Το λένε Σκοτεινό, αλλά μάλλον το ονόμασαν έτσι για να κρύβουν τη φωτεινότητα του. Για να παραπλανούν παρά να προϊδεάζουν τους ανθρώπους που μαθαίνουν για την ιστορία του. Μια ιστορία που δεν θα περίμενες να τη συναντήσεις σε ένα χωριό σαν κι αυτό. Αλλά την ίδια στιγμή μια ιστορία που μόνο σε μέρη σαν κι αυτό θα μπορούσε να σταθεί, να ισορροπήσει και να μακροημερεύσει.
Ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ήχησε για τελευταία φορά ο ήχος του σπαρματσέτου ή του αναπτήρα που πυρώνει ένα τσιγάρο. Τότε ήταν η τελευταία φορά που η λέξη «γόπα» αφορούσε τσιγάρο. Από τότε και μετά αναφερόταν μόνο στα ψάρια.
Στο χωριό Σκοτεινό δεν θα δεις ντόπιο να καπνίζει. Βρίσκεται 22.5 χιλιόμετρα ανατολικά του νομού Ηρακλείου κι όταν εισέρχεσαι στο χωριό, είναι σαν να εισήλθες σε έναν εντελώς άλλο τόπο. Βλέπεις ανθρώπους με καθαρά και μεγαλόκαρδα χαμόγελα. Κι είναι η καθαρότητα που μεγεθύνει την «μεγαλοκαρδοσύνη».
Κάποια στιγμή σε εκείνη τη δεκαετία σταμάτησαν να καπνίζουν. Όχι κατόπιν κάποιου οργανωμένου σχεδίου. Ούτε ξεκίνησαν να κολλάνε ο ένας στον άλλο τα αυτοκόλλητα. Απλώς έτυχε να το σταματήσουν όλοι ταυτόχρονα. Οκ, δεν μιλάμε για ένα χωριό με τεράστιο πληθυσμό. Το χειμώνα είναι με το ζόρι λίγο πάνω από 100 και το καλοκαίρι μετά βίας ξεπερνούν τους 250. Όσοι δε ζουν μόνιμα στο Σκοτεινό, έρχονται για να ξεφύγουν από την παραμικρή λεπτομέρεια της πόλης.
Κι αυτή η αίσθηση της τσιγαρίλας, αυτή η διαρκής όχληση της όσφρησης, είναι μια, όχι παραμικρή, λεπτομέρεια που σε αυτό το χωριό εκλείπει. Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα και με το cretapost.gr, ότι από τη στιγμή που όλοι το σταμάτησαν και άρχισαν να το παρατηρούν στους γύρω τους, έγινε μια άφατη συμφωνία να μην το ξαναπιάσουν στα χέρια τους.
Το μη κάπνισμα βέβαια δεν πάνε να το επιβάλλουν σε κανέναν. Αυτό είναι μάλλον το πιο σημαντικό για να καταλάβουμε πως θα μπορέσουμε όλοι μας να κάνουμε τους καπνιστές πιο συνετούς ως προς τη χρήση. Γι΄αυτό αν είσαι τουρίστας και πας εκεί, θα μπορείς να καπνίσεις. Απλώς αν σου τελειώσουν τα τσιγάρα, μην ψάξεις για περίπτερο. Πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό.
Είναι σαν να κάνουν μια ομαδική άσκηση αλληλοϋποστήριξης. Τέτοια πρέπει να ήταν τα πρώτα χρόνια. Εκεί που κάποιος πήγαινε να λυγίσει και να αρχίσει ξανά μια κακή συνήθεια, συνειδητοποιούσε ότι όλοι οι γύρω του δεν καπνίζουν. Κι έκανε στο μυαλό του τη σύνδεση αυτής της διακοπής με το γεγονός ότι έδειχναν πιο ήρεμοι, πιο υγιείς, πιο νέοι.
Αντί να υποκύψουν στο παλιό χούι οι μόνιμα διαμένοντες, εντάχθηκαν στο γενικό κλίμα αποστροφής κι όσοι είχαν φύγει κι επέστρεφαν. Πλέον, το μόνο που θα δεις στο χέρι τους είναι τσικουδιά ή κρασάκι. Και οι λιγοστοί απόγονοι που γεννιούνται ή μεγαλώνουν στο Σκοτεινό, μαθαίνουν από μικρά σε έναν κόσμο χωρίς τσιγάρο.
Πώς; Μα φυσικά με το να μην το βλέπουν πουθενά. Γιατί οι επόμενες γενιές πάντοτε ξεκινάνε με τη μίμηση. Στο Σκοτεινό δε μπορούν να μιμηθούν αυτό που δεν υπάρχει. Μιμούνται αυτό που υπάρχει.
Λες και κάποιο παιχνίδι της μοίρας θέλησε από ένα χωριό ονόματι Σκοτεινό να συμβεί κάτι τόσο φωτεινό.