Στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1985 ο 21χρονος Ντράζεν Πέτροβιτς οδήγησε με 36 πόντους την Τσιμπόνα στο 87-78 επί του φαβορί της διοργάνωσης, Ρεάλ Μαδρίτης.
Την ίδια χρονιά η κροατική ομάδα κατέκτησε το δεύτερο σερί τίτλο στο πρωτάθλημα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, ενώ το 1986 έκανε το back to back στην Ευρώπη, στον τελικό – blockbuster της εποχής απέναντι στη Ζαλγκίρις του Άρβιντας Σαμπόνις. Ο Λιθουανός γίγαντας αποβλήθηκε στο 31ο λεπτό (για γροθιά στον Μίχοβιλ Νάκιτς έπειτα από αγκωνιά του τελευταίου), έχοντας προλάβει να σκοράρει 27 πόντους και να μαζέψει 14 ριμπάουντ, με αποτέλεσμα η Ζαλγκίρις να λυγίσει με 94-82.
Η Τσιμπόνα με κορυφαίους τους Ντράζεν (22π., 5 ασ.), Τσβετιτσιάνιν (24π.) και Ούσιτς (23π.) επιβεβαίωσε τον τίτλο της κορυφαίας ομάδας στην Ευρώπη, αλλά δεν θα είχε την ευκαιρία να υπερασπιστεί τα σκήπτρα της την επόμενη χρονιά, καθώς έπεσε θύμα έκπληξης στους τελικούς του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος, χάνοντας με 2-1 από τη Ζαντάρ. Στο πιο επικό ματς στην ιστορία της διοργάνωσης, η Ζαντάρ πήρε το τρίτο ματς με 111-110 στη δεύτερη παράταση, υποχρεώνοντας την Τσιμπόνα στην πρώτη εντός έδρας ήττα της ύστερα από τρία χρόνια σε όλες τις διοργανώσεις.
Τη σεζόν 1986-87 η παρέα των αδελφών Πέτροβιτς, του Τσβετιτσιάνιν, του Τσούτουρα και του Αράποβιτς ήταν αποφασισμένη να ανακτήσει τα πρωτεία. «Έτρεξε» ένα απίθανο 22-0 στην κανονική περίοδο και στον πρώτο γύρο των πλέι-οφ καθάρισε πολύ εύκολα με δύο νίκες την MZT Σκοπίων. Στα ημιτελικά βρέθηκε απέναντι στον Ερυθρό Αστέρα, που με ρεκόρ 15-7 και δύο πολύ δύσκολες νίκες επί της Σιμπένκα στα πλέι-οφ, δεν είχε θεωρητικά καμία τύχη απέναντι στη δις πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Η Τσιμπόνα επιβεβαιώνει τα προγνωστικά στο πρώτο παιχνίδι, κάνοντας περίπατο (92-74), με τον Ντράζεν να σταματάει στους 31. Ο τεχνικός της Crvena Zvezda όμως, Βλάντο Τζούροβιτς, δεν είχε ανοίξει ακόμα τα χαρτιά του. Στο δεύτερο ματς ενεργοποιεί περισσότερο έναν 20χρονο rookie, ψάχνοντας αυτό το κάτι ανορθόδοξο, που θα αλλάξει τις ισορροπίες. Ο πιτσιρικάς αποδεικνύεται ακριβώς αυτό, ένας X factor που ήρθε από το πουθενά. Το όνομα του, Μπράνισλαβ Πρέλεβιτς.
Ο μικρός Μπάνε κάνει μαγικά πράγματα, σε ένα ημίχρονο και κάτι προλαβαίνει να σκοράρει 23 πόντους με 9/10 διπ., 1/1 τρ. και 2/2 βολ., προτού καθίσει στον πάγκο με τέσσερα φάουλ με το σκορ στο 50-48. Επιστρέφει για τα τελευταία λεπτά και αποβάλλεται με 5ο, ο Αστέρας όμως αντέχει και με καλάθι σε νεκρό χρόνο παίρνει τη νίκη με 94-92. Θαύματα δεν συμβαίνουν όμως δύο φορές σε τρεις μέρες, το τρίτο ματς στο Ζάγκρεμπ προορίζεται να εξελιχθεί σε μια γερή προπόνηση των καλύτερων της χώρας ενόψει των τελικών. Για πολλούς η εμφάνιση του Πρέλεβιτς ήταν «φωτοβολίδα», αλλά εκείνος ο τρίτος τελικός ήταν ουσιαστικά αυτός που γέννησε το «Ω Μπάνε, Μπάνε», το οποίο προϋπήρξε της θητείας του Σέρβου γκαρντ στον ΠΑΟΚ.
Η μονομαχία Ντράζεν – Μπάνε είναι σκεπασμένη από την άχλη του μύθου, μνημονεύεται ακόμα και σήμερα σε άρθρα και αφιερώματα στη γειτονική χώρα. Το φαινόμενο από την Κροατία έβαλε 48 πόντους, αλλά η Τσιμπόνα δεν προκρίθηκε. Με 32 πόντους (οι 22 εκ των οποίων στο β’ ημίχρονο) και 8 ασίστ του συγκλονιστικού Πρέλεβιτς, ο Αστέρας έκανε το αδιανόητο, νίκησε με 104-103 και πήρε αυτός θέση στους τελικούς, απέναντι στην Παρτιζάν. Πάλεψε σε αυτούς για δεύτερη υπέρβαση, αλλά η παρέα των Τζόρτζεβιτς, Πάσπαλιε, Ντίβατς, Γκρίμποβιτς και Ζέλικο Ομπράντοβιτς επικράτησε με 2-0 (78-73, 89-88).
Σε εκείνα τα παιχνίδια με την Τσιμπόνα ο Πρέλεβιτς έγινε από… έφηβος άνδρας, χτίζοντας το προφίλ του clutch player που θα γινόταν το σήμα – κατατεθέν του με το Δικέφαλο στο στήθος. Οι εμφανίσεις του σε αυτά ήταν ουσιαστικά και ο λόγος που ο ΠΑΟΚ στράφηκε σε αυτόν, αναζητώντας τα μέλη μιας περιφερειακής δυάδας, που θα αποτελούσε το αντίπαλο δέος στους Γκάλη – Γιαννάκη. Ίσως και ένα έβαλε το… λιθαράκι του για να πιστέψουν οι Έλληνες διεθνείς ότι μια υπερομάδα με τον Ντράζεν Πέτροβιτς στις τάξεις της δεν είναι ανίκητη, όπως θα επιβεβαιωνόταν λίγες εβδομάδες αργότερα με τις δύο ήττες της Γιουγκοσλαβίας από την Ελλάδα στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας.