Περίπου 1.500 άτομα βρίσκονταν στην αίθουσα του αεροδρομίου του Ελληνικού περιμένοντας τις πτήσεις τους για Γενεύη και Νέα Υόρκη. Ήταν 5 Αυγούστου του 1973, τρεις μήνες πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ξαφνικά, δυο παλαιστίνιοι επιτέθηκαν στο χώρο με χειροβομβίδες και πυροβολισμούς.
Επικράτησε πανικός. Ο κόσμος έτρεχε και πολλοί σωριάστηκαν στο έδαφος. Οι δυο δράστες κρύφτηκαν πίσω από το μπαρ, βάζοντας ως ασπίδα 35 ομήρους. Άμεσα κατέφτασε η αστυνομία και τα ασθενοφόρα. Υπήρχαν ήδη νεκροί.
Η αστυνομία ανέλαβε την διαπραγμάτευση. Επικεφαλής ήταν ο αστυνομικός διευθυντής Λουκάς Χριστολουκάς, που λίγους μήνες μετά διαπραγματεύτηκε και στο Πολυτεχνείο. Στην αρχή οι δράστες ζήτησαν να μεταβούν στο αεροδρόμιο οι πρέσβεις της Συρίας και της Αιγύπτου. Αφού του αίτημα τους δεν έγινε δεκτό, λίγες ώρες μετά παραδόθηκαν.
Οι νεκροί ήταν τρεις, δυο Αμερικανοί (η μια ελληνικής καταγωγής) και ένας Αυστριακός, ενώ οι τραυματίες δεκάδες. Οι δράστες ήταν οι Ταλαάτ Χουσεΐν Αμπντάλλα και Ζεμέντ Μοχάμεντ Αχμέντ. Αρχικά είχαν ως στόχο την αεροπειρατεία σε ένα αεροσκάφος που πήγαινε στο Τελ Αβίβ. Όμως δεν το πρόλαβαν. Αποφάσισαν να επιτεθούν στους επιβάτες της πτήσης για Νέα Υόρκη, αφού θεώρησαν πως μέσα θα υπήρχαν και Εβραίοι πολίτες.
Όταν οι αστυνομία ξεκίνησε τις ανακρίσεις, είπαν πως είναι Παλαιστίνιοι και μέλη της οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης». Υποστήριξαν πως μπερδεύτηκαν από τους πίνακες δρομολογίων και χτύπησαν από λάθος επιβάτες άλλων πτήσεων. Μια αεροσυνοδός από την άλλη, υποστήριξε ότι οι δράστες ήταν τρεις, με τον τρίτο να καταφέρνει να διαφύγει. Λίγες ημέρες αργότερα, οι εφημερίδες ανέφεραν ότι, την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε η άγνωστη οργάνωση «Το έβδομο απόσπασμα αυτοκτονίας», η οποία όμως χαρακτηρίστηκε ως φάντασμα.