Στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη, η ραδιοφωνία άρχισε να δίνει τα πρώτα της δείγματα τη δεκαετία του ’20, ενώ στις ΗΠΑ υπήρχαν ήδη οι πρώτοι σταθμοί.
Μεταξύ 1921 και 1926, αρμόδιο για τη ραδιοφωνία ήταν το Υπουργείο Ναυτικών, το οποίο παραχωρούσε άδειες εσωτερικής κεραίας έναντι 500 δραχμών. Η εγκατάσταση εξωτερικής κεραίας απαγορευόταν, ενώ στη Βόρεια Ελλάδα δεν έδιναν την δυνατότητα κατοχής δεκτών μέχρι το 1928, γεγονός που αποθάρρυνε την εξάπλωση της ραδιοφωνίας.
Μετά από πειράματα της Εταιρείας Φυσικών Επιστημών, της Διεύθυνσης Ραδιοηλεκτρικής Υπηρεσίας Ναυτικού (ΔΡΥΝ) και της σχολής Μεγαρέως, που αποτέλεσε και την πρώτη σχολή της Ελλάδας για σπουδές ραδιοφώνου και ηλεκτρονικών, το 1926 το Υπουργείο Συγκοινωνίας, ίδρυσε τη Ράδιο-ηλεκτρική Υπηρεσία για να μπορεί να ελέγχει τις ραδιοφωνικές εκπομπές.
Ο πρώτος επαγγελματικός ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός που λειτούργησε στα βαλκανια αποτέλεσε όνειρο κι έργο του Χρίστου Τσιγγιρίδη.
Ο Τσιγγιρίδης γεννήθηκε το 1877 στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας από μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια, η οποία με την έναρξη του Μακεδονικού και τις διώξεις των Ελλήνων, μετά από πολλές δυσκολίες βρέθηκε στην Γερμανία.
Εκεί ίδρυσαν ένα μικρό εργαστήριο παραγωγής χειροποίητων τσιγάρων και με τα έσοδα από το εργαστήριο κατάφερε να σπουδάσει στο τμήμα ηλεκτρονικών μηχανημάτων του Πολυτεχνείου της Στουτγάρδης.
Ήρθε στην Ελλάδα το 1918, σχεδόν άμεσα μετά τον γάμο του με την Μαρία Φόγκελ, εγκαταστάθηκε στην Λάρισα όπου και ανέλαβε την Διεύθυνση της Εταιρίας Ηλεκτροφωτισμού & Ύδρευσης της πόλης.
Όμως, το όραμά του για την δημιουργία ραδιοφωνικού σταθμού τον οδήγησε σε μετεγκατάσταση στην Θεσσαλονίκη.
Τα πειράματα ασύρματης επικοινωνίας που πραγματοποιούσαν στην σχολή, τον είχαν εμπνεύσει και από το 1923 ξεκίνησε τα πειράματά του στο εργαστήριο του σπιτιού του ενώ το 1926 παίρνει μέρος στην πρώτη ΔΕΘ που πραγματοποιήθηκε, ακριβώς απέναντι από το σπίτι του, στον χώρο μπροστά από το 3ο Σώμα Στρατού.
Εκεί, συμμετέχει αρχικά πουλώντας το άγνωστο -για εκείνη την εποχή στην Ελλάδα- τεχνολογικό αντικείμενο, το μεγάφωνο αλλά και ενισχυτές ως αντιπρόσωπος της SIEMENS-HALSKE.
Ο όρος μεγάφωνο τότε δεν υπήρχε, έτσι για να μπορέσει να το παρουσιάσει στο κοινό μετάφρασε τον Αγγλικό όρο Loudspeaker ως “ΜΕΓΑΣ ΛΕΚΤΗΣ”
Από τα μεγάφωνά του ακούγονταν διαφημίσεις των εκθετών και μουσική και ως άγνωστο προϊόν προκάλεσε τόσο μεγάλη περιέργεια που χαρακτηρίστηκε “κλαπατσίμπαλο” ενώ την προσοχή και τις εντυπώσεις τράβηξε ο ραδιοφωνικός δέκτης που είχε στήσει στην πλατεία της Έκθεσης.
Ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1926, εξέπεμπε σε συχνότητα μεσαίων κυμάτων με κεραία ύψους 45 μέτρων και είχε μόλις 2 ακροατές. Αυτό συνέβαινε επειδή ο ραδιοφωνικός δέκτης εκείνον τον καιρό ήταν πανάκριβος, θεωρούνταν είδος ύψιστης πολυτελείας και το κόστος του έφτανε έως και τις 50 χιλιάδες δραχμές, ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής.
Οι ραδιοφωνικοί δέκτες που υπήρχαν στην Ελλάδα την εποχή εκείνη, συντονίζονταν στους Ιταλικούς σταθμούς και στα Ιταλικά προγράμματα με ελληνική γλώσσα.
Κι ενώ την ίδια περίοδο στην Αθήνα υπήρχαν δηλωμένα μόλις 613 ραδιόφωνα, η νομοθεσία ήταν πολύ αυστηρή και περιοριστική για τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Έτσι, παρότι ο Τσιγγιρίδης προσπαθούσε να λάβει την σχετική άδεια, για κάποια χρόνια ο πομπός λειτουργούσε μόνο κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ και με έξοδα δικά του, τα οποία κάλυπτε μερικώς από τις διαφημίσεις των εκθετών των ΔΕΘ.
Το εγχείρημα έλαβε χώρα την εποχή που το γραμμόφωνο μόλις είχε γίνει ηλεκτρικό, οι δίσκοι που κυκλοφορούσαν ήταν λίγοι και η Ελληνική δισκογραφία ανύπαρκτη, ενώ το μαγνητόφωνο ήρθε αρκετά χρόνια μετά στο προσκήνιο. Έτσι, από το σταθμό του πέρασαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες οι οποίοι τραγουδούσαν ζωντανά με τη συνοδεία οργάνων.
Το πρόγραμμά του ωστόσο περιελάμβανε ειδήσεις, συνεντεύξεις, διαλέξεις από καθηγητές και περιστασιακά σχόλια από τον ίδιο τον Τσιγγιρίδη.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Τσιγγιρίδη λειτούργησε επίσημα ως ανεξάρτητος επαγγελματικός ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός στην έναρξη της 3ης ΔΕΘ, το 1928.
Από το 1928 μέχρι τις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατάφερε να φτάσει σε σημείο να έχει κερδοφορία από τις διαφημιζόμενες επιχειρήσεις.
Πέρα όμως από όλα αυτά, και μετά από την ολοκλήρωση του οράματός του, ο σταθμός του Τσιγγιρίδη έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τον πόλεμο, κάνοντας σκόπιμες παρεμβολές στον ραδιοφωνικό σταθμό του Μπάρι ενώ ενημέρωνε τους Θεσσαλονικείς για τις εξελίξεις του πολέμου, καθώς το σήμα των κρατικών σταθμών της Αθήνας δεν έφτανε στη Θεσσαλονίκη.
Στόχος των Γερμανών ήταν να απομονωθούν οι Έλληνες από τον υπόλοιπο κόσμο κι έτσι σφράγισαν τους δέκτες.
Οι Γερμανοί στρατιωτικοί κατάσχεσαν τον πομπό και φυλάκισαν τον Τσιγγιρίδη αφού πίστευαν ότι θα μπορούσαν να τον λειτουργήσουν μόνοι τους, κάτι όμως που δεν κατέστη εφικτό, με αποτέλεσμα την επόμενη κιόλας ημέρα να τον αποφυλακίσουν για να μπορέσουν να τον αξιοποιήσουν στην μετάδοση της προπαγάνδα τους.
Ο Τσιγγιρίδης εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι μπορούσε από την θέση που του έδωσαν να ακούει το BBC στον δικό του δέκτη, παρά τον κίνδυνο να τον πιάσουν επ΄αυτοφώρω, και μετέφερε τα νέα στους άλλους όταν πήγαινε στο καφενείο.
Προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον πομπό αγόρασε ο Μάρκος Βαφειάδης ο οποίος τον λειτούργησε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και το 1945 βρέθηκε ξανά στην διαχείριση του Τσιγγιρίδη ο οποίος άρχισε και πάλι να κάνει εκπομπές. Μάλιστα, για 1 χρόνο περίπου είχαν χορηγήσει για τον πομπό προσωρινή άδεια συνεχούς λειτουργίας με την υπόσχεση να παραμείνει ως Ραδιοφωνικός Σταθμός Θεσσαλονικης.
Παρά τις υποσχέσεις, το ΕΙΡ (Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας) αναγκάζει τον Τσιγγιρίδη να απαλλοτριώσει τον πομπό σε πολύ χαμηλή τιμή για να εγκαταστήσει στην θέση του άλλον, για να θέσει σε λειτουργία τον κρατικό Σταθμό Θεσσαλονίκης ο οποίος εγκαινιάστηκε την 1 Μαρτίου 1947.
Ο Χρίστος Τσιγγιρίδης μετά από αυτό έμεινε άνεργος, δεν έλαβε ποτέ την αποζημίωση της απαλλοτρίωσης, βυθίστηκε στην θλίψη και την απογοήτευση γεγονός που οδήγησε τον θάνατό του, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Παρά την απαξίωση που δέχτηκε εν ζωή, κηδεύτηκε με τιμές.
Σήμερα, η ιστορία του είναι συγκεντρωμένη μαζί με άλλα στοιχεία της ιστορίας της ραδιοφωνίας της Ελλάδος στο Μουσείο Ραδιοφωνίας – Μακεδονική Φωνοθήκη Φωνομουσείο, έναν επισκέψιμο χώρο που αξίζει να δει κανείς αν βρεθεί στην Θεσσαλονίκη.