσιοποίησα ολόκληρο στο διαδίκτυο. Είχα πειστεί ότι ο Λιαντίνης δεν ήταν απλά ένα αστυνομικό μυστήριο, αλλά πολλά περισσότερα. Τα ΜΜΕ δεν ασχολούνταν πια με το θέμα, και όποτε το έκαναν ήταν στα πλαίσια του μυστηρίου-θρίλερ: «Πού είναι;», «Τι απέγινε;», «Μήπως ζει;».
Τον Ιούλιο του 2005 βρισκόμουν στην Καλαμάτα ως φιλοξενούμενος, μαζί με την οικογένειά μου, στο σπίτι της αδερφής μου. Το πρωί της 4ης του μηνός κατέβηκα μόνος στο λιμάνι να πιω καφέ και να διαβάσω εφημερίδα. Χτύπησε το τηλέφωνο. Η οθόνη του τηλεφώνου έγραφε «Γιώργος Νικολακάκος». Περίεργο. Δεν συνήθιζε να με παίρνει τηλέφωνο ο αδερφός του Λιαντίνη. Είχαν κλείσει επτά χρόνια. Το 1998, στα πλαίσια του ρεπορτάζ που έκανα είχα μάθει, και το είχα πει δημόσια, ότι «ο Παναγιώτης Νικολακάκος, ο ξάδελφος του Λιαντίνη είναι ο άνθρωπος που γνωρίζει πού βρίσκεται ο καθηγητής. Έχει δώσει όμως όρκο να μην το αποκαλύψει πριν περάσουν επτά χρόνια». Αυτά ειπώθηκαν επί λέξει στην τηλεόραση τότε. Με το που μπήκε το κρίσιμο 2005 άρχισα να παίρνω στο τηλέφωνο τον Παναγιώτη. Ελάχιστες φορές μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Μία ή δύο τον Ιανουάριο, αλλά έκανε τον ανήξερο. Στη συνέχεια δεν το σήκωνε καθόλου, και στο χωριό του, τη Λιαντίνα, όταν κατέβαινε χανόταν. Δεν υποψιάστηκα, ομολογώ, τίποτα. Είχαν περάσει τα χρόνια και έδινα λίγες πια πιθανότητες να βρεθεί. Ίσως γιατί άρχιζα να πιστεύω ότι έτσι είναι καλύτερα για τον ίδιο. Το σενάριο «για πάντα αφανισμένος», έδινε μια άλλη διάσταση στο φαινόμενο. Έτσι πίστευα. Λάθεψα όμως.
Όταν άκουσα τη φωνή του Γιώργου δεν υπήρχαν ούτε εισαγωγές ούτε τα γνωστά «τι κάνεις;». «Βρέθηκε ο Λιαντίνης!» (σπάνια τον αποκαλούσε «αδερφό»). Αυτές ήταν οι μόνες λέξεις που μου είπε στην αρχή. Ωστόσο δεν ταράχτηκα καθώς και άλλες φορές είχαν κυκλοφορήσει σενάρια (όχι ένα) ότι κάποιοι τον είχαν δει νεκρό (αλλά και ζωντανό) στο βουνό κι αλλού. Είχα κουραστεί να τα ακούω. Ένα βράδυ μάλιστα, που πληροφορήθηκα ότι «κάποιος τον βρήκε» (ένας κυνηγός, οδηγός του ΚΤΕΛ Σπάρτης), μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα την ίδια στιγμή στη Σπάρτη. Έφτασα ξημερώματα. Ρωτώντας ‘δω και ‘κει έπεσα σε έναν «αυτόπτη μάρτυρα» με… περίσσεια φαντασία. Γι’ αυτό δεν ταράχτηκα με τη φράση του Γιώργου. Μάλιστα, θυμάμαι, του είπα «το έχουμε ξαναδεί το έργο βρε Γιώργο, μη τα πιστεύεις αυτά». Με σταθερή φωνή, αλλά συγκινημένος, δε θα ξεχάσω και τη δεύτερη κουβέντα του: «Είναι πάνω στον Ταΰγετο ο Παναγιώταρος και η Διοτίμα. Τον βρήκαν». Αυτά ήταν τα λόγια του και αμέσως το κλείσαμε με ένα ξερό «γειά».
Πάγωσα. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι στη ζωή μου. Ο άνθρωπος που φώτισε τον κόσμο μου, έδινε εκείνη τη στιγμή την απόδειξη ότι είχε αφήσει τον δικό του. Δεν είχα ποτέ καμία αμφιβολία (εκτός από τους πρώτους μήνες της εξαφάνισής του που με είχε πείσει η γυναίκα του ότι ζει) πως ήταν νεκρός. Αλλά, άλλο να το πιστεύεις και άλλο να έρχεται η απόδειξη: νεκρός. Πόνεσα.
Γύρισα ενστικτωδώς το κεφάλι μου προς τον Ταΰγετο. Δεν μπορούσα να δω τίποτα, δεν υπήρχε να δω τίποτα από τέτοια απόσταση (έτσι κι αλλιώς το σημείο ανεύρεσης ήταν από την πλευρά της Λακωνίας). Δεν μπορούσα όμως να αφήσω τα μάτια μου από το βουνό. Δάκρυσα.
Λίγα λεπτά αργότερα έκανα ένα και μοναδικό τηλέφωνο. Στον άνθρωπο που γνώριζα ότι με μισούσε, όσο κανένας άλλος, και προσπάθησε άδικα να με βλάψει. Αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα την ανάγκη να του πω δυο λέξεις που λέμε στον τόπο μας τέτοιες στιγμές: «σας συλλυπούμαι». Πρόλαβα και τις είπα, πριν μου κλείσει το τηλέφωνο. Δε με πείραξε καθόλου, το αντίθετο, οι λέξεις που πρόλαβα να πω μου ελάφρωσαν την ψυχή.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα ακούσει ουκ ολίγες φορές από φίλους και γνωστούς «αφού έχεις τέτοιο ψώνιο με τον Λιαντίνη, γιατί δε γράφεις ένα βιβλίο;». Δεν απαντούσα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να γράψω τίποτα γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Γνώριζα πολλά, αλλά δεν ένιωθα έτοιμος, κάτι με απωθούσε στην ιδέα ενός βιβλίου. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί δεν γνώριζα το τέλος. Είχε μείνει ένα κενό, που αν και με συνάρπαζε, ήταν κενό. Έλειπε ένα κομμάτι του παζλ και δεν είχα καμία διάθεση να το κάνω θρίλερ ή αστυνομικό μυθιστόρημα. Εκείνη τη μέρα συμπληρώθηκε. Εκείνη τη μέρα γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα ενός βιβλίου – τιμή στον άνδρα που τόσο είχε λοιδορηθεί από γνωστούς και αγνώστους. Μια ιδέα που πια δεν είχε γυρισμό. Τόσο έντονη ήταν.
Από τα μέσα Αυγούστου του 2005 έβαλα μπρος το εγχείρημα.
Έφτιαξα μια πρώτη λίστα ανθρώπων που θα μπορούσαν να μιλήσουν για τον Λιαντίνη, έβαλα ένα κασετοφωνάκι στην τσάντα και πήρα τους δρόμους. Ανυπέρβλητες οι δυσκολίες. Έπρεπε να βρω και να συνθέσω τα κομμάτια μιας ολόκληρης ζωής ενός ανθρώπου. Δεν υπήρχε βιβλιογραφία να με οδηγήσει, δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο η δυσπιστία των περισσότερων στο άκουσμα της φράσης «είμαι δημοσιογράφος και ερευνώ τη ζωή του Λιαντίνη». Και με το δίκιο τους. Κατανοώ απόλυτα τους ενδοιασμούς τους. Ήμουν ένας ξένος που μπήκε στη ζωή του ανθρώπου τους, του φίλου, του συγγενή, αλλά και στη δική τους ζωή. Έγινα φορτικός, πίεζα, τραβούσα την κουρτίνα να δω από πίσω. Ώρες-ώρες ένιωθα την ικανοποίηση του ερευνητή να υποχωρεί μπροστά στην ενοχή του απρόσκλητου και αδιάκριτου επισκέπτη. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημά μου ήταν το γεγονός ότι στα πρώτα βήματα της έρευνας απογοητεύτηκα. Ένιωσα ότι ήταν αδύνατον να καλύψω 56 χρόνια ζωής, χωρίς μάλιστα τη συνεργασία της οικογένειάς του (σύζυγος – κόρη). Να δώσω μια στοιχειώδη, έστω, εικόνα του ανθρώπου. Σκέφτηκα να τα παρατήσω.
Κάπου εκεί στάθηκα τυχερός. Δύο άνθρωποι, ο δίδυμος αδερφός και ο καλύτερος φίλος της νιότης του, είχαν ένα πολύτιμο υλικό. Την προσωπική τους αλληλογραφία μαζί του. Πρώτα έμαθα για την αλληλογραφία του δίδυμου που μένει μόνιμα στο Τορόντο του Καναδά. Μου το είπε ο ίδιος: «να ‘ξερες πόσες επιστολές του έχω στο σπίτι μου…». «Στείλ’ τες μου ή βγάλ’ τες φωτοτυπία». «Τίποτα δεν κάνω απ’ όλα αυτά. Έλα εδώ να τις πάρεις». Και πήγα. Δίχως να γνωρίζω εάν επρόκειτο για μια τυπική αλληλογραφία μεταξύ αδερφών ή κάτι περισσότερο. Και τι είδους «περισσότερο».
Μετά από μια εβδομάδα, έφτασα αργά το απόγευμα στο Τορόντο και την ίδια βραδιά τις πήρα στα χέρια μου όλες. Πήγα στο ξενοδοχείο και έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι απ’ την κούραση. Ξύπνησα στις 4 τα ξημερώματα (λόγω της διαφοράς της ώρας), έφτιαξα καφέ και με την κούπα στο χέρι κοίταζα έξω από την κουρτίνα την ερημιά της πόλης που ακόμα δεν είχε ξυπνήσει και σκεφτόμουν: «Πού ήμουν χθες βράδυ και που είμαι σήμερα… στην άλλη άκρη της γης… για μερικές κόλλες χαρτί..».
Κάθισα σε ένα γραφείο που είχε μέσα το δωμάτιο, πήρα στα χέρια μου τις επιστολές, που ήταν τυλιγμένες πρόχειρα με ένα λαστιχάκι, και άναψα τσιγάρο. Οι επιστολές ήταν τοποθετημένες κατά χρονολογική σειρά. Πήρα στην τύχη μια από τη μέση και τη διάβασα. Και μετά και άλλη και άλλη και άλλη… Η ανατολή του ήλιου με βρήκε διαβάζοντας την τελευταία του επιστολή. Δεν ήταν μια τυπική αλληλογραφία μεταξύ αδερφών. Ήταν η αγωνία, ο πόνος, οι χαρές, οι λύπες, τα λάθη, οι απογοητεύσεις μιας ολόκληρης ζωής. Έκλεισα τα μάτια, σήκωσα την τελευταία επιστολή και την έβαλα στο πρόσωπό μου παίρνοντας βαθιά ανάσα ανακούφισης.
Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι κρατούσα στα χέρια μου το μελλοντικό βιβλίο. Ένιωσα έντονη την επιθυμία να καταγράψω τη στιγμή. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσα να ανοίγει, από το διπλανό δωμάτιο μια πόρτα. Σηκώθηκα και άνοιξα τη δική μου. Ήταν ένας Γερμανός. Γρι αυτός ελληνικά, γρι εγώ γερμανικά. Στο τέλος, με τα νοήματα και με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι μου, κατάλαβε και πάτησε το κλικ.
Ερχόμενος στην Αθήνα, στάθηκα πάλι τυχερός. Ο «αδελφός» του στα φοιτητικά χρόνια, στο στρατό, αλλά και αργότερα, είχε φυλάξει τ’ αχνάρια του φίλου του. Όταν έμπαινα στο σπίτι του δεν το γνώριζα. Πήγα απλά για να καταγράψω τη μαρτυρία του. Μόλις πέρασα στο σαλόνι και κάθισα, μου είπε κοφτά θυμάμαι: «Η Λίτσα, η γυναίκα του φίλου μου, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως αν τύχει και μου ζητήσεις να σου μιλήσω για εκείνον, να σε πετάξω έξω από το σπίτι, γιατί σε περιέγραψε κάτι σαν τον διάολο μεταμορφωμένο…». «Διαλέξτε, και ευθύς θα αποχωρήσω» του είπα. Δε μίλησε. Σηκώθηκε από την καρέκλα και έλειψε για λίγο. Όταν επέστρεψε κρατούσε στα χέρια του ένα ντοσιέ. Τον άνοιξε και άδειασε τα γράμματα στο τραπέζι. «Πάρ’ τα. Για να σε μισεί τόσο η Λίτσα, που την ξέρω όσο λίγοι, αξίζει τον κόπο να σε εμπιστευτώ». Διάβασα στα γρήγορα κάμποσες. Λυρισμός, ευαισθησία, κοφτερή λογική, πειθαρχία, τρικυμία, γαλήνη, γέλιο, δάκρυ. Μικρά διαμαντάκια, το ένα πιο λαμπερό από το άλλο. Κάπου εκεί βεβαιώθηκα ότι το βιβλίο θα βγει.
Με τις επιστολές του Στέφανου (του αδελφού), και με τις επιστολές του Μίλτου (του φίλου), είχα ανακαλύψει κάτι περισσότερο από αυτό το «περισσότερο» που ευχόμουν να βρω. Δεν ήταν μόνο οι αναφορές σε γεγονότα και κομβικά σημεία της ζωής του. Ήταν η αποκάλυψη του ίδιου από τον ίδιο. Έψαχνα τόσα χρόνια ανθρώπους να μου μιλήσουν για τον Λιαντίνη, και τελικά έπεσα πάνω στον Λιαντίνη να μιλάει για τον Λιαντίνη. Τι δώρο!
Λίγους μήνες αργότερα (τέλη Μαΐου του 2006) το «δώρο» πήρε τη μορφή βιβλίου. Στο νου μου, και τότε και τώρα, έχω πάντα τα λόγια του: «Είναι ασύλληπτη υπόθεση η βιογραφία του αληθινού ποιητή». Με αυτή τη γνώση προχώρησα στο «ασύλληπτο». Αναγκαία, η παρούσα έρευνα δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή. Μια δειλή προσπάθεια να περιγράψω το απερίγραπτο. Τη ζωή του ποιητή-στοχαστή.
Στις 29 Μαΐου (τρεις μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου – α’ έκδοση) επικοινώνησε η κόρη του μαζί μου έπειτα από μια μακρά περίοδο σιωπής και εχθρικής στάσης απέναντί μου. «Παρακαλώ θέλω να σου μιλήσω από κοντά, και αν είναι δυνατόν σήμερα». Συναντηθήκαμε σε κάποια καφετέρια κοντά στο σπίτι της στην Κηφισιά. «Δημήτρη, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έγραφες τέτοιο βιβλίο για τον μπαμπά μου!». Αυτή ήταν η πρώτη της κουβέντα. Και η επόμενη αυτή: «Σου ζητώ να με συγχωρέσεις…» και δάκρυα κύλησαν από το πρόσωπό της.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 20/11/2006 όπου έγινε η παρουσίαση του βιβλίου στο αμφιθέατρο του Μαράσλειου Διδασκαλείου, στο μέρος όπου τον γνώρισαν χιλιάδες δάσκαλοι, είπα τα παρακάτω λόγια:
«Έγραψα αυτό το βιβλίο με τη γνώση ότι οι βιογραφίες γράφονται αρκετά χρόνια από την εποχή που έζησε ο βιογραφούμενος. Γνώριζα το ρίσκο που έπαιρνα. Άνθρωποι που δεν έχουν περάσει από το χωνευτήρι του χρόνου, όπως ο Λιαντίνης σαν ασχοληθείς μαζί τους δύο πράγματα μπορούν να συμβούν. Ή να γελοιοποιηθεί ο συγγραφέας ή να γελοιοποιήσει τον ήρωά του, ή και τα δύο. Η γελοιοποίηση του συγγραφέα δύναται να συμβεί αν ασχοληθεί με έναν ασήμαντο και τον υπερτιμήσει, ή με ένα σημαντικό και τον υποτιμήσει.
Και το ερώτημα που προκύπτει: ο Λιαντίνης ήταν σημαντικός ή όχι;
Στο ερώτημα αυτό που έθετα, πιστέψτε με, συχνά στον εαυτό μου, δεν έπαιρνα λογική απάντηση. Δεν είχα καμιά τυπική επιβεβαίωση ότι ο Λιαντίνης ήταν σπουδαίος. Γιατί απλά κανείς… σπουδαίος δεν είχε ασχοληθεί μαζί του. Κανένα βραβείο δεν του απονεμήθηκε μετά θάνατο. Καμία διάκριση δεν υπήρξε από το 1998 και μετά. Καμιά σοβαρή μελέτη δεν έγινε πάνω στο έργο του. Η σιωπή του λεγόμενου πνευματικού κόσμου, ήταν εκκωφαντική. Και ο θόρυβος της παραφιλολογίας ενοχλητικός.
Ήμουν μόνος λοιπόν. Εγώ και η επιθυμία μου. Εγώ και το ψώνιο μου. Εγώ και η πίστη μου ότι “όχι, δεν είναι αυτός που νομίζετε ότι είναι”. Μέσα από αυτή τη γεμάτη έπαρση πίστη ξεκίνησα την έρευνά μου. Και καθώς έγραφα την τελευταία αράδα στο βιβλίο, αυτό ένιωθα.
Το έγραψα και θα το πω για όσους δεν το γνωρίζουν. Η οργή μου στάθηκε η αιτία αυτού του βιβλίου. Η οργή για μια εποχή που υποκλίνεται στο ασήμαντο και απαξιώνει το σημαντικό. Η οργή για έναν κόσμο που σταυρώνει την ομορφιά και αποθεώνει την ασχήμια. Η οργή για μια χώρα που δε λέει να κοιταχθεί στον καθρέπτη. Η οργή για τους ανθρώπους που δε σε κατάλαβαν, Δημήτρη Λιαντίνη.
Καθώς έγραφα το βιβλίο μεταμόρφωσα αυτήν την οργή σε πίκρα, σε ήρεμο παράπονο. Σταμάτησα να μιλάω, να διαμαρτύρομαι. Έπιασα κουβέντα μαζί του. Τον άκουγα με τις ώρες να με συμβουλεύει, να με απορρίπτει, να με ρίχνει κάτω, να μου απλώνει το χέρι να σηκωθώ. Τον άκουσα τέλος να μου λέει ότι η ευθύνη να αλλάξεις τον εαυτό σου είναι μεγαλύτερη από την ευθύνη να αλλάξεις τον κόσμο. Εκεί παραξενεύτηκα και ακόμα θυμάμαι την έκφρασή του όταν του είπα: “ΟΧΙ, ο κόσμος να αλλάξει Λιαντίνη!”. “Καθώς θα αλλάζεις εσύ, θα αλλάζει και ο κόσμος, συνονόματε”, μου είπε χαμογελώντας…»
Δέκα χρόνια αργότερα, και αφού απέσυρα το βιβλίο από την αγορά για περίπου τρία χρόνια, αποφάσισα να το ξαναεκδώσω, καθώς από το 2006 και μετά δεν σταμάτησα να ρωτάω και να βρίσκω. Νέες μαρτυρίες και στοιχεία για τη ζωή του έφτασαν στα χέρια μου.
«Το αληθινώτερο ποίημα στον γνήσιο ποιητή είναι η ίδια η ζωή του».
(Χάσμα Σεισμού, σελ 24)
Ναι, αλλά το είπαμε: αυτή η ζωή είναι «ασύλληπτη υπόθεση» να την καταγράψει κάποιος. Με αυτόν το φόβο εκπληρώνω την υπόσχεση της α έκδοσης: «το βιβλίο θα περιμένει να συμπληρωθεί», και προχωρώ στην παρούσα με την ειλικρινή ευχή: Η βιογραφία μακάρι να συμπληρωθεί. Από άλλον.
«Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης.-»
«Αν καμιά φορά με αδικήσουν και με κακομεταχειριστούν με βρισιές και αράβολες πράξεις -εμένα και ό,τι αγαπώ-, να το ξέρεις εσύ ότι είναι αδικία. Τόση μεγάλη αδικία και κακόψυχη πράξη όσο λιγώτερο είναι φανερή. Να το ξέρεις, φίλε, και ας μην το φωνάξεις, δε χρειάζεται. Η αλήθεια μισεί την υπεράσπιση». (Λιαντίνης)
Στις σελίδες που προηγήθηκαν δεν υπερασπίστηκα την αλήθεια του, αυτή υπάρχει εκεί έξω, στα βιβλία και στις διαλέξεις του. Υπερασπίστηκα τη δική μου αλήθεια που δεν είναι άλλη από λίγες λέξεις ευγνωμοσύνης:
Δεν είμαι πια ο ίδιος. Σ’ ευχαριστώ.